Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ / Νικολαΐδης Παναγιώτης



Άμα το αίμα
άμα στερέψει το ψωμί
εμένα η νύχτα μου
Γιατί ’ναι νύχτα
δεν θωρείς
πως κάνουν ζάπινγκ
στο μέλλον μας
κι εμείς ξυπνάμε
φοβισμένοι
στο χιόνι
Άμα το αίμα
άμα στερέψει το ψωμί
εμένα η νύχτα μου
Γιατί ’ναι νύχτα
δεν θωρείς
Περνώ τα σύνορα
της ποίησης
και ζώνω με εκρηκτικά
τις λέξεις


το ποίημα το διαβάσαμε στο σύνδεσμο: http://www.chronosmag.eu/index.php/g-s-sps-l-p-16.html

[Όταν αγάπη αρχίζει] / Νικολαΐδης Παναγιώτης

Όταν αγάπη αρχίζει
ανοίγει βάραθρο λευκό
Ξεμανταλώνει φως χρυσό
σε νυχτωμένο κήπο
Όταν αγάπη τελειώνει
ξεπλένει το αίμα βιαστικά
Μπαλώνει χάδια χρώματα φτερά
σε πεθαμένο σώμα
Όταν αγάπη πέσει στο κενό
δέντρο που έχασε το φως
αντίλαλος στο χρόνο

[Όσο και να τεντώνω] / Νικολαΐδης Παναγιώτης

Όσο και να τεντώνω
δέρμα του καιρού
βαθαίνουν στο σώμα οι ρωγμές
φλέβες στεγνώνουν
Όσο και να λυγίζω
κόκκοι θανάτου
διαστέλλουν την όραση
Κι όμως αόρατη χορδή
ρυθμός ζεστός
βαθιά μές στο σηκώτι
Είναι που σε περίμενα στα χείλη
να μάθω πάλι το νερό
Είναι που σε περίμενα στοφως
Κρυφός σφιγμός
στα δάχτυλα του χρόνου

Οινοποίηση (μικρό απόσπασμα) / Νικολαΐδης Παναγιώτης


Φτωχέ μου στίχε
Εν θα γίνεις ποττέ σου
Μαραθεύτικον. (σελ. 17) 

Έναν ποίημα
 Έμεινεν στο συρτάριν
 Τζι εγίνην κρασί. (σελ. 18)  

Δουλεύκω λευκόν
 Πιστεύκω στο κότσινον
Είμαι ποιητής. (Σελ: 22)

    Είντα ‘ν’ που θέλεις;
Με πίννεις με δκιαβάζεις
 Ππέσε τζοιμήθου. (σελ. 27)  

Ο,τι τζι’ αν πούσιν
Εσού πάντα να ξέρεις
Είμαι σταφύλιν. (σελ. 39) 

Σκαλοπάτια: επίλογος, στάσιμο, πρόλογος και κύκλος φαύλος

το Δ΄ μέρος της Ποιητικής Συλλογής : Στιγμές Αλκυονίδες 

της Αγγέλας Καιμακλιώτη 


Εγώ: Πορεύομαι από χθες δίχως στάση. Τις παύσεις αποφεύγω, τα διάκενα, τα ενδιάμεσα. Υπάρχω εν πορεία, διατελώ εν ενεργεία, εν οδώ. Αν τολμήσω μιαν ανάσα, αν σταματήσω, τα σκαλοπάτια θα με κατεβάσουν ή θα με ανεβάσουν σε παράδεισο ή κόλαση. Θα  μ' οδηγήσουν σε πορείες κυλιόμενες, σκάλες πτυσσόμενες, σε λαβυρίνθους ηδυπάθειας. Ζητώ επιλογή: Σ' έναν παράδεισο αν θέλω να κατέβω -ποιος αποκάλεσε την κάθοδο αμαρτία;

Εσύ: Υπάρχεις και άρχεις και αργείς και καταργείς και καταργείσαι. Είναι μια μικρή πλαγιά χιονισμένη. Εσύ την επινόησες. Απ' το τσιμέντο ξεπροβάλλουν γιασεμιά και γαρδένιες. Με περιμένεις εκεί στη μέση της σκάλας. Η σιωπή προσθέτει σκαλοπάτια στον αέρα που δονείται εκκωφαντικά. Η κάθοδος μεγαλώνει, η άνοδος μεγαλώνει. Η είσοδος, η έξοδος, η οδός. Όλα μαζί συνονθύλευμα. Αφετηρία και τέρμα και διαδρομή. Απλώνεις το χέρι με οδηγείς. Πού; Αγνοείς. Αγνοείς κι αγνοείσαι.

Εμείς: Κρατάμε σφικτά ο ένας τον άλλο στη μέση της σκάλας . Χαμένοι δεσμώτες. Ηλεκτροφόρα καλώδια γαρδένιας και γιασεμιών μας τυλίγουν. Ηλεκτρικές εκκενώσεις ανθοφορούν στις καρδιές μας. Ανεβαίνουμε. Ανεβαίνουν μαζί μας οι μικρές κόκκινες ανάσες. Κατεβαίνουμε. Οι γαρδένιες κατεβαίνουν μαζί μας. Δίπλα το ασανσέρ χρονοβαγόνι χωρίς χάρτη πορείας. Ένα - Μηδέν - Υπό το μηδέν – Στάση.

Είναι μια μικρή χιονισμένη πλαγιά. Εσύ την επινόησες.
Εκεί παγώσαμε το χρόνο στα σκαλοπάτια.




Ελεύθερη πτήση


Το φιλί
χέρια φτερά
ελεύθερη πτήση
Η αγάπη
αγγέλων οδός
ψυχών χορός
Τα σώματα ανάδυση
στον ουρανό
κατάδυση στο γαλανό
Ελεύθερη πτώση
Κράτα με
Σε κρατώ
Σήκωσέ με ψηλά
Πιο ψηλά
Μαζί σου
Πετώ

 ***

Έκπτωτος Άγγελος


Εκεί στην άκρη τ' ουρανού
αραιωμένη ύπαρξη
μέσα στο σύννεφο
γκρίζος
μετέωρος
βρόχινος
διψασμένος
Το χέρι γαντζωμένο στον Ήλιο
Η  ψυχή βυθισμένη στη θάλασσα
Εκεί  κι εδώ
Έκπτωτος Άγγελος
Ούτ' εκεί ούτ' εδώ
Έκπτωτος  Ξένος
Υποψία φτερών ελαφραίνει
τους ώμους σου
Υποψία καρδιάς βαραίνει
το στήθος σου
Έκπτωτος   Άγγελος
Εσύ
Εσύ μου

Έχω φυλάξει τα φτερά μας

 **8

Εποχές


Κι ύστερα οι εποχές εναλλάσσονταν τυχαία
Άνοιξη φθινόπωρο χειμώνας
φθινόπωρο,  φθινόπωρο
Το καλοκαίρι θνησιγενές και αγνοούμενο
στο περιθώριο της ζωής μας πεταμένο
με στρώματα δειλίας σκεπασμένο
περίμενε της κρίσεως  την ώρα

Κι εσύ κρατούσες στο χέρι τα βιβλία και μου ' λεγες
για τη δροσιά του νοτισμένου χώματος
τη ζεστασιά του διχασμένου σώματος

Έπειτα η αγάπη ακατάσχετα φυλλορροούσε
Ο έρως ο αειθαλής κιτρίνιζε κι αιμορραγούσε
κι ενώ συνέβαινε  η άνοιξη για αιώνες
μας βρήκε το φθινόπωρο μοναχικούς θαμώνες

Φόρεσε η καρδιά διπλό πουκάμισο
χάλασαν οι καιροί στο ενδιάμεσο
Μια ελπίδα φόνισσα, λευκό μαχαίρι
με χιόνι σκότωσε το καλοκαίρι

 ***

Μελαγχολία


Άχρωμη  και πικρή
πολύχρωμες αλήθειες συνοδεύει
βουβή κι ανέκφραστη ερινύα
η μελαγχολία

Μουντζούρες επιτήδειες
Ακρωτηριασμοί των αισθήσεων
Άχρωμη αύρα ουδέτερη
Μνήμη αιχμηρή

Κι εσύ στο μαύρο και στο κόκκινο ανάμεσα
κάτω από κείνη την τεράστια πανσέληνο
μετέωρος στον ίλιγγο
μιας  μονόχρωμης πολυχρωμίας

Έπειτα υποχωρούν τα χρώματα
εξαφανίζονται τα ονόματα
Άχρωμη νηνεμία
Ουσίας  απουσία
Μελαγχολία

***

Ανάκριση


Μιαν αύρα
μια γαλήνη αναπολώ
ίσως ανάμνηση ή όνειρο
Σίγουρα για να πω δεν ξέρω
Μα ρίγος νιώθω
όταν τα μάτια σου
το σώμα μου ανακρίνουν
δίχως οίκτο

Φαντάσου να φαινόταν κι η ψυχή μου

 ***

Ζήτημα προτεραιοτήτων


Να μου το 'λεγες
έστω μία φορά καθαρά
Δίχως εκείνο
το ληξιπρόθεσμο
το ατελέσφορο
το ανέξοδο άλλοθι
του "θέλω, αλλά δεν μπορώ"

Να μου το 'λεγες
έστω μία φορά καθαρά
Δίχως εκείνο
το μίζερο
το αψυχολόγητο
το απροσδιόριστο κάτεργο
του "θέλω, αλλά δεν μπορώ"

Να μου το 'λεγες
έστω μία φορά καθαρά
Να σου πω κι εγώ
πως "μπορώ, όμως δε θέλω πια"

 ***

Ονειροπληξία


Να αποφεύγεται καλύτερα
η γείωση ονείρων
εν μέσω βροχής
και καταιγίδων
Εξαιρετικά επικίνδυνο
εγχείρημα
Αλεξικέραυνα είναι τα όνειρα
μόνο των καλοκαιρινών διαδρομών


***

Πιθανότητες


Ανάμεσα στο πιθανό
και το απίθανο
πιθανολογείται ο έρωτας
άπειρες
οι πιθανότητες λάθους
καθώς στη θεωρία
των παιγνίων
οι ενδιάμεσες αποδράσεις
εκμηδενίζονται ως
απλά ενδεχόμενα
στατιστικώς ασήμαντα

 ***

Το δέντρο της ζωής


Χορεύει το δέντρο της ζωής κι εσύ μαζί του
Τη μελωδία άκουσε μάθε το βηματισμό
Ξύπνα και φύτρωσε
Γίνε φύλλο κλαδί
γύρη στα πόδια της μέλισσας
Γίνε καρπός προς βρώσιν και τέρψιν
Γίνε δέντρο

Άσε τον άνεμο να σε μαστιγώσει
να σε λυγίσει
Τη βροχή να σε ξεπλύνει
να σε ξεδιψάσει
Το χιόνι να σε παγώσει
να σε λευκάνει
Τον ήλιο να σε ζεστάνει
να σε μεγαλώσει

Άκουσε επιτέλους τη μελωδία
Μάθε τα βήματα
και χόρεψε μαζί του
Κοίτα στην ομορφότερη σκηνή
το δέντρο της ζωής χορεύει
Σε περιμένει

***


Το κάδρο


Φως σκοτεινό
ο μαύρος πάνθηρας
βλέμμα βαθύ
σε κάδρο βελούδινο
πάνω στον άσπρο τοίχο
στο εφηβικό του στρώμα απέναντι
Τα βράδια στ’ όνειρό του
ζωντανεύει το αγρίμι
αίμα και σάρκα
μάταια γυρεύει
Πεινασμένο
επιστρέφει κάθε πρωί
πίσω στο κάδρο
Κι εκείνος μόνος πια συνεχίζει
να υφίσταται
ως πάνθηρας σε κάδρο
Ένα  μαύρο, βελούδινο αιλουροειδές
περήφανο μα λαβωμένο
Κάποια βράδια βέβαια
ο πάνθηρας επιστρέφει
κι αυτός
τον αφήνει  να κατασπαράξει
την καρδιά του
όχι από φόβο ούτε απ’  αγάπη
Από οίκτο


 ***

Καλοκαιρινό φθινόπωρο



Στο Φάρο είναι ακόμα καλοκαίρι
στην άμμο περπατούν
χωρίς προορισμό ζευγάρια
χέρι με χέρι
Παιδιά χτίζουν παλάτια, κάστρα
δίχως πόρτες και παράθυρα
με γέφυρες όμως
και διαδρόμους
ημερολόγια ονείρων
καρδιές ονόματα
γραμμένα κι άγραφα
Το γαλανό είναι ακόμα γαλανό
το άσπρο, άσπρο
η θάλασσα, θάλασσα
Το γκρίζο αφορά
μόνο τα σύννεφα
και κείνους
που δηλώσαν γέροι.


 ***

Τέλος


Θα κρατήσω για πάντα στο κέντρο μου
το ουράνιο τόξο που μου χάρισες
να βάφω τις αναμνήσεις και τα όνειρα
Ήλιε μου
Και θα φαντάζομαι πως ταξιδεύεις μαζί μου
μέχρι το τέλος της διαδρομής
εκεί που τελειώνουν τα ψέματα

Θα ονειρεύομαι πως φτάνεις μαζί μου
στη χώρα του "κάποτε" εκεί που διαγράφονται
όλες οι προηγούμενες διαδρομές
Στα σταυροδρόμια και στα ξέφωτα της ουτοπίας
εκεί που όλες ελπίδες γίνονται βροχή και χιόνι
στα χέρια σου
Ήλιε μου

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ / Αντωνιάδης Σωκράτης

στον  Δημητράκη Δημητριάδη*


Σκούριασες μες στο μικρό ορειχάλκινο σώμα σου
κι ούτε μια λέξη δεν άρθρωσες.
Θα διαρρήξω λοιπόν με τα χέρια
το μεταλλικό στέρνο σου
θα κρατήσω απαλά στις παλάμες
την τρυφερή σου καρδιά
και θα σε ρωτήσω τι ένιωσες την άνοιξη του ’56
όταν εξοστρακίστηκες στ’ άστρα!
Κι αν η σφαίρα που συνέτριψε το κρανίο σου
λίγο πιο πάνω απ' το δεξί μάτι
δεν σ’ άφησε να θυμάσαι
εγώ δεν θα σ’ αφήσω στην ηρωική λήθη.
Θα σε σφίξω με όλη τη δύναμή μου
μέχρι ν’ ακούσω στους χάλκινους παλμούς της καρδιάς σου
τα άγουρα όνειρα ενός εφτάχρονου αγοριού
που δεν άνθισαν σε καμιά πόλη του κόσμου
αλλά έμεινε εξήντα πέντε χρονών άγαλμα
να περιφέρεται φάντασμα στην αυλή του σχολείου
με το κοντό μαθητικό παντελονάκι
τις μικροσκοπικές γροθιές
κι ένα πανέρι άνθη για περαστικούς και συμμαθητές.





 Σωκράτης Αντωνιάδης                                                                                                 Οκτώβρης 2014.



* Ο μικρότερος πεσόντας της ΕΟΚΑ. Δολοφονήθηκε από Άγγλο στρατιώτη στις 14 Μαρτίου του 1956, σε διαδήλωση κοντά στον Άγιο Λάζαρο.

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

Ειρήνη / της Άντριας Γαριβάλδη



Τα σπίτια μας λευκά
ειρήνη
και τα ψηλά καμπαναριά
γαλήνη

Τα χελιδόνια φτερουγίζουν,
πετούν στο φως
και τα ματάκια παιγνιδίζουν
ρωτούν το πως,
ειρήνη.

Λεμονανθοί, μοσχοβολιά,
λόγια γλυκά, τριανταφυλλιά
και μες στο πράσινο
αγνοί παλμοί της Ρωμιοσύνης.

Είν' η ζωή, η ξεγνοιασιά,
των λουλουδιών μια ζωγραφιά,
του βρέφους το χαμόγελο,
ήρεμο ξύπνημα πουλιών,
το γέλιο της μητέρας
και η φρεσκάδα παιδικών κραυγών.

Και ότι άλλο κρύβεται δειλά
μες στης αγάπης τη χαρά,
ρωτούν δυο μάτια να τους πω
εμπιστευτικά,
ειρήνη.

Αιώνιος άρχων / Άντρια Γαριβάλδη


Ζεστό ένα χάδι
πέρα απ' το μνήμα,
μες στο σκοτάδι
τραβά το νήμα.

Θαμμένο στάχυ
δίχως πυξίδα,
χαμένη μάχη
χωρίς ελπίδα.

Φαρδύ το χάσμα
ανθρώπων χάλι,
αρχαίο φάσμα
που πια δεν θάλλει.

Θολό το ρέμα
γλύφοντας φεύγει,
χαμένο βλέμμα
τη λήθη θέλγει.

Φωνή, φοβέρα
μόνος υπάρχεις,
πέρα απ' το πέραν
το σύμπαν άρχεις.

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

Αγάπη για ζωή (απόσπασμα)

Εμείς που αγαπάμε την Ελευθερία, 
την Ειρήνη,το δίκιο, το φως, 
τη ζωή και τον άνθρωπο. 

Ανοίξαμε τα πηγάδια της καρδιάς
να ποτίσουμε τον κόσμο, 
να ποτίσουμε τα πουλιά,
να ξεδιψάσουμε τα διψασμένα χείλη 
των σκλαβωμένων, των αιχμαλώτων,
των αδικημένων της γης.

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

αυκά αυκά γοράζω τα



Αυκά αυκά γοράζω τα,
Γοράζω τα πουλώ τα
Του θκιού μου του κολόκα,
Που κάμνει κολοκούθκια
Τζαι τρών τα κοπελλούθκια

Δημοτικό που ακουγότανε σε παιχνίδι νέων κατά την διάρκεια των εορτών του Πάσχα

Δίστιχο της Κύπρου για την προσμονή της Λαμπρής


Θεέ μου νάρταν οι Λαμπρές να κρεμμαστούν οι σούσες
τζαι να γεμώσουν τα στενά ούλλον μαυρομματούσες.

Ερωτικά δίστιχα "Σούσες" της Κύπρου


-Ποιός κρίνος ωραιότατος σούδωσεν τες ασπράες
τζαι ποιά μηλιά γλυκομηλιά τες ροδοκοτσιηνάες;
-Σήμερον η αγάπη μου είπεν του ήλιου σβύσε
τζαι βκαίνω γιώ στον τόπον σου
εν ακριβός ο κόπος σου
τζαι σέναν πκιόν κανεί σε.
-Τα μμάθκια σου τα ολόμαυρα στην άκραν μελισσεύκουν
τζι ανταν δεικλίσουν να με δούν ούλλον εμέναν νεύκουν.
-Το λασμαρίν εδκιάβεννεν τζι είπεν του δκυόσμη γειά σου,
τζι είπεν του πόθθεν έρκεσαι τζαι βκαίνει η μυρωδκιά σου.
-Η νύχτα δεκατρείς ώρες , τες τρείς ώρες τζοιμούμαι,
τες άλλες δέκα κάθουμαι τζΆ εσέναν συλλοούμαι.

Ο χορός της Λαμπρής

-Και στούς ουρανούς απάνω
γίνεται χορός μεγάλος,
γίνεται χορός και σκόλη
και χορεύουν οι Αποστόλοι.
Ο Θωμάς παίζει τη λύρα,
Γιάκωβος τη ψαλιτήρα.
ΣούρνΆ ο Πέτρος τον Ανδρία,
Ο Μαθιός τον Ζαχαρία.
Κι αλλού πάλι με αυτό:
Σήμερα Χριστός Ανέστη
Και στούς ουρανούς ευρέθη
Σήμερα τα παλληκάρια
Στέκονται σαν τα βλαστάρια!


Χορός της Λαμπρής που ανοίγει με τα παραπάνω λόγια και γίνεται στο προαύλιο της Εκκλησίας!

Τραγούδι της σαντάφκιασης


 Άδε μαντάτο σκοτεινό
τζαί μέραν λυπημένην
που ήρτεν σήμερον σε μέν
την πολλοπικραμένην,
επιάσαν τον υιούλλην μου
τζι έμεινα ορφανεμένη.

Τραγούδι- θρήνος της Παναγίας που ακούγεται από τα στόματα των πιστών την
Μ.Παρασκευή στις ορεινές περιοχές της Κύπρου

Δύο τραγούδια του Αγίου Λαζάρου (Κύπρος)


1. 

«'Αρχοντες Καλή μέρα σας
Καλή γιορτή απάνω σας.
Ήλθαν τα Βάγια ήλθασιν
Και του Λαζάρου έγερσις.
Τ'Α 'Αγια Πάθη του Χριστού
Αξίως προσκυνήσωμεν
Και την Λαμπράν Ανάστασιν
Καλώς να την εφθάσωμεν».

2. 

«Ο Λάζαρος ο Δήμητρος
Ο κότσιηνο πεθύμητος
Ακούσαν τον οι όρνιθες
Τζ'Α (και) εκάτσαν να γεννήσουν
Τ'Α αυκά να κοτσιηνήσουν (κοκκινήσουν)»