Κάποιος λέει ότι σε είδε,
είχες ριγμένο στον ώμο ένα λαδί σάλι,
ακουμπισμένη σ’ ένα ξεφτισμένο τοίχο,
μιλούσες με τους περαστικούς σε κάποια ιερή οδό,
εκεί όπου ο χρόνος στέκει, μαύρος, πηχτός, ακύμαντος ωκεανός
είχες ριγμένο στον ώμο ένα λαδί σάλι,
ακουμπισμένη σ’ ένα ξεφτισμένο τοίχο,
μιλούσες με τους περαστικούς σε κάποια ιερή οδό,
εκεί όπου ο χρόνος στέκει, μαύρος, πηχτός, ακύμαντος ωκεανός
- Απόψε πάλι ήταν εδώ,
ναι, είμαι σίγουρη, εδώ ήτανε
δεν μπορεί να κάνω τόσο λάθος,
τον είδα να κυκλοφορεί ανάμεσα στο πλήθος,
να με κοιτά κάτω απ’ τα μαύρα του γυαλιά,
ναι σας λέω, είμαι σίγουρη, εδώ ήτανε,
δεν μπορεί να κάνω τόσο λάθος,
τον άκουσα, τους έλεγες, που φώναζε,
ναι, είμαι σίγουρη, εδώ ήτανε
δεν μπορεί να κάνω τόσο λάθος,
τον είδα να κυκλοφορεί ανάμεσα στο πλήθος,
να με κοιτά κάτω απ’ τα μαύρα του γυαλιά,
ναι σας λέω, είμαι σίγουρη, εδώ ήτανε,
δεν μπορεί να κάνω τόσο λάθος,
τον άκουσα, τους έλεγες, που φώναζε,
« φυσάει απόψε δυνατά, και το στήθος μου,
γεμίζει χώμα σε κάθε μου ανάσα,
τι όμως κι αν ο θάνατος έρχεται ακόμα ένα βήμα πιο μπροστά,
εγώ φεύγω πριν με δεις να σβήνω, αλλά δεν θα σε προδώσω,
έχω προφτάσει ήδη κι έμαθα, μέσα από εσένα εγώ να ζω »
γεμίζει χώμα σε κάθε μου ανάσα,
τι όμως κι αν ο θάνατος έρχεται ακόμα ένα βήμα πιο μπροστά,
εγώ φεύγω πριν με δεις να σβήνω, αλλά δεν θα σε προδώσω,
έχω προφτάσει ήδη κι έμαθα, μέσα από εσένα εγώ να ζω »
Κοντοστέκονταν, κουνούσαν το κεφάλι
κι έφευγαν μουρμουρίζοντας – τι κρίμα, πάει, σάλεψε κι αυτή -
κι εσύ τους έτρεχες ξοπίσω φωνάζοντας,
κι έφευγαν μουρμουρίζοντας – τι κρίμα, πάει, σάλεψε κι αυτή -
κι εσύ τους έτρεχες ξοπίσω φωνάζοντας,
- Όχι, να μην τον θάψετε εδώ, όχι σας παρακαλώ,
τρομάζω που το σκέφτομαι,
γιατί ο αέρας που φυσά, θα ‘ναι βαρύς,
θα έχει στην αγκαλιά του, ένα μπουκέτο
απ’ τους τριγμούς της σιωπής, τους στίχους του,
και θα το ρίχνει στη ποδιά μου.
τρομάζω που το σκέφτομαι,
γιατί ο αέρας που φυσά, θα ‘ναι βαρύς,
θα έχει στην αγκαλιά του, ένα μπουκέτο
απ’ τους τριγμούς της σιωπής, τους στίχους του,
και θα το ρίχνει στη ποδιά μου.