Στο σπίτι υπάρχει πάντα μια αιώνια θλίψη.
Η απαλή μυρωδιά της
απλώνεται
σαν διάφανο ρούχο γυναίκας
σ΄ ένα ατσάλινο σύρμα με δυο μαύρα μανταλάκια χελιδόνια
μα δεν στεγνώνει.
Κάθεται ανέμελη
πάνω στην φροντισμένη κεφαλή των λουλουδιών
του κήπου μας
και άμοιρα εκείνα, την αγκαλιάζουν
έτοιμα από πανάρχαιο καιρό να θυσιαστούν,
για το πρώτο γυάλινο βάζο σε κάποια γιορτή,
σε κάποιο πένθος.
Όταν της ανοίγουμε τη ξύλινη πόρτα,
με το σιδερένιο πόμολο να χτυπά,
ρυθμικά,
σαν ήχος βαρύς και πένθιμος,
φεύγει και χάνεται
γίνεται,
φύλλο
ένα αστέρι,
σύννεφο
γίνεται χρόνος
χάνεται.
Τέτοιες παρόμοιες θλίψεις ζούνε στα σπίτια
του κόσμου,
μικρές και μεγάλες πράσινες θάλασσες
άσπροι και γαλάζιοι ουρανοί χωρίς σύννεφα
που κλαίνε.
Ταξιδεύουν με ξύλινα καράβια,
παίρνουν τις όμορφες πριγκίπισσες και τους ηρωικούς
βασιλιάδες
απ΄ τα πανύψηλα κάστρα και τους μεταμορφώνουν
σε όμορφους κύκνους
πάνω στις λίμνες, σε ήρεμους ποταμούς.
Μια σταγόνα κι η θλίψη πάνω στις λίμνες, στους
ποταμούς.
Μια δροσοσταλιά πάνω στις κεφαλές των
λουλουδιών μας.
Κι ύστερα οι νεκρικές σπονδές,
στις αδειανές κάμαρες,
στους απελπισμένους δρόμους μας ,
στους τάφους των δωματίων μας.
Να ενδυθώ τη αιώνια θλίψη,
κόβοντας την κεφαλή των λουλουδιών ,
να κτυπήσω το σιδερένιο πόμολο της σεμνής
κατοικίας
και να μου ανοίξει ένα χθες.
Να με υποδεχτεί με χνώτο που τρέμει.
Μα είναι η θλίψη!
Πως πάλι με πρόλαβε;