Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

ΥΠΟΘΗΚΗ / Ποταμίτης Δημήτρης


Τα ποιήματα
Πρέπει να γράφονται
Σα τσιγκούνα βρύση
Στάλα στάλα
Και να διαβάζονται
Σαν ποταμός

[Ιδού λοιπόν το μέγα ερώτημα] / Ποταμίτης Δημήτρης

Ιδού λοιπόν το μέγα ερώτημα:
... Στον απόλυτα παρόντα χρόνο
βαδίζετε με δεκανίκια δανεικά
επί των υδάτων
... ποιος θα προστατέψει
τον αισιόδοξο σας μέλλοντα
από τον παρακείμενο των τετελεσμένων
τον αόριστο τον φευ τόσο οριστικό

τον σπόρο από το σκουλήκι.

[Αυτές είναι..] / Ποταμίτης Δημήτρης

Αυτές είναι 
οι ηλεκτρικές στήλες του Ολυμπίου Διός.
Που να την βρης τη ζωή σου 
σε τούτη την πόλη 
με τα λευκά χείλη της ειρωνίας
με το πρώτο χρώμα στα μάτια των παιδιών;

Η ΚΙΒΩΤΟΣ / Ποταμίτης Δημήτρης

Και η κιβωτός θα πληρωθή με πουλιά ερπετά 
και η κιβωτός θα πληρωθή με τραγούδια με άρπες
και δεν θα υπάρχη πια θέση για τόνειρο
ανάμεσα στις βροχές και τις λάσπες.

Το πρόσωπο που χαράξαμε στο βράχο 
θα μας κυτάζη έτσι ως να χαθούμε.

Και θα κρατήσης εκείνο τον πηλό για ενθύμιο 
κι΄ άλλο πρόσωπο πάλι θα πλάσης, 
ιερή φλόγα από περιβόλια αιμάσσοντα 
φθορά που μπροστά της δεν αντέχει το χέρι σου. 

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Τις άδειες νύκτες / Τυρίμου Γ. Ελένη



Τις άδειες νύκτες μην ρωτάς
που η ψυχή μου πάει
γιατί η καρδιά μου σπαρταρα
την λογική μου σπάει.
μην με ρωτάς και δεν μπορώ
απάντηση να δώσω
τα όνειρα ήτανε πολλά
και πώς να τα λητρωσω
τα αστέρια σαν δακριζουνε
και το φεγγάρι κλαίει
δεντράκι μες την έρημο
μονάχο του να καίει
μην με ρωτάς πού μέρες μου
είναι συννεφιασμενες
που οι ελπίδες στα καρφιά
έμειναν κρεμασμενες.

Η ΜΑΝΑ


Δεν είναι τόσο εύκολο μια Μάνα να ξεχάσει
Και στα καλά καθούμενα το παιδί της να το χάσει
Ούτε και είναι εύκολο να βγει απ’ την ζωή της
Το γέννησε το θήλασε και έχει ανησυχίες
Γιατί το εμεγάλωσε με χίλιες δυο θυσίες

Η Μάνα πάντα αγωνιά και πάντα μαραζώνει
Αν το ένστιχτο της πη κάτι για το παιδί της
Της Μάνας κι’ αν της έφταιξες αυτή καταλαβαίνει
Και αν τη πίκρανες πολύ δεν άκουσες την συμβουλή
Φτάνει να της φωνάξεις [Μάνα μου ] αυτή θα καταλάβει

Κανένα πράγμα στην ζωή αξίζει όσο αξίζει η Μάνα
Πλούτη δόξα και όλα του κόσμου τα λεφτά δεν κάνουνε τη Μάνα
Η Μάνα είναι μάλαμα ποτέ μην το ξεχάσεις
Της Μάνας την αγάπη της μην την αμφισβητήσεις
Στις δύσκολες σου τις στιγμές την Μάνα θα ζητήσεις

Όσο σκληρή είναι η ζωή ότι και να σου κάμαν
Τες πίκρες και τα βάσανα θα πεις στην αγκαλιά της Μάνας
Ακόμα όταν θα έλθει ο θάνατος
Φωνάζεις που είσαι Μάνα

Η Μάνα σου θα αγαπά
Χωρίς να της το ζητήσεις
Στην σκέψη της και στην καρδιά
Εκεί πάντα θα ζήσης

Η Μάνα είναι θησαυρός
Χαρά του που την έχει
Γιατί στην δύσκολη σου την στιγμή
Αυτή κοντά σου τρέχει


Τίποτα μέσα στην ζωή
Καλύτερα απ’ την Μάνα
Κι’ αν ερωτήσεις ορφανό
Αυτό θα σου πει τι σημαίνει ΜΑΝΑ.

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

[ ξένες φωνές..] / Πατριώτης Έκτωρ

Ξένες φωνές σπονδοφόρες με διασχίζουν, 
αμύνομαι στης αβύσσου την κάθοδο
και την κραυγή μου δαμάζω. 
Αντέχω την αρπαγή των ωρών
την απουσία της αγάπης
του ακρωτηριασμού της ψυχής. 

[Θαλασσοπόρος κοσμοφορώ] / Πατριώτης Έκτωρ

Θαλασσοπόρος κοσμοφορώ
και νοσταλγώ τα όρη
πεζοπόρος καρποφορώ
και μετρώ τα πουλιά 
φωτοπόρος ανθίζω
και πατώ στις κορφές των ονείρων. 

[Φυσώ στο νερό ] / Πατριώτης Έκτωρ

Φυσώ στο νερό
πριν γίνει ποταμός,
στο πηλό
πριν γίνει οικοδόμημα
στο φτέρωμα πριν φτερουφίση
και στο όνειρο πριν με παρασύρη. 

[Εφυτεύτηκα μέσα μου ] / Πατριώτης Έκτωρ

Εφυτεύτηκα μέσα μου
και περίμενα.
Επερίμενα
πράσινο φύλλο αλμάτων
ανθιστήρια είχα στα βλέφαρα.

Τρεις (3) στίχοι από το έργο "ΑΓΙΑ ΤΥΛΛΥΡΙΑ"

Μας λούζει σπάταλα το αίμα μας

............


Γευόμαστε το αίμα μας
λίγο προτού γευτούμε τον θάνατο. 

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ / Άθως Χατζηματθαίου


Λογαριάσαμε λάθος,
επενδύσαμε στο εγώ κι όχι στο εμείς,
υποθηκεύοντας έτσι τη ζωή μας
στη ματαιότητα της ύλης,
αιχμαλωτίζοντας στα πλοκάμια της
αξίες και ιδανικά.

Φιμώσαμε τη συνείδηση μας
σε μια προσπάθεια να καταπνίξουμε
την ενοχλητική της φωνή,
που μας θύμιζε συνεχώς
το μεγάλο μας σφάλμα.

Σφραγίσαμε την καρδιά μας με μπετόν
γιατί δεν αντέχαμε ν΄ακούμε
τους αλλοιωμένους παλμούς της.

Κι αυτό που καταφέραμε μονάχα,
αυτό που πετύχαμε στο τέλος της μέρας,
ήταν να γίνουμε περισσότερο απάνθρωποι,
κουρδισμένα ανθρωπόμορφα ζώα,
είλωτες του συμφέροντος.

Κι όταν το βουητό του «τέλους»
μας ξύπνησε απ' το λήθαργο,
μόλις ανοίξαμε τα μάτια
μπροστά στο ειρωνικό χαμόγελο του θανάτου
που αδημονούσε να μας αρπάξει
με τα γαμψά του νύχια,
διαπιστώσαμε τότε το μεγάλο μας σφάλμα.
Ήταν όμως ήδη πια πολύ αργά για να επανορθώσουμε
γιατί δεν υπήρχε πια χρόνος,
δεν υπήρχε πια μέλλον
για να μπορέσει να γκρεμίσει
το απαίσιο παρελθόν μας.

Είχαν ήδη αρχίσει να πέφτουν
οι τίτλοι του «τέλους»,
το ρολόι της ζωής μας
έγραφε κιόλας:

ώρα μηδέν!

Επανεκτίμηση συναισθημάτων / Αριστοτέλους Τάσος


Βράχηκαν τα πόδια μου,
στο ποτάμι του άδη.
Αλλά επέστρεψα.
Κάθε στιγμή ανακαλύπτω
πως δεν είμαι πια ο ίδιος άνθρωπος.
Στις λεπτομέρειες κυρίως έχω αλλάξει.
Και είναι αυτές οι λεπτομέρειες,
οι πιο σημαντικές στη ζωή ενός ανθρώπου.

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Σταγόνα από Θλίψη




Στο σπίτι υπάρχει πάντα μια αιώνια θλίψη.  
Η απαλή μυρωδιά της
απλώνεται  σαν διάφανο  ρούχο γυναίκας
σ΄ ένα ατσάλινο  σύρμα με δυο μαύρα μανταλάκια χελιδόνια
μα δεν στεγνώνει.
Κάθεται ανέμελη
πάνω στην φροντισμένη κεφαλή των λουλουδιών  του  κήπου μας
και άμοιρα εκείνα,  την αγκαλιάζουν  
έτοιμα από πανάρχαιο καιρό να θυσιαστούν,  
για το πρώτο γυάλινο βάζο σε κάποια γιορτή, σε κάποιο πένθος.
Όταν της ανοίγουμε τη ξύλινη πόρτα,
με το σιδερένιο πόμολο να χτυπά,  
ρυθμικά,  
σαν ήχος βαρύς και πένθιμος,
φεύγει και χάνεται
γίνεται,
φύλλο
ένα αστέρι,
σύννεφο
γίνεται χρόνος

χάνεται.

Τέτοιες παρόμοιες θλίψεις ζούνε στα σπίτια του κόσμου,
μικρές και μεγάλες πράσινες θάλασσες
άσπροι και γαλάζιοι ουρανοί χωρίς σύννεφα που κλαίνε.
Ταξιδεύουν με ξύλινα καράβια,
παίρνουν τις όμορφες πριγκίπισσες και τους ηρωικούς βασιλιάδες
απ΄ τα πανύψηλα κάστρα και τους μεταμορφώνουν σε όμορφους κύκνους
πάνω στις λίμνες, σε ήρεμους ποταμούς.

Μια σταγόνα κι η θλίψη πάνω στις λίμνες, στους ποταμούς.  
Μια δροσοσταλιά πάνω στις κεφαλές των λουλουδιών μας.

Κι ύστερα οι νεκρικές σπονδές,
στις αδειανές κάμαρες,
στους απελπισμένους δρόμους μας ,
στους τάφους των δωματίων μας.

Να ενδυθώ τη αιώνια θλίψη,
κόβοντας την κεφαλή των λουλουδιών ,
να κτυπήσω το σιδερένιο πόμολο της σεμνής κατοικίας
και να μου ανοίξει ένα χθες.
Να με υποδεχτεί με χνώτο που τρέμει.

Μα είναι η θλίψη!
Πως πάλι με πρόλαβε;