Ο Πηλαβάκης
Κυριάκος ήταν κύπριος Λαικός Ποιητής από το χωριό Φοινί της Λεμεσού.
Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016
Πέτρος Κ. Πεσκέσιης (αναφορά)
Πέτρος Κ. Πεσκέσιης: Λαικός Ποιητής της Κύπρου. Γεννήθηκε το 1900 και απεβίωσε το 1968.
Ποίημα ερωτικό – Πέτρου Κ. Πεσκέσιη
Το πρώτο (απο τρία) μέρη μιας ερωτικής ιστορίας.
Φίλοι τζιαι φιλενάδες μου
κρωστείτε τους σεβτάες μου,
πέρκι με λυπηθείτε.
Για τούντα πάθη που με τρών,
πέτε μου που έσιη γιατρόν
να γίανω, να χαρείτε.
Παφής ήμουν εφτά χρονών τζι επήαιννα σχολείον
τζι αρκίνησα τζι εμάνθανα το έναν τζιαι το δύο,
είχα μια συμμαθήτριαν
καθευατον ήτουν θεά,
όμως με φρένον λλίον.
Αμα τζιαι νιωθήκαμεν σχεδόν στην τρίτην τάξην
πάνω μου ποταυρίστηκεν,
σαν που την εφανίστηκεν
πως εννα με πειράξει.
Εννία χρονών μωρόν ήμουν τζι αμα τζι ετσίμπησεν με,
σαν που μου κακοφάνηκεν, ίσια κλαμούρησεν με.
Σηκώννουμαι που τζει χαμαί τζι είπουν το του δασκάλου
τζι έδωσεν της με την ροδκίαν
τζιαι κάτι πάτσους μες τ” αφκία,
να ξερα εν το λάλουν.
Το δείλις που σχολάσαμεν, λαλεί μου με μαράζιν,
ελάλουν πως ενν” αντραπείς,
εν τ” ορπιζα να του το πείς,
αλλ” ομως εν πειράζει.
Πο δα τζιαι δα εν παω καθόλου στο σχολείον
τζι οτι λος πλάσμα με ρωτά,
να του λαλώ για έρωταν
δικόν σου που “ννα φύω .
Αλλα να “ν εις την έννοιαν σου, όποτε ξησκολήσεις
τους πάτσους που φαα για σε, να μου τους ενθυμίσεις.
Λαλώ της, έν τζιαι κρώννουμαι τα λόγια τα δικά σου,
αν μ” ορκιστεις πως μ” αγαπας ετσι με τα καλά σου
φεύκω που τα τωρά τζι” εγιω,
με πλάκαν θέλω με κρογίον,
περνώ με τα φιλία σου.
Πα” στα νιννία των αμμαδκίων, που μπλέπει όρκισα την
τζι αμα τζι εδέχτην, είπεν μου τζιαι πρωτοφίλησα την.
Αμα τζιαι φεύκει που τζιαμαί, εχάθην ο μυαλός μου,
τα γράμματα τουν σκούντρα μου, ο δάσκαλος εχθρός μου.
Μα “ν ήτουν πλάσμαν του θεού, με κόρη με γισάφιν,
ορκίζουμαι το βάρος της αξίζει το χρυσάφιν.
Έσιη δκύο μάθκια, αθασωτά τζιαι τζεί που εννα δικλήσει ,
η πέτρα σπάζει τζιαι γεννά
νερόν τζι όποιος το πιεί εν γερνά
σκεφτείτε ήντα βρύση.
Οι βούτσιες της εν συννεφκία που βαροπουμπουρίζει,
όσοι την δουν στοισιηματούν ,
έσσω της πάσιν τζιαι ρωτούν,
ήντα τες πογίατιζει.
Τζιαι τζείνη περιπαίξιμο, λαλεί τους με κιρμίζιν .
Τα στήθη της εν” λεμονία άμα να πρωτανθίζει,
τζι κόξα της Αγία Σοφκία,
να κρώννουνται οσ” εχουν φκία,
να πούσιν πόσο αξίζει.
Αξίζει έναν βασίλειο η μια της η παλάμη,
να κάμνει κοντομάνικα,
να φαίνετ” εξω τακτικά
τουτ΄εννα φκάλλει νάμι .
Με λλία λόγια να το πω, εν πάντα της λουμένη ,
αφρογαλατοπούρεκκον, ζαχαρομελωμένη.
Τζι” αμα τζι ερτώθηκεν φτωσίη.
γρουσά τζιαι ρούχα εν έσιει
την νιότη της να σάσει.
Αλλα να κάμουν έκθεσην,
ούλες γερές, τζίνη μισή
παλ” εννα τες χασκίασει.
Άμα μ” ορκίστην τζι είπεν μου εμέν πως εν τα ξέρει,
εξέβηκα που το σχολείον
τζι έκαμνα μόδαν των μαλλίων,
έπιασα τζιαι δευτέρι
τζι έγραψα πλήξες τζιαι καμούς,
που πήαιννα εις τους βραμούς
τζιαι μέρα μεσομέριν.
Αμα τζιαι γίνηκα τζι εγίω, σιειρόττερα που τζείνην,
εζήτησα την τζι είπεν μου να μείνει να μιαλύνει.
Λαλώ της, εν θα “ρτεις μ” εμεν, μα σαι τζι εσου χαμένη,
που τα νιννία των αμμαθκίων έχω σε κρατημένη.
Τζι αν βουληθείς να μ” αρνηθείς,
προσέχτου τζι εννα στραωθείς,
γιατ” είσαι ορκισμένη..
πηγή: http://new.ledras.net/?p=76#identifier_39_76
Ποίημα του Ιωάννη Περδίου
Τι κρίμα που δεν έζησες ακόμα λίγο χρόνο
Να δεις τον γαύρον Κάιζερ σκυφτός να σε κοιτά
Και στο σπαθί σου δίνοντας κάθε τής δάφνης κλώνο
Ελιάς κλωνάριν από σε μονάχα να ζητά!
Ήθελα, Κίτσενερ, να δεις τον κόκκινον Αττίλα
Με τους αγρίους Ούννους του στα πόδια σου να ‘λθεί,
Και νικημένος να θωρεί της δάφνης σου τα φύλλα
Και να του πάρεις πρώτος συ τ’ ολέθριο σπαθί!
Σήμερα που γονάτισεν ο Μέγας δολοφόνος
Και θα τον δούμε στου Βερντέν την γη να σωριασθεί,
Έπρεπε να ‘σαι στο πλευρό και συ της Αλβιόνος
Και με του Ζορφ κι η βροντερή φωνή σου ν’ ακουσθεί!
Εσύ που τόσο πάλαισες το Τέρας να συντρίψεις
Που ‘θελε Κοιμητήριον να κάμει τον Ντουνιά
Απ’ την Μεγάλη Πασχαλιά δεν έπρεπε να λείψεις
Και πρόωρα να βυθισθείς σε τάφου σκοτεινιά!
Αν η Μεγάλη Μάνα σου πενήντα θωρηκτά της
Έβλεπε μες στα πέλαγα να καταποντισθούν
Τόσο δεν θα κοκκίνιζαν τα μάτια τα γλαυκά της
Όσο για σένα, Κίτσενερ, που τώρα σε πενθούν!
Κι η Κύπρος που σε ξένιζε σε χρόνια περασμένα
Κι ίδρωσες για τον χάρτη της εσύ τόσον καιρό,
Καθώς παιδί της σε θρηνεί με μάτια βουρκωμένα
Που δολοφόνοι σ’ έρριψαν σε μνήμα παγερό!
Που δολοφόνοι σ’ έρριψαν σε μνήμα παγερό!
Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΔΕΝΤΡΟΥ / Πάτσαλος Ξενής (Ποιητάρης)
Άδρωπε, βασιλιά της γης που ζεις τζιαι βασιλεύκεις
να τ' αγαπήσεις τα δεντρά, παντού να τα φυτεύκεις.
Τζει μέσα να δκιανεύκεσαι, τζει μέσα να δουλεύκεις,
τούτη εν η
παράδεισος τζΙ άλλην να μεν γυρεύκεις.
Τα δέντρα εν παράδεισος τζει που 'ναι φυτεμένα
γιατί λογής λογιών πουλιά εν πάνω φουλιεμένα.
Τα δέντρα όπου φυτευτούν τζ' ο τόπος πρασινίσει
τζει μέσα να δκιανεύκεται το πλάσμαν θεραπεύκεται μακάριν
να 'σιει φθίσην.
Πο’ 'σέν το άψυχο
δεντρόν τ’ αθώον νιωμένον
πο’ 'σέν εκάμαν το σταυρόν τον τρισμακαρισμένον,
τζείνον που βάσταν το Χριστόν πάνω του σταυρωμένον.
Ξενής Πάτσαλος
Παρασκευά Ζαχαρούλα (μικρή αναφορά)
Παρασκευά Ζαχαρούλα : Λαική Ποιήτρια της Κύπρου. Γεννήθηκε στην Αραδίππου το 1896 και απεβίωσε το 1966
Παπαζαχαρία Κωνσταντής (βιογραφικό)
Γεννήθηκε στην Ξυλοτύμβου στις 20 Φεβρουαρίου 1881 και πέθανε το 1972. Ήταν γιος Ιερέα από τον οποίο έμαθε και τα γράμμτα. Διακρίθηκε για την απλότητα της ποίησής του, που κινείται έντεχνα στο χώρο της ηθογραφίας. Ποιήματά του βραβεύτηκαν σε ποιητικούς διαγωνισμούς της Κύπρου.
ΟΥΛΛΟΙ ΣΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ
Χαράν πο’ ‘ν είδεν του παππού ωσπο’ ‘ζιεν η καρκιά του
τωρά ‘ννα δουν τ’αγγόνια του τζιαι τα δισάγγονά του.
Τέθκοιαν εκαρτερούσαμεν μέραν να ξημερώσει
την Τζιύπρουν την αλύτρωτην να την ελευτερώσει.
Η σκλάβα πο’ ‘ζησεν τζιαιρούς, στους ξένους που εβρέθην,
πόσον τζιαιρόν στα σίδερα κανεί πκιον, εβαρέθην.
Όσον τζιαν εν’ αρκόντισσα η μητριά της μιάλη,
μμα ‘ν’ άλλον πράμαν μεμ μου πεις της μάνας η αγκάλη.
Όσον τζιαν δείγν’ η μητριά καλόκαρτη πως ένι,
όπως τη μάνα δεν πονεί, γιατί εν’ γέννα ξένη.
Το γέλιος της διά ζωήν της μάνας τζιαι το δειν της!
Τζι έσιει τζιαι θάρρος περισσόν κοντά της το παιδίν της.
Τζι άμα ξυπνήσει την αυκήν, το φως που ‘ννα χαράξει
τζιαι τζιείνου πρώτη λέξη του: Μάνα εννά φωνάξει.
Σγιον είναι μες στην κούνιαν του που κλαίει άμαν πεινάσει,
την μάναν εν’ που καρτερά να πα να το βυζάσει.
Έτσι τζι η κόρη σήμερα την ώραν περιμένει
να την καλέσ’ η μάνα της τζι η ξένη εν’ πάντα ξένη.
Ούλλοι στο δημοψήφισμα, στον μυστικόν τον δείπνον,
τζι έγινεν νεκρανάστασις. Ξυπνάτε που τον ύπνον.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΠΑΠΑΖΑΧΑΡΙΑ
Παπαζαβού Προκόπιος Η. Μηλικούρι
Παπαζαβού Προκόπιος Η. : Λαικός Ποιητής της Κύπρου από τη Κοινότητα : Μηλικούρι Λευκωσίας
Ο κακός Φούρβος
Παπαδόπουλος Θεόδωρος
Εν να σου πω τζιειν το ρητόν, πάνω σου να το μοιάσω
εγιώ σ’ έκτισα φούρνε μου, μα ‘γιω ‘ννα σε χαλάσω
τζιαι μάθε εν’ ηξανάρκουμαι, πίσω για να σε σάσω
εθ’ θα σ’αφήσω θεμελιόν, πέτραν, χαλίτζιν για πηλόν
να φαίνεται σημάιν
θα τα σηκώσω μονομιάς, τζιαι ‘ννα σαρίσω που γωνιάς
τζιαι ‘ννα τα κάμω φάιν
που τον τζιαιρόν που σ’ έκτισα, έγραψα στα χαρκιά μου
έν έφαα ψουμίν γλυτζύν, να κάτσει στην καρκιά μου
τράντα λογιών σε πύρωσα, τζι’ έσπαζα που τους κόπους
μα’ν ήβρα τρόπον γιατρειάς στους άσσιημους σου τρόπους
τα ξύλα μο’ν σ’αρέσκασιν έθελες του Λιβάνου
κέδρους, αρκοτζιυπάρισσα, ξέρω ‘ντα ράτσαν φτάννουν
πού’χουν που μέσα τους γαδίν τζι’ αφταίννουν μέρα-νύχταν
μα’ρτεν η ώρα να σου πω, φούρνε μου...καληνύκτα!
εν σου αρέσκαν τα θρουμπιά, σσιοινιές για αοράτοι
μήτε ξιστάρκα, αντρουκλιές, λαμπάθκια είτε βάτοι
γιατί εν ξύλα μαλαχτά τζι’ εν σε πολλοπυρώνναν
για να μου κρούζεις τα ψουμιά που μέσα σου εκουρρώνναν
με τι κόπους επάσκιζα Σεπτέβρην ως Σεπτέβρην
για να συνάξω το ππαράν που ‘γόραζα τ’ αλεύριν
τζι’ έκαμνες μου τζιειν τα ψουμιά, μαύρα σαν το καστόριν
να σε χαλάσω ‘ρκιστικα δκιαολοπαρακτόριν
θα σε χαλάσω γέρημε τον τόπον να σπαστρέψω
να κτίσω ‘ναν καλλύτερον που σεν εν να γυρέψω
να ψήννω μέσα τα ψουμιά, πλάσιν να μεν τα κρούζει
να τρώω με την όρεξην, τζι’ εσέν να μείν’ η ...μούζη!
ΜΑΓΓΟΝ
Μαγγόν εφάνην
να μας πεί,
μαγγόν
επολοήθην,
μαγγόν καν
ενν΄πο΄πέζεψε
για να μας
ησιντήσιη
Πόλικα γρόνια
έρκετουν
τζιαί ζήτα μας
τζιαί χάρες
τώρα που
εαρκόντηνε
ούτε πατά τις
σκάλες
Μα ο τροχός
εγύρισεν
παττάλεψεν το
πράμαν
τζιαί μπην
βριχτός του καφενέ
τζιαί ζήταν
μιάν ριάλαν
[Στην Kύπρον φόνοι γίνονται..]
Στην Kύπρον φόνοι γίνονται τον μήνα πέντε, δέκα
κι αν εξετάσεις ριζικά το θέμαν εν’ γυναίκα.
Έκαστος συλλογίζεται και μάλιστα θαυμάζει,
η Aγγλική Kυβέρνησις γιατί δεν τες κρεμμάζει.
Kάθε γυναίκα χρεωστεί να σέβεται τον άνδραν,
αλλά πολλές τους έχουσιν σαν ζώα μες στην μάνδραν.
Παλαίσης Θ. Χριστόφορος
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)