Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

Η κόρη της θλίψης / Λαμπής Γιάννος


Κάποιος λέει ότι σε είδε,
είχες ριγμένο στον ώμο ένα λαδί σάλι,
ακουμπισμένη σ’ ένα ξεφτισμένο τοίχο,
μιλούσες με τους περαστικούς σε κάποια ιερή οδό,
εκεί όπου ο χρόνος στέκει, μαύρος, πηχτός, ακύμαντος ωκεανός

- Απόψε πάλι ήταν εδώ,
ναι, είμαι σίγουρη, εδώ ήτανε
δεν μπορεί να κάνω τόσο λάθος,
τον είδα να κυκλοφορεί ανάμεσα στο πλήθος,
να με κοιτά κάτω απ’ τα μαύρα του γυαλιά,
ναι σας λέω, είμαι σίγουρη, εδώ ήτανε,
δεν μπορεί να κάνω τόσο λάθος,
τον άκουσα, τους έλεγες, που φώναζε,
« φυσάει απόψε δυνατά, και το στήθος μου,
γεμίζει χώμα σε κάθε μου ανάσα,
τι όμως κι αν ο θάνατος έρχεται ακόμα ένα βήμα πιο μπροστά,
εγώ φεύγω πριν με δεις να σβήνω, αλλά δεν θα σε προδώσω,
έχω προφτάσει ήδη κι έμαθα, μέσα από εσένα εγώ να ζω »
Κοντοστέκονταν, κουνούσαν το κεφάλι
κι έφευγαν μουρμουρίζοντας – τι κρίμα, πάει, σάλεψε κι αυτή -
κι εσύ τους έτρεχες ξοπίσω φωνάζοντας,
- Όχι, να μην τον θάψετε εδώ, όχι σας παρακαλώ,
τρομάζω που το σκέφτομαι,
γιατί ο αέρας που φυσά, θα ‘ναι βαρύς,
θα έχει στην αγκαλιά του, ένα μπουκέτο
απ’ τους τριγμούς της σιωπής, τους στίχους του,
και θα το ρίχνει στη ποδιά μου.

Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ


 Πολυκάρπου Ανδρέας 

Αυτήν την άνοιξη
τα χάσαμε τα χελιδόνια.
Πέταξαν μακριά μας
αλλού να χτίσουνε φωλιές.


Τα βάσανα μας
αλλοίωναν τα όνειρα τους.
Θεατρίνοι της ευλογίας
για πιο ζεστά φύγατε μέρη.

Αυτά τα χελιδόνια
δεν έφεραν την άνοιξη.
Με τα φτερά τους
σε τόπους άλλους την πήρανε.


Οι άψυχοι μας νόμοι
σκόρπισαν τη σπορά.
Κανένα αγιόκλημα δεν
θέλησε να σκύψει το κεφάλι στη νύχτα.


Σκέπασαν τα νέφη
προτού η βροχή να πέσει.
Τα σύννεφα του ουρανού
τον τόπο μας απομονώνουν.


Αυτήν την άνοιξη
δεν ήρθαν τα χελιδόνια.
Στο κρύο μας μάρμαρο

πού καιρός για ν’ ανθίσει το φως

Σάββατο 18 Ιουλίου 2015

Πιο γιασεμί / Άθως Χατζηματθαιου

Πιο γιασεμί
Και πιο τριαντάφυλλο
Έδωσαν το άρωμα τους
Στις στάλες
Δροσιάς 
Που τα χείλη σου
Μου χάρισαν
Σ΄ εκείνο το φιλί
Που έσταζε ερώτα
Στα βελούδινα πέταλα του…
Ποια νεράιδα
Και ποια θεά
έντυσε στης θάλασσας και στ’ ουρανού
τα χρώματα
το θειο βλέμμα σου
που σένα χάδι του
έδεσε άλυτο κόμπο την καρδιά μου.
Αθως Χατζηματθαιου

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΠΟΔΗΜΟΥΣ ΤΗΣ ΑΣΓΑΤΑΣ


Απόψε, έχω την τιμή, να σας καλησπερίσω,
απόδημοι τζιαί χωρκανοί,
με μια χαρά πρωτοφανή,
να σας καλωσορίσω!
Σιιλιάες μίλια μακριά, είστε αποκομμένοι,
απόδημοι μας, χωρκανοί,
χωρίζουν μας ωκεανοί
τζιαί όμως, ενωμένοι!
Κάμποσοι στην Αυστράλια, πού σας ξενητεμένοι!
τζιαί στην Αγγλία μερικοί,
οι πιο πολλοί Αμερική,
εν εγκατεστημένοι!
Για μια καλύττερη ζωή, γι’ αυτούς τζιαί τα παιδκιά τους,
πολλά νωρίς, στα νιάτα τους,
αφήκαν την Ασγάτα τους,
πού είχαν στην καρκιά τους!
Στόν δεύτερον παγκόσμιο, πόλεμο του σαράντα,
όταν τούς αποστράτευσαν…
Πολλοί, εμετανάστευσαν
τζιαί μείναν τζιεί για πάντα!
Πάμπολλοι ξενητεύτηκαν, εφεύκαν με τα πλοία,
συγκινημένοι σάλταρα(ν)!
Τζι’ άλλοι στης γης τα τάρταρα,
‘μείναν στα μεταλλεία!
Εφεύκασιν που το χωρκό, με μια κρυφή ελπίδα!
σύντομα να γυρίσουσιν,
μά ‘μελλε ν’ αγαπήσουσιν,
τζιαί δεύτερη πατρίδα.
Εν εν καθόλου εύκολο, να φύουν να τ’ αφήσουν,
πό’ ‘ναν αγώνα διαρκή…
Τζιαί πάλε πτού, πού την αρκή,
στην Κύπρο για να ζήσουν.
Συνεργασία άψογη, με την κοινότητα μας!
Σε μία σχέση γόνιμη,
βρίσκονται οι απόδημοι,
για την ενότητά μας!
Τωρά η δεύτερη γενιά, χαράσει του ‘ν την στράτα,
την τρίτη θα καθοδηγά…
τέτοια καλά να τα τρυγά,
στο μέλλον η Ασγάτα!
Πρεσβεύεται την Κύπρο μας, πολλά σωστά κινείστε!
Στα ήθη τζιαί τα έθιμα,
προβάλλεται τα πρόθυμα,
στην χώρα σας πού είστε.
Σας είμαστε ευγνώμονες, για τες προσπάθειές σας!
Αμερικάνων δωρητών,
τον σύλλογόν Ασγατιτών,
για τις βοήθειές σας! 
Στέλιος Σανιδκιώτης

ΑΝΝΟΙΕΙ Η ΚΑΡΚΙΆ ΦΎΛΛΑ -ΦΥΛΛΑ


Αννοίει η καρκιά φύλλα-φύλλα
τζι ο λοϊσμός σου ούλλη η χαρά
τα κακά τώρα φύαν,
η στράτα μας φκιώρα τζι η μέρα δροσιά
ρεφρέν
Στο κρασίν της αγάπης εμείς μεθυσμένοι
τραβούμεν την στράταν τζι όπου μας βκάλει
εν η αγάπη πεθυμισμένη
τζι εμεις μετά της αγκαλιασμένοι
μες στην παράδεισον της τωρά μας βάλλει
οι δκυό σε στράταν του ορομάτου
να συνομπλάσουμεν ότι αγαπούμε
σ'έναν παλάτι την καλημέρα του αγαπώ μας
νους τ άλλου να το λαλούμε.
Αννοίει καρκιά φύλλα – φύλλα
που ούλλα γράφουν για ευτυχία
νέφος κανέναν εμάς εν ισσιάζει
σαν αγαπιούμαστεν, μόνη αξία .
ρεφρέν
Στο κρασίν της αγάπης εμείς μεθυσμένοι
τραβούμεν την στράταν τζι όπου μας βκάλει
εν η αγάπη πεθυμισμένη
τζι εμεις μετά της αγκαλιασμένοι
μες στην παράδεισον της τωρά μας βάλλει

Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ


Από τον γέρο Κακουλλήν, τον γείτον τον καλόν μου,
που κάποτε στα νιάτα του, είχα τον δάσκαλον μου,
μιαν ιστορίαν άκουσα πούμεινεν στο μυαλόν μου.
Ένας λεβέντης είπεν μου, κάπου εις την Ασίαν,
ποια χώρα ήταν ακριβώς, εν έσιει σημασίαν,
παντρεύτηκεν μα δεν είσιεν, καμιάν περιουσίαν.
Τζιαι στην απελπισίαν του, στην τύχην του την μαύρη,
μέραν τζιαι νύχταν έτρων τον, της φτώσιας του το κάγρι,
τζι’ έτσι εξενιτεύτηκεν, την τύχην του για νάβρει.
Επήεν χώρες μακρινές, δουλειάν για να γυρέψει,
τζιαι η καλή του σύντροφος, μοναδική του σκέψη,
μα τότες πόσταν εν είσιεν, γράμματα να της πέψει,
Είκοσι χρόνια δούλευκεν, μακρά σε ξένους τόπους,
τζι΄έκαμεν λίρες κάμποσες, με τους πολλούς του κόπους.
τζιαι ούλοι αγαπούσαν τον, για τους καλούς του τρόπους.
Τρεις λίρες εθυσίασεν, άλογον να γοράσει,
τζιαι πέντε όπλον για τζιυνίν, στον νόμον να κρεμμάσει,
τζι’ έπιαν τα τζιαι ξεκίνησεν, στο σπίτιν του να φτάσει.
Μα στο στραφίν του έμελλεν, τα μμάδκια του να δούσιν,
τον πάνσοφον τον γέρονταν, π’άκουεν να λαλούσιν,
τζιαι πλάσματα που έρκουνταν, να τον συμβουλευτούσιν.
Έμπειν τζιαι τούτος στην σειράν, χωρίς τζιαιρόν να χάσει,
να κάτσει με τον γέρονταν, τζιαι να τον κουβεντιάσει,
μιαν συμβουλήν που νάξιζεν, πέρκι τζιαι τούτος πιάσει.
Τζιαι με τον γέρον έκατσεν, σε τζιείν την ξένην Χώραν,
τζιαι κουβεντιάζασιν μαζίν, τζι’ οι δκυο καμπόσην ώραν,
τζιαι τη ζωήν του που αρκής, του γέρου την ιστόραν.
Τζι’ άμα του είπεν γλήορα, θα πάει στην καλήν του,
ο γέρος εσηκώστηκεν, σούζει την τζιεφαλήν του,
τζιαι πολοήθην τζι’ είπεν του, τότες την συμβουλήν του.
Λαλεί του άμαν θυμοθείς, να μεν κάμεις φοέραν,
πάρε βαθκειάν αναπνοήν, ποφύσα στον αέραν,
τζιαι τον θυμόν σου φύλαξε, την δεύτερην ημέραν.
Λαλεί του τούν την συμβουλήν, καλά να την σπιάσεις,
τζιαν θυμωθείς τζιαι τ’όπλον σου, κάποιαν στιγμήν το πιάσεις,
να θυμηθείς την συμβουλήν, τζιαι να το κατεβάσεις.
Τζι’ αν πάρεις την απόφασην, πλάσμαν να θανατώσεις,
να δώκεις τόπον στον θυμόν, εφτείς να μετανώσεις,
τζιαι μείνε την επαύριον, για να τον ισκοτώσεις.
Έπιασεν τουν την συμβουλήν, πάλε καβαλλητζιέφκει,
ποσιαιρετά τον γέρονταν, τζιαι που κοντά του φεύκει,
τζιαι στης καλής του την θωρκάν, συνέχειαν κοντεύκει.
Μέρες τζιαι νύχτες προχωρά, πολλά ταλεποράται,
με πέτραν για προσιέφαλον, πολλές φορές τζιοιμάται,
ώσπου μιαν νύχταν έφτασεν, έσσω του ώσπολλάτε.
Στα σκοτεινά ξεπέζεψεν, μέσα εις την αυλήν του,
έδυσε τζιαι το άλογον, τζι’ άπλωσεν το χαλίν του,
τζιαι θα εφανερόννετουν, αύριον στην καλήν του.
Τζι’η νύχτα σαν εντύθηκεν, τα μαύρα της τα κάλλη,
νάσου τζιαι έναν άδρωπον, να μπαίννει το προσαύλι,
τζιαι η καλή του να αννεί, τζιαι έσσω να τον βάλλει.
Την άτιμην εν φίλος της, φωνάζει τζιαι θυμώννει,
τζι’εφτείς ορμά στο όπλον του, με βόλια το γεμώννει,
μ’άρτεν στον νουν η συμβουλή, τζι’αμέσως μετανώννει.
Άφηκεν την γεναίκαν του, την πόρταν να βαόσει,
τζιαι πήρεν την απόφασην, το όπλον να γεμώσει,
τζιαι να τους παίξει τζιαι τους δκυό, μόλις θα ξημερώσει.
Μ’ άμα ο ήλιος έφκεικεν, τον κόσμον να φωτήσει,
έφκειν της πόρτας του σπιδκιού, τζιαι πάει προς την βρύση,
για να νυφτεί ο άδρωπος, πού ‘θελεν να κουτσιήσει.
Τζιαι είδεν τον που έβαλεν, νερόν μες έναν κάο,
τζιαι λάλεν βάλε άμανα, μπούκκομαν για να φάω,
τζι’ ύστερα βάρμου μιαν ευτζιήν, εις την δουλειάν να πάω.
Τζι’ όπως τον εσημάδκιαζεν, εθόλωσεν το δειν του,
τζιαι σκέφτην πως ο γέροντας, με τζιν την συμβουλήν,
εγλήτωσεν τον που φονιάν, να παίξει το παιδίν του.
Αγαπητοί ακροατές, τζιαι σεις να το σκεφτείτε,
τζιαι αν σας τύχει κάποτε, πολλά να θυμοθείτε,
την συμβουλήν του γέροντα, να την αθυμηθείτε.
Χαμπής Αχνιώτης

O KAMOΣ ΜΟΥ


Αναστεναζω τζιε πονω
Τζιε σιετε ουλλη πλαση 
Τζιε ποσιεπαζω για να δω 
Πομακρα το καρπασι

,,,,,,,,,
Ητου γραφτω μου να πονω
Τζιε να σιετε η πλαση
Να ζιω εγιω στη ξενηδκια
Μακρα που το καρπασι
,,,,,,,,,
Ητου γραφτο μου για ναζιω
Μακρα που το χωρκο μου
Μα ειμουν μιτσια τζιε ενεκοβκε
Καθολου το μυαλο μου !
,,,,,,,,,,,,,,,
Χωρκο μου ομως συχωραμε
Π’ουφυα που κοντα σου
Τζιε τοσα γρονια εληψα
Που μες την αγκαλια σου
,,,,,,,,,,,,,,,
Ειμου μωρο που σ’εζησα
Τζιε εν σ’εχα χορταση
Για τουτο τζιοι αναστεναγμοι
Ταρασσουση την πλαση
,,,,,,,,,,,,
Θεε μου τζιε να ξαναξιωθηκα
Να παω στο χωρκο μου
Τζιε να ξαναζησω ησυχα
Στο σπιτι των γονιων μου
,,,,,,,,,,,,
Θωροτο μες τον υπνο μου
Ξυπνω τζιε συλλοουμε
Ηντα πουν τουντο ορομα
Παλε τζιε εν τζιημουμε?
,,,,,,,,,,,,,,,,
Ππεφτω την νυχτα τζιε εν καμμω
Που τον πολλη καμο μου
Τζιε τον θεο παρακαλω
Να παω στο χωρκο μου !
,,,,,,,,,,,
Να καχαριση ο πλαστης μου
Ουλλα που το μυαλο μου
Αμμα να φυου ουλλοι τους
Οι σιυλλοι που το χωρκο μου ?
,,,,,,,,,,,
Να μεν αφηση ουτε ενα
Για να τον αντικρησω
Τζιε να με πιαση εγκεφαλικο
Τζιε εφτης να ξεψυσιησω
,,,,,,,,,,,
Τουτα ζητω που τον θεο
Εν θελω τιποτε αλλο
Να δω την Κυπρον ελευθερη
Τζιε τοτε ας πεθανω 

,,,,,,,,,
Μαρινα Τ ακκιδη [Καπετανου ]

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ


Ο Δον Κιχώτης
δεν υπήρξε ποτέ
Ήτανε μόνο
η ψιλόλιγνη σκιά
του Σάντσο Πάντσα
"Ανάδρομα", Αγγέλα Καϊμακλιώτη

[Ο ήλιος δύει] / Λαμπής Γιάννος

Ο ήλιος δύει
Οι αναμνήσεις ξυπνούν
Οι απουσίες παρούσες
Κι αυτό το βράδυ σκοτώνουν



Λαμπής Γιάννος

ΠΛΑΝΗ του Νίκου Πενταρά

του Νίκου Πενταρά 


Το Φως
απόψε ξαγρυπνά στην έπαλξη του κουρσεµένου κάστρου
κι ανατριχιάζει βλέποντας 
τ’ αποκεφαλισµένα από την πλάνα νύχτα στάχια
που κείτονται στον κάμπο ανάσκελα
µε τα χρυσά κεφάλiα τους στο πλάι .
Όλοι κατάλαβαν το µέγεθος της πλάνης
εκ των υστέρων όµως, δυστυχώς,
γιατί τα στάχια - καθώς είπαν -
ήταν της έκτης χιλιετίας προ Χριστού.
Προ της Σφαγής
ουδείς εκ των πεπλανηµένων
ενδιαφέρτηκε ποτέ την ιστορία τους να µελετήσει
ουδείς ποτέ προσπάθησε την πλάνα νύχτα ν' αφοπλίσει.
Το Φως
πικρογελά και το ξανθό κεφάλι του κουνά µ' απελπισία
σαν αντικρίζει τους πεπλανηµένους
που τώρα δήλωσαν νεκροφρουροί
και ρήτορες επικηδείων λόγων
χωρίς το Φως στην έπαλξη να λογαριάζουν
χωρίς να προσδοκούν ανάσταση νεκρών
κι έτσι πλανιούνται πάλι ...
Γοργόφτερο πουλί πετά και χάνεται
στην έπαλξη του κουρσεµένου Κάστρου
και πάλι ξαναφαίνεται µε κεραυνού κλωνί στο ράµφος.
Στο πέταγµά του ανάβουν πυρκαγιές
ο κάµπος όλος καίγεται µεµιάς
µαζί µε τους πεπλανηµένοuς
και µε τα στάχια τα νεκρά
.

(από την ποιητική  συλλογή «Φως εκ Φωτός», 1994)

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2015

Γιάννης Παπαδόπουλος (βιογραφικά στοιχεία)

Ο Γιάννης Παπαδόπουλος (Κάιρο, 1928 - Λεμεσός, 1997) σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1952), ενώ μετεκπαιδεύτηκε αργότερα στη βιβλιοθηκονομία στο Λονδίνο (1959-1960) και στην ψυχολογία στη Ν. Υόρκη (1965). Υπηρέτησε στη Μέση Εκπαίδευση.  Ποιήματα του δημοσιεύτηκαν σε διάφορα λογοτεχνικά έντυπα τόσο της Ελλάδας όσο και της Κύπρου. 

Ποιητικό έργο: 
  • Τότε που πολεμούσαμε, 1963
  • Συλλογή, 1966

Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

«Στα χνάρια του Αποστόλου Βαρνάβα»


«Αυτή είναι η πόλη μου, η Αμμόχωστός μου. 
Τη θέλω πίσω. Δεν τους την χαρίζω… » Όλγα Χριστοδουλίδου


Γράφει η
Στρατούλα Τραμουντάνη- Γκόγκα
Δημοσιογράφος-Σύμβουλος Επικοινωνίας



Με τα λόγια αυτά τελείωσε την ξενάγησή της η Γραμματέας του Συνδέσμου Γυναικών Αμμοχώστου Λάρνακας κυρία Όλγα Χρυστοδουλίδου. 
11 Ιουνίου 2015.
Σαράντα ένα (41) χρόνια μετά την Τουρκική Εισβολή, με αφορμή την 100η επέτειο εγκαινίων του καθολικού της Ιεράς Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αποστόλου Βαρνάβα, γιορτή της μνήμης του Αποστόλου Βαρνάβα, άνθρωποι κάθε ηλικίας από όλα τα μέρη της Κύπρου, μετέβησαν στο ομώνυμο Μοναστήρι προκειμένου να αποδώσουν τις δέουσες τιμές στον ιδρυτή της Εκκλησίας της Κύπρου. 
Εγώ και ο σύζηγός μου, αποδεχόμενοι την πρόσκληση της Προέδρου του Συνδέσμου κυρίας Τούλα Χριστοδουλίδου… ξεκινήσαμε παρέα το ταξίδι μας!!!
Στο σύνολό μας, άτομα κάθε ηλικίας. Άλλοι βασανισμένοι από την μοίρα της προσφυγιάς, από τις μνήμες που δεν λένε να καταλαγιάσουν την ψυχή που ζητά να λυτρωθεί, να ξαποστάσει να ξαναγυρίσει πίσω στους δρόμους και τις μεθυστικές από αρώματα αυλές της τουρκοκρατούμενης πόλης κι άλλοι… απλά οι άλλοι!!! Όλοι εμείς που δεν γεννηθήκαμε εδώ αλλά αγαπήσαμε αυτόν τον τόπο. Όλοι εμείς που διψάσαμε να μάθουμε για την ιστορία του, που κάναμε τάμα την ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ, όλοι εμείς που νιώσαμε τον πόνο ενός ολόκληρου έθνους να θυσιάζεται στο βωμό συμφερόντων. Όλοι εμείς που υποκλιθήκαμε στην προσφυγιά και στον πόνο του αποχαιρετισμού!!!

Στο σημείο συνάντησης στη Λάρνακα, από τη μια απαριθμούσες χαρούμενα πρόσωπα, ένδειξη ικανοποίησης για την ολιγόωρη επιστροφή στα πάτρια εδάφη και από την άλλη πρόσωπα σκυθρωπά γεμάτα πόνο και λύπη, γιατί αυτός ο νόστος δεν θα διαρκούσε παρά λίγο, ίσαμε να χορτάσει το μάτι κι ύστερα να γιομίσει με δάκρυα, να πλημυρίσει και να πνίξει μέσα στα βάθη της καρδιάς ότι αγάπησε. Χώμα, Νερό, Ουρανό!!! Και μια προσευχή!!! Ναι και μια ευχή!!! ΝΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ ΠΑΛΙ ΠΙΣΩ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ!!!
Το «καραβάνι» μας αποτελούμενο από δύο γεμάτα λεωφορεία, πέρασε την Ορόκλινη, κινήθηκε στους δρόμους της ελεύθερης Αμμοχώστου, πέρασε δίπλα από τη Κοινότητα της Άχνας που εγκαταλειμμένη και έρημη θόλωσε τα μάτια, μέχρι να φτάσει στο Οδόφραγμα. Εκεί και μέχρι να ολοκληρωθούν οι καθιερωμένες πλέον τυπικές διαδικασίες από τους τελωνειακούς υπαλλήλους του ψευδοκράτους, είχαμε τη δυνατότητα να ενημερωθούμε από τα χείλη της Όλγας για τον Απόστολο Βαρνάβα. 
«Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Βαρνάβας γεννήθηκε στην Μεγαλόνησο τον 1ο μ.Χ. αιώνα και θεωρείται ο ιδρυτής και θεμελιωτής της Εκκλησίας της Κύπρου. Στο μέρος, όπου βρέθηκε το λείψανο του Αποστόλου Βαρνάβα, κοντά στη πόλη της Σαλαμίνας, κτίστηκε το μοναστήρι αφιερωμένο στον Απόστολο και ιδρυτή της Εκκλησίας της Κύπρο».

Εν τω μεταξύ ο έλεγχος των ταυτοτήτων και των διαβατηρίων είχε ολοκληρωθεί και μπήκαμε στην σκλαβωμένη, τουρκοκρατούμενη περιοχή της Αμμοχώστου. Αυθόρμητα, άρχισαν οι μνήμες να ξετυλίγονται σαν κουβάρι ανέμης. Όλοι προσπαθούσανε να θυμηθούνε ονόματα οδών, καταστημάτων, πλατειών.
«Να εδώ μαζευόμασταν και παίζαμε…» ακούστηκε να λέει κάποια συνοδοιπόρος. «… και ο δρόμος αυτός πρέπει να ήταν η οδός Μαραθώνος» συμπλήρωσε κάποιος άλλος.
Τα μάτια καρφωμένα στις εικόνες που εναλλάσονταν έξω από το λεωφορείο. Λες και όλοι έψαχναν να δούνε μέσα στο πολύχρωμο σκηνικό, τους μικρούς τους εαυτούς, τα παιδικά τους όνειρα που κάρπισαν μακριά από τη γεννέτηρά τους, να μυρίσουνε ότι χάθηκε, αναζητώντας τις οσμές στο αεράκι της Αμμοχώστου, του Βαρωσίου, της Σαλαμίνας. Έξω όμως… σκηνικό ανάπτυξης, με ξενοδοχεία, πολυτελή καταστήματα, σύγχρονο πανεπιστήμιο, προάστια και ένας τόπος να σφύζει από ζωή πάνω στις χαμένες ζωές κάποιων άλλων.

Δεν πέρασε ούτε μία ώρα και το Μοναστήρι του Απόστολου Βαρνάβα, φάνηκε στον ορίζοντα. Χτισμένο σε μια επίπεδη περιοχή, ανάμεσα στα χωριά Έγκωμη, Άγιος Σέργιος, Λιμνιά και Στύλλοι, περίπου ένα χιλιόμετρο από την ιστορική Σαλαμίνα, φαντάζει ως προπύργιο Χριστιανοσύνης. Η Λειτουργία για τον εορτασμό της μνήμης του Αγίου είχε ήδη αρχίσει. Κατευθυνθήκαμε με ενθουσιασμό προς την είσοδο, που είχε κλείσει ασφυκτικά από το πλήθος των προσκυνητών. Τούρκοι αστυνομικοί επέβλεπαν διακριτικά την είσοδο και έξοδο των πιστών, ενώ στο προαύλιο χώρο ελάχιστοι πλανόδιοι διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους. Κυρίως ξηρούς καρπούς, είδη χειροτεχνίας και οικιακής χρήσης.
Εκεί ακούγονταν από τα χείλη προσφύγων ότι «… το μοναστήρι αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα της Κύπρου. Μετά την Τουρκική κατοχή, λειτουργεί ως μουσείο εικόνων. Οι τουρκικές αρχές το διατηρούν σε σχετικά καλή κατάσταση, αφού αποτελεί και σημαντικό τουριστικό σημείο, πόλο έλξης των χριστιανών. Σήμερα η εξορισμένη αδελφότητα της Μονής φιλοξενείτε προσωρινά στο Μετόχι της Ιεράς Μονής Κύκκου. Αποτελείτε από τον Ηγούμενο Γέροντα Γαβριήλ και τον Ιερομόναχο πατέρα Χρίστο».
Κόσμος πολύς. Φορτισμένη συναισθηματικά ατμόσφαιρα. Οι πιστοί με τα κεράκια στο χέρι εισέρχονταν στον κυρίως ναό όπου τελούνταν η δοξολογία για να ασπαστούν τον Απόστολο. «Ήσυχες φωνές», φασαρία, αναμονή!!! Ορισμένοι δεν αντέχουν, κάνουν αναστροφή και κατευθύνονται προς τον τάφο του Απόστολου Βαρνάβα, εκατό μέτρα περίπου από το Μοναστήρι. 
Ρωτώ ένα πλανόδιο εάν επισκέπτεται συχνά το Μοναστήρι για να πουλάει τη πραμάτεια του. « Όταν γίνονται λειτουργίες γεμίζει από Κύπριους και ξένους. Τώρα μάλιστα που η περιοχή έγινε οικόπεδα θα γεμίσει ο τόπος από ξενοδοχεία και πολυτελή σπίτια». Μια ματιά τριγύρω επιβεβαίωνε τα λόγια του.

Κινούμαστε αργά, κανείς δεν μας βιάζει, ο χρόνος κυλάει αντάμα με τα βήματά μας. Κατευθυνόμαστε προς τον τάφο του Απόστολου Βαρνάβα. Δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας λαξευτός μέσα σε πέτρα, τάφος της ρωμαϊκής περιόδου. Με την βοήθεια μιας σκάλας κατεβήκαμε τα επικίνδυνα κάθετα σκαλοπάτια και βρεθήκαμε μέσα στον τάφο. Πληροφορίες λένε ότι είχε ανοιχτεί πηγή για να λαμβάνουν οι προσκυνητές αγίασμα. Εμείς τουλάχιστον εκεί δεν είδαμε κάτι τέτοιο. Όλος ο χώρος όμως, απόπνεε μια θρησκευτική μεγαλοπρέπεια. 
Είχανε περάσει ήδη τρεις ώρες από τη στιγμή που ξεκινήσαμε. Πήραμε το αντίδωρο στο χέρι, ασπαστήκαμε γνωστούς και φίλους που συναντήσαμε εκεί και δώσαμε πάλι υπόσχεση για του χρόνου. Ανεβήκαμε στα λεωφορεία ιδιαίτερα συγκινημένοι. Μια μικρή στάση στη παραλία της Σαλαμίνας, καταγάλανα νερά απλώνονταν μπροστά μας, ένας καφές που γέμιζε πικράδα τα ήδη πικρά χείλη, ένα απαλό αεράκι που θύμιζε Ελλάδα, Κύπρο και προπολεμική, προκατοχική ατμόσφαιρα, ήταν και πάλι η αφορμή να ανοίξουν συζητήσεις για «… να θυμούνται οι μεγαλύτεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι».
Λες και τίποτα δεν έχει αλλάξει, μα όλα είναι διαφορετικά. Όλα είναι ξένα!!!
«41 χρόνια…» μου λέει χαρακτηριστικά η κυρία Κατερίνα Φ. Η φωνή της έχει ένα περίεργο τρέμουλο και ένα κρότο σαν ήχο από μια μικρή σφαίρα όπλου που διαπερνά τη μνήμη και χαράζει ξανά τις φρικτές εικόνες της εισβολής. Ξανά και ξανά. «41 χρόνια, πίκρα και πόνος. Γιατί να συμβεί; Θέλω να έρθω πίσω. Η ψυχή μου είναι εδώ».
Πώς να ηρεμήσεις αυτή τη ψυχή, πώς να την καθαγιάσεις, πρόσφυγας στην ίδια της την πατρίδα, μια ανάσα δρόμος κι ύστερα ανάσα και πάλι ανάσα, μέχρι να πέσει το δάκρυ στη γη και να σκουπιστεί με το μαντήλι του αποχωρισμού.

«Θα επισκεφτούμε τώρα την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Εξορινού , την πόλη της Αμμοχώστου» ακούστηκε να λέει η Όλγα. «Η ιερή εικόνα του Αγίου Νικολάου που θα δείτε εντός του Ναού, είναι δωρεά του Συλλόγου μας» συμπλήρωσε σεμνά. Καθώς κυλούσε το λεωφορείο ανάμεσα στους δρόμους της πόλης, μια αδιόρατη σιωπή πλάκωσε το εσωτερικό του. Μάτια παγωμένα, στόματα μουδιασμένα, μέχρι ότου ξανά η ελπίδα της επιστροφής να πάρει τη σκυτάλη και να αρχίσουν οι λέξεις να τρέχουν σαν νερό και να πλημυρρίζουν το χώρο. Τα λόγια τους σου έδιναν την εντύπωση, ότι δεν είχαν φύγει ποτέ, ότι εάν τους έδινες την ευκαιρία, θα γύριζαν το χρόνο πίσω και θα έστηναν τη ζωή τους από εκεί που σταμάτησε, από την αποφράδα εκείνη μέρα, που όπως – όπως άφησαν τα υποστατικά τους και κίνησαν για… αλλού!!!
Στο τραπέζι γεμάτα τα πιάτα για το μεσημεριανό, οι γάτες στις αυλές τρομαγμένες, ο κόσμος ανάστατος στα μονοπάτια προς δυσμάς, η ελπίδα γαντζωμένη σ΄ έναν άνεμο που δεν έλεγε να κοπάσει.

Μέσα σε ένα προαύλιο ήταν χτισμένη η Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Εξορινού, άλλοτε γνωστή ως εκκλησία των Νεστοριανών. « Χτίστηκε το 1359 και ως κτήτορας αναφέρεται ο Φράνσις Λάχνας, έμπορας στο επάγγελμα, το 1905, όταν ο ελληνοκύπριος Μιχαλάκης Λοϊζίδης ζήτησε από τον Άγγλο Κυβερνήτη King- Harman να μετατρέψει το κτίριο, μόνιμα, σε εκκλησία».
Μπήκαμε μέσα στην Εκκλησία. Η μυρωδιά της, μια μυρωδιά εγκατάλειψης και συννάμμα επιβλητικότητας. Το σύνολο των τοιχωμάτων της χωρίς αγιογραφίες, αφού τόσο ο χρόνος όσο και η αγριότητα των εισβολέων ήταν καταλύτες στην εξαφάνισή τους.
Δεν καθίσαμε πολύ. Ίσα – ίσα να ανάψουμε ένα κερί, να δηλώσουμε την παρουσία μας και να αφήσουμε μια ευχή στον υγρό της αέρα. Ίσα- ίσα να αγγίξουμε με τα χέρια μας, ότι απόμεινε από τις εικόνες των αγίων μας, ότι μπορεί να μας θυμίσει κάποιο κομμάτι από το παζλ που αφήσαμε ατελείωτο σαρανταένα χρόνια τώρα.
«Νομίζω ότι ζω ένα όνειρο. Αγώνας για την επιστροφή. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι αισθάνομαι ένα διαρκή θυμό. Μιλώ των παιδιού μου συνέχεια. Όμως και να γυρίσουμε πίσω, τίποτα μα τίποτα δεν θάναι όπως και πρώτα» μου λέει ο κύριος Βασίλης σκουπίζοντας ένα κρυφό δάκρυ, που άθελά του κύλησε στο ρυτιδωμένο του πρόσωπο.
Τα δύο λεωφορεία με τους προσκυνητές να φέρουν βαριά την εικόνα της προσφυγιάς στη ζωή τους, περνούσαν μέσα από τους ασφαλτοστρωμένους δρόμους της Αμμοχώστου. Όλοι είχαν να θυμηθούν και κάτι. Τραγικές φιγούρες εκείνοι που είχαν τη δυνατότητα να αντικρύσουν μισό αιώνα μετά τα σπίτια τους να κατοικούνται από κάποιους άλλους. Έποικους, εισβολείς, δεν γνωρίζανε, από κάποιους άλλους όμως.
«Να! εκεί ήταν το σπίτι μου, να εκεί το σχολείο μας, εκεί το κουρείο του κυρ Ανδρέα, εκεί, εκεί…». Αστυνομικοί Σταθμοί, Σχολεία, Εκκλησίες, Πυροσβεστική Υπηρεσία, Μουσείο, όλα είχαν τη δύναμη να φέρνουν τις θύμησες τόσο γρήγορα που δεν προλάβαινες να ακούς τις ιστορίες τους, ιστορίες καθημερινότητας ποτισμένες με αγάπη, περικυκλωμένες από μυστήριο και τώρα να καταντούν ιστορίες θρύλων, όπως και η ιστορία της αγαπημένης τους πόλης, της Αμμοχώστου!!! 
Μην ξεχνάμε ότι έχει λεχτεί πως η Αμμόχωστος « είναι η πλουσιότερη όλων των πόλεων και οι πολίτες της οι πλουσιότεροι των ανθρώπων».

Γλιστρήσαμε ανάμεσα στο σωζόμενο φρούριο της Αμμοχώστου, γνωστότερο με την ονομασία «Πύργος του Οθέλλου». Είδαμε τα ισχυρότατα Μεσαιωνικά Τείχη της πόλης και τα ερείπια πολλών άλλων μνημείων. Τις ερημωμένες παραλίες και τα συρματοπλέγματα που χωρίζουν το σώμα από τη ψυχή μας!!!
Ο κύριος Ανδρέας Γ. από την Λάρνακα και η κυρία Ανδρούλα Γ. από το Κίτι, αδέρφια, με το χαμόγελο στα χείλη μου ψυθιρίζουν: « Αισθανόμαστε χαρά και λύπη. Φύγαμε το 1960 για Αγγλία. Τώρα όλα είναι παραμελημένα. Τίποτα δεν είναι όπως πριν. Καλύτερα βέβαια να βρεθεί μια λύση».
Και συμπληρώνει ο κύριος Γιώργος: «Είχα πει δεν θα ξανάρθω. Και 120 χρόνια να περάσουν δεν θα έρθω ξανά. Μπορείς όμως, δεν μπορείς. Νιώθω αγανάκτηση, πότε- πότε πονάω πολύ. Τα παιδιά μου μου το έχουνε πει, δεν θέλουνε να έρθουνε ποτέ εδώ».

Ούτε που καταλάβαμε πως φτάσαμε και πάλι πίσω στο οδόφραγμα. Και πάλι ο έλεγχος και πάλι μια πικρία να ελέγχεσαι στο ίδιο σου τον τόπο. Κάποιες φωνές ακούστηκαν «δεν τους την χαρίζουμε», κάποιες επικρότησαν. Κάποια μάτια συνέχιζαν να είναι βουρκωμένα. Δάκρυα στόλιζαν την ελπίδα. Την ελπίδα της επιστροφής! Έτσι λένε και έτσι το έχουν σίγουρο. «Οι περισσότεροι μπορεί να μην ζούνε, μα ο πόθος αυτός ο άσβεστος πόθος είναι μέσα στην καρδιά όλων μας. Στην καρδιά των κατοίκων της Αμμοχώστου!!!»
ΑΠΟΣΤΟΛΕ ΒΑΡΝΑΒΑ, ΚΑΝΕ ΤΗΝ ΕΠΛΙΔΑ ΘΑΥΜΑ!!! ΚΙ ΕΜΕΙΣ… ΘΑ ΠΕΡΠΑΤΗΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΣΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΧΑΡΗ ΣΟΥ!!!
Ευχαριστώ το Σύλλογο Γυναικών Αμμοχώστου στη Λάρνακα, για το υπέροχο ταξίδι και τη φιλοξενία στο προσκύνημά μας στον Απόστολο Βαρνάβα!!! 
Ευχαριστώ όλους όσοι άνοιξαν την καρδιά τους και μοιράστηκαν συναισθήματα και αναμνήσεις στο Οδοιπορικό που καταγράψαμε!!!
"Το μέγα κλέος της Κύπρου, της Οικουμένης τον κήρυκα...
πάντες συνελθόντες σεπτώς οι πιστοί, τον Βαρνάβαν άσμασι στέψωμεν,
πρεσβεύει γαρ Κυρίω, ελεηθήναι τάς ψυχάς ημών".

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

Ποιητικη Βραδια - αφιέρωμα στην ποίηση του κύπριου εθνομάρτυρα Ευαγόρα Παλληκαρίδη με το Φωνητικό Σύνολο του Πολιτιστικού Ομίλου «Διάσταση»

Εισηγητής: Παντελής Βουτουρής Τραγούδι: Κώστας Χατζηχριστοδούλου Απαγγελίες: Μάριος Παπαδόπουλος, Ανδρέας Μελέκης Πιάνο: Βάσος Αργυρίδης. Οι ποιητικές βραδιές, μέσα στα πλαίσια του Φεστιβάλ Λάρνακας, δίνουν το ξεχωριστό δικό τους στίγμα, προσφέροντας την ευκαιρία στους φίλους του είδους να αφεθούν στην απόλαυση της λογοτεχνικής πλοκής των ρημάτων του δημιουργού. Ο Δήμος Λάρνακας επέλεξε φέτος να παρουσιάσει το έργο ενός ξεχωριστού ανθρώπου, που το πολύ σύντομο διάβα του από τη ζωή, σφράγισε τα πολιτικο-κοινωνικά δρώμενα, τόσο του στενού χώρου του νησιού μας, όσο και του ευρύτερου Ελληνισμού γενικότερα. Μας προσέφερε με τη θυσία του ό,τι καλύτερο μπορεί να προσφέρει κάποιος στην πατρίδα του. Μάς δώρισε το πρότυπο του νέου, μάς άφησε τον ποιητή, μάς κληροδότησε τον ήρωα. Έγινε με τη θυσία του ο ίδιος τάμα και νάμα για τις επόμενες γενεές ενός ολάκερου Έθνους. Με τα ποιήματά του μας έκανε συγκοινωνούς των εθνικών του ανησυχιών και οραμάτων. Γεννήθηκε στην Τσάδα της Πάφου στις 27 Φεβρουαρίου 1938 και 18 μόλις χρόνια αργότερα συλλαμβάνεται, ως μέλος της νεολαίας της Ε.Ο.Κ.Α. με την κατηγορία ότι συμμετείχε σε πορεία. Αργότερα συλλαμβάνεται εκ νέου με την κατηγορία ότι κατείχε και διακινούσε παράνομα οπλισμό. Δικάζεται σε μια δίκη παρωδία και καταδικάζεται σε απαγχονισμό. Ο ίδιος δηλώνει στο τελευταίο γράμμα του: «Θ’ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ‘ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το καθετί. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα, τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.»Τα μεσάνυχτα της 13ης προς 14ης Μαρτίου 1957, απαγγέλλοντας τον Εθνικό Ύμνο, ανεβαίνει τα σκαλοπάτια του ικριώματος, η αγχόνη του οποίου σε λίγα λεπτά τον παρέδωσε στην αθανασία.

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2015

[Τίτλοι έργων] του Νίκου Πενταρά

Τίτλοι έργων
λογοτεχνικών
θεατρικών
κινηματογραφικών
τίτλοι εφημερίδων
και περιοδικών
τίτλοι τιμής
τίτλοι και υπότιτλοι
στην τρισδιάστατη οθόνη
της μοναξιάς
μα τίτλοι τέλους
πουθενά.

Κυριακή 5 Ιουλίου 2015

Πενήντα παρά μία ανατροπές (απόσπασμα)

Εκείνη τη μέρα

Εκείνη τη μέρα
ο σαλπιγκτής θα καταθέσει τη σάλπιγγά του
ο  πυροσβέστης την αντλία του
η  καλόγρια το ράσο της
ο  πιανίστας τις νότες του
ο  Ρόμπιν Χουντ το τόξο του
ο Ηρακλής το ρόπαλό του
η ξαδέρφη του τα κοτσιδάκια της
ο γιατρός το νυστέρι του
και εγώ τη δεξιά κοιλία της καρδιάς μου.
Εκείνη τη μέρα.

Μόνα Λίζα
(18/12/2005 είδηση από εφημερίδα)

Ωραία, λοιπόν,
οι επιστήμονες αποκρυπτογράφησαν
το αινιγματικό χαμόγελό της:
83% ευτυχία, 9% υπεροψία,
6% φόβος και 2% οργή.
Το δάκρυ της για τον Λεονάρντο
πως δεν το είδαν;

Ελπίδα

Σου είπα
η ελπίδα πεθαίνει
πάντα τελευταία
και εσύ μου είπες
το θέμα είναι
να μην πεθαίνει ποτέ.

Οι κανόνες

Οι κανόνες του παιχνιδιού
είναι οριζόντιοι,
κάθετοι και διαγώνιοι.
Ο έρωτας
είναι όλα τούτα μαζί.
Ίσως, όμως, και κανένα.