Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Η ΜΑΝΑ


Δεν είναι τόσο εύκολο μια Μάνα να ξεχάσει
Και στα καλά καθούμενα το παιδί της να το χάσει
Ούτε και είναι εύκολο να βγει απ’ την ζωή της
Το γέννησε το θήλασε και έχει ανησυχίες
Γιατί το εμεγάλωσε με χίλιες δυο θυσίες

Η Μάνα πάντα αγωνιά και πάντα μαραζώνει
Αν το ένστιχτο της πη κάτι για το παιδί της
Της Μάνας κι’ αν της έφταιξες αυτή καταλαβαίνει
Και αν τη πίκρανες πολύ δεν άκουσες την συμβουλή
Φτάνει να της φωνάξεις [Μάνα μου ] αυτή θα καταλάβει

Κανένα πράγμα στην ζωή αξίζει όσο αξίζει η Μάνα
Πλούτη δόξα και όλα του κόσμου τα λεφτά δεν κάνουνε τη Μάνα
Η Μάνα είναι μάλαμα ποτέ μην το ξεχάσεις
Της Μάνας την αγάπη της μην την αμφισβητήσεις
Στις δύσκολες σου τις στιγμές την Μάνα θα ζητήσεις

Όσο σκληρή είναι η ζωή ότι και να σου κάμαν
Τες πίκρες και τα βάσανα θα πεις στην αγκαλιά της Μάνας
Ακόμα όταν θα έλθει ο θάνατος
Φωνάζεις που είσαι Μάνα

Η Μάνα σου θα αγαπά
Χωρίς να της το ζητήσεις
Στην σκέψη της και στην καρδιά
Εκεί πάντα θα ζήσης

Η Μάνα είναι θησαυρός
Χαρά του που την έχει
Γιατί στην δύσκολη σου την στιγμή
Αυτή κοντά σου τρέχει


Τίποτα μέσα στην ζωή
Καλύτερα απ’ την Μάνα
Κι’ αν ερωτήσεις ορφανό
Αυτό θα σου πει τι σημαίνει ΜΑΝΑ.

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

[ ξένες φωνές..] / Πατριώτης Έκτωρ

Ξένες φωνές σπονδοφόρες με διασχίζουν, 
αμύνομαι στης αβύσσου την κάθοδο
και την κραυγή μου δαμάζω. 
Αντέχω την αρπαγή των ωρών
την απουσία της αγάπης
του ακρωτηριασμού της ψυχής. 

[Θαλασσοπόρος κοσμοφορώ] / Πατριώτης Έκτωρ

Θαλασσοπόρος κοσμοφορώ
και νοσταλγώ τα όρη
πεζοπόρος καρποφορώ
και μετρώ τα πουλιά 
φωτοπόρος ανθίζω
και πατώ στις κορφές των ονείρων. 

[Φυσώ στο νερό ] / Πατριώτης Έκτωρ

Φυσώ στο νερό
πριν γίνει ποταμός,
στο πηλό
πριν γίνει οικοδόμημα
στο φτέρωμα πριν φτερουφίση
και στο όνειρο πριν με παρασύρη. 

[Εφυτεύτηκα μέσα μου ] / Πατριώτης Έκτωρ

Εφυτεύτηκα μέσα μου
και περίμενα.
Επερίμενα
πράσινο φύλλο αλμάτων
ανθιστήρια είχα στα βλέφαρα.

Τρεις (3) στίχοι από το έργο "ΑΓΙΑ ΤΥΛΛΥΡΙΑ"

Μας λούζει σπάταλα το αίμα μας

............


Γευόμαστε το αίμα μας
λίγο προτού γευτούμε τον θάνατο. 

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ / Άθως Χατζηματθαίου


Λογαριάσαμε λάθος,
επενδύσαμε στο εγώ κι όχι στο εμείς,
υποθηκεύοντας έτσι τη ζωή μας
στη ματαιότητα της ύλης,
αιχμαλωτίζοντας στα πλοκάμια της
αξίες και ιδανικά.

Φιμώσαμε τη συνείδηση μας
σε μια προσπάθεια να καταπνίξουμε
την ενοχλητική της φωνή,
που μας θύμιζε συνεχώς
το μεγάλο μας σφάλμα.

Σφραγίσαμε την καρδιά μας με μπετόν
γιατί δεν αντέχαμε ν΄ακούμε
τους αλλοιωμένους παλμούς της.

Κι αυτό που καταφέραμε μονάχα,
αυτό που πετύχαμε στο τέλος της μέρας,
ήταν να γίνουμε περισσότερο απάνθρωποι,
κουρδισμένα ανθρωπόμορφα ζώα,
είλωτες του συμφέροντος.

Κι όταν το βουητό του «τέλους»
μας ξύπνησε απ' το λήθαργο,
μόλις ανοίξαμε τα μάτια
μπροστά στο ειρωνικό χαμόγελο του θανάτου
που αδημονούσε να μας αρπάξει
με τα γαμψά του νύχια,
διαπιστώσαμε τότε το μεγάλο μας σφάλμα.
Ήταν όμως ήδη πια πολύ αργά για να επανορθώσουμε
γιατί δεν υπήρχε πια χρόνος,
δεν υπήρχε πια μέλλον
για να μπορέσει να γκρεμίσει
το απαίσιο παρελθόν μας.

Είχαν ήδη αρχίσει να πέφτουν
οι τίτλοι του «τέλους»,
το ρολόι της ζωής μας
έγραφε κιόλας:

ώρα μηδέν!

Επανεκτίμηση συναισθημάτων / Αριστοτέλους Τάσος


Βράχηκαν τα πόδια μου,
στο ποτάμι του άδη.
Αλλά επέστρεψα.
Κάθε στιγμή ανακαλύπτω
πως δεν είμαι πια ο ίδιος άνθρωπος.
Στις λεπτομέρειες κυρίως έχω αλλάξει.
Και είναι αυτές οι λεπτομέρειες,
οι πιο σημαντικές στη ζωή ενός ανθρώπου.

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Σταγόνα από Θλίψη




Στο σπίτι υπάρχει πάντα μια αιώνια θλίψη.  
Η απαλή μυρωδιά της
απλώνεται  σαν διάφανο  ρούχο γυναίκας
σ΄ ένα ατσάλινο  σύρμα με δυο μαύρα μανταλάκια χελιδόνια
μα δεν στεγνώνει.
Κάθεται ανέμελη
πάνω στην φροντισμένη κεφαλή των λουλουδιών  του  κήπου μας
και άμοιρα εκείνα,  την αγκαλιάζουν  
έτοιμα από πανάρχαιο καιρό να θυσιαστούν,  
για το πρώτο γυάλινο βάζο σε κάποια γιορτή, σε κάποιο πένθος.
Όταν της ανοίγουμε τη ξύλινη πόρτα,
με το σιδερένιο πόμολο να χτυπά,  
ρυθμικά,  
σαν ήχος βαρύς και πένθιμος,
φεύγει και χάνεται
γίνεται,
φύλλο
ένα αστέρι,
σύννεφο
γίνεται χρόνος

χάνεται.

Τέτοιες παρόμοιες θλίψεις ζούνε στα σπίτια του κόσμου,
μικρές και μεγάλες πράσινες θάλασσες
άσπροι και γαλάζιοι ουρανοί χωρίς σύννεφα που κλαίνε.
Ταξιδεύουν με ξύλινα καράβια,
παίρνουν τις όμορφες πριγκίπισσες και τους ηρωικούς βασιλιάδες
απ΄ τα πανύψηλα κάστρα και τους μεταμορφώνουν σε όμορφους κύκνους
πάνω στις λίμνες, σε ήρεμους ποταμούς.

Μια σταγόνα κι η θλίψη πάνω στις λίμνες, στους ποταμούς.  
Μια δροσοσταλιά πάνω στις κεφαλές των λουλουδιών μας.

Κι ύστερα οι νεκρικές σπονδές,
στις αδειανές κάμαρες,
στους απελπισμένους δρόμους μας ,
στους τάφους των δωματίων μας.

Να ενδυθώ τη αιώνια θλίψη,
κόβοντας την κεφαλή των λουλουδιών ,
να κτυπήσω το σιδερένιο πόμολο της σεμνής κατοικίας
και να μου ανοίξει ένα χθες.
Να με υποδεχτεί με χνώτο που τρέμει.

Μα είναι η θλίψη!
Πως πάλι με πρόλαβε;





Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Ντίνος Κυπριανού: Τρία (3) ποιήματα

ΛΙΓΟ ΧΩΜΑ ΔΙΚΟ ΣΟΥ 

Λίγο χώμα να πάρω μαζί μου
σ'ένα μπουκαλάκι έτσι , να ησυχάζει η ψυχή μου
λίγο χώμα δικό σου ..

Θα το ποτίζω με τα δάκρυα μου
αφού δεν μπορείς να έρθεις εσύ κοντά μου
λίγο χώμα δικό σου ...

Αυτό το χώμα μου θυμίζει τα όσα ζήσαμε
σε αυτό το χώμα την ζωή μας χτίσαμε ..

σ'ένα χώμα νεκρό και οι δυό δακρύσαμε
με αίμα το χώμα ποτίσαμε ,
... μα πάνω απο το χώμα χωρίσαμε ..

Λίγο χώμα να πάρω μαζί μου ,
λίγο χώμα δικό σου .


***


Να κυλίσει το αίμα μου να ρθεί να σε βρεί
τον εθνικό ύμνο κρυφά να στον πεί .

Θα ξυπνήσουν οι νεκροί σου
θα ανασάνει η γή σου ..

Την ζωή μου μόνο για σένα θα δώσω
έστω και με το αίμα μου να σ'ανταμώσω ..

Ξύπνα ΚΕΡΥΝΕΙΑ του βορρά χτύπα τα καμπαναριά
το αίμα το ελληνικό γύρισε
το χώμα σου το ιερό ΕΛΛΑΔΑ μύρισε ..

ΞΥΠΝΑ και αγκάλιασε το
για σένα τόδωσα ΠΟΤΕ δεν σε πρόδωσα ..


***

Αν θα πετώ με τα πουλιά
κι'άν θα βρεθώ σ'άλλη αγκαλιά

τίποτα δεν βλέπω τ'όνειρο μου είναι μαύρο
ψάχνω κάτι νά'βρω , αληθινό ,
με χίλια ταξιδεύω πόσο μακρυά θα φτάσω
πρέπει να προφτάσω , τον ουρανό ...

λένε δεν μπορούνε οι αγγέλοι ν'αγαπάνε
δάκρυα κυλάνε , στον χωρισμό,
όταν θα σε χάσω τα πουλιά αλλού με πάνε
δέν θα σε ξεχάσω , και δεν μπορώ ...

ίσως αργά να λυτρωθώ

μπορεί εκεί να γεννηθώ ..

Η γυναίκα με την μπούρκα



Τα μάτια της κοίταζαν χαμηλά,
βρήκε το χερούλι απ’ το κάγκελο και το ’σπρωξε
μα δεν ήταν μόνο αυτό που μας χώριζε.
Πέρασε μέσα διακριτικά,
όσο μπορούσε με την κλαδωτή της μπούρκα.
Φοβόταν να με αντικρίσει
έτσι της έμαθαν από παλιά
μα η επιμονή μου την έκανε να με κοιτάξει.
Χαμογέλασα.
Πάγωσε.
Δεν ανταπόδωσε.
Άφησε τα παιδιά της και έφυγε.
Και ένιωθα στον αέρα τις βρισιές
για το χαμόγελο που στερήθηκε,
για το χαμόγελο που φοβάται
πως θα χάσουν τα παιδιά της.



"Τα Άνθη του Φωτός" εκδ. Αρμίδα.2014

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Εσενα σε έχω ξαναγαπήσει / Αβρααμίδου Χριστιάνα

Αν κάθε στίχος μου
ήτανε μια στιγμή,
πλούσια πολύ θα ’χα ζωή
αν και τις στιγμές μου
όλες
δεν τις θυμάμαι.

Αν κάθε στίχος μου
ήταν η άλλη ζωή,
θα ’χα περάσει σε αυτήν
μία μία
όλες τις στιγμές μου.

Αν στους στίχους μου
ακούσατε την καρδιά
πως έφυγα θα μάθατε
–μέσα–
δεν χώραγαν άλλοι.

Παράγωγα
Επίθετα
Επιρρήματα
Ουσιαστικά.
Μια λέξη θυμάμαι εγώ,
Αγάπη.






Χίλια και ένα
μέτρησα χθες βράδυ τα μέλη μου.
Μόνο σε μία
και όχι σε χίλιες και μία νύχτες.
Στις χιλιάδες προσωπικότητές μου συστήθηκα
να τις αγγίξω επιχείρησα,
με στένευαν όμως
τα καινούργια μου παπούτσια.

Χίλιες και μία νύχτες σε θυμήθηκα.
Δεν σε συγχώρεσα όμως
σε καμία.
Μνήμες και λεπτομέρεια
πολύ μού στοίχισαν
χίλιους και έναν στίχους ξαναθυμήθηκα,
ούτε ένας
δεν ήτανε δικός μου.










Γι άννη, αν γεννήθηκες ξανά,
πάμε για καφέ το βράδυ;
Να περπατήσουμε χωριστά,
και όπου θέλει η Αθήνα,
ας μας βγάλει.

«Φτάσε σε οργασμό κάποια στιγμή»
«σκεφτόμαστε», Γιάννη μού έλεγες,
«πολύ»
αν και εγώ δεν σκέφτηκα
ποτέ τον θάνατό σου.

—«Ωραίο γούστο έχεις στους άνδρες» έλεγες.

—Έμεινα χωρίς παιδί...


                                   Τον οργασμό
                           μπορείς να μιμηθείς
                       δεν μπορείς όμως
                                  την αγάπη.







Τη στιγμή που πέφτεις
δεν υπάρχει σωστή κραυγή
λέξη να πεις,
να ψιθυρίσεις.
Τη στιγμή που πέφτεις,
λες ήξερα πως θα γινότανε έτσι
μα δεν μπορούσα να κάνω κάτι.
Πέφτεις.







Άνθρωπο δε βρίσκεις πια
κουρασμένος να μην είναι.
Ανελκυστήρες και κυλιόμενες
δεν ξέρω γιατί λειτουργούν.
Σέρνω πόδια και ψυχή,
δίχως να ξέρω
αν είναι τα δικά μου
όλο τον κόσμο σού λέω Γιάννη κουβαλώ,
τον δάσκαλο,
τους μαθητές απ’ το κρυφό σχολειό,
τον Πενταδάχτυλο
και μια θάλασσα
που ώρες ώρες
ακόμα μού μοιάζει.

—Μα αφού πιστεύεις πως όλα τελειώνουν εδώ,
ποιό το νόημα να εξηγώ,
πως η σκιά μου
θα ᾿ναι πάντα εκεί κοντά σου.

Ελεύθερη βούληση
το να μην σε ξαναδώ
και να προσεύχομαι
μόνο μακριά σου.

[Άνθρωπο δε βρίσκεις πια] / Αβρααμίδου Χριστιάνα

Άνθρωπο δε βρίσκεις πια
κουρασμένος να μην είναι.
Ανελκυστήρες και κυλιόμενες
δεν ξέρω γιατί λειτουργούν.
Σέρνω πόδια και ψυχή,
δίχως να ξέρω
αν είναι τα δικά μου
όλο τον κόσμο σού λέω Γιάννη κουβαλώ,
τον δάσκαλο,
τους μαθητές απ’ το κρυφό σχολειό,
τον Πενταδάχτυλο
και μια θάλασσα
που ώρες ώρες
ακόμα μού μοιάζει.

—Μα αφού πιστεύεις πως όλα τελειώνουν εδώ,
ποιό το νόημα να εξηγώ,
πως η σκιά μου
θα ᾿ναι πάντα εκεί κοντά σου.

Ελεύθερη βούληση
το να μην σε ξαναδώ
και να προσεύχομαι

μόνο μακριά σου.

[Τη στιγμή που πέφτεις] / Αβρααμίδου Χριστιάνα

Τη στιγμή που πέφτεις
δεν υπάρχει σωστή κραυγή
λέξη να πεις,
να ψιθυρίσεις.
Τη στιγμή που πέφτεις,
λες ήξερα πως θα γινότανε έτσι
μα δεν μπορούσα να κάνω κάτι.

Πέφτεις.