Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Πρόσφυγες

Διανύεις αποστάσεις επί τόπου 
κρατώντας πυξίδα ένα μισοφέγγαρο ήλιο 
που ανατέλει και δύει μαζί σου 
Φαύλη ανακύκλωση ευχών 
Του χρόνου στα σπίτια μας
Του χρόνου στα σπίτια μας
Του χρόνου
Ποιου χρόνου;
Πορεύεσαι
Εναποθέτεις ελπίδες
Μνήμες ανακαλείς
Πορεύομαι πλάι σου καιρό
Δεν ξεχνώ αλλά ούτε και θυμάμαι 

Οι μέρες τ’ Αυγούστου ( Τρίτη και Τέταρτη )

Ημέρα Τρίτη

Το νιώσαμε κι δυο στα βλέμματά μας,
γι’ αυτό ήταν ανώφελες οι λέξεις.
Το πρόσωπό σου απόψε φωτιζόταν υπέροχα
μα δεν μπορούσα να το αγγίξω.
Με το φως της μέρας θα σε ξανάβλεπα,
Μέχρι τότε θα μεσολαβούσε η νύχτα…
Μετά τον γυρισμό,
δεν ξέρω αν θα μας ένωνε μέρα ξανά.





Ημέρα Τέταρτη

Κενή μέρα,
δεν είδα τα μάτια σου.
Περίεργο,
ούτε ηλιοβασιλέματα είδα
τόσες μέρες εδώ
κι είχα τόση ανάγκη
ένα ηλιοβασίλεμα σήμερα.
Χάθηκα για λίγο
σ’ ένα πράσινο πάρκο.

Εγώ, οι σκέψεις μου, η δικιά σου σκέψη…

Οι μέρες τ’ Αυγούστου ( πρώτη και δεύτερη )



Ημέρα Πρώτη

Χτυπούσε την πόρτα μου ο έρωτας
μα δίσταζα.
Θα έμενε αδοκίμαστος κι αυτός.
Ούτε σε ξένη γη
δεν μπορούσα να τον φιλέψω.
Έκλεισα τα μάτια μου για λίγο
μετά την τελευταία στάση του λεωφορείου
χωρίς να τη σκεφτώ.
Φοβόμουν μην την ονειρευτώ
και ξεκινήσει ο μήνας
μ’ αρώματα και καρδιοχτύπια
που θα χαθούν μες στον Σεπτέμβρη.
Νεκρούς έρωτες μέτρησα πολλούς,
δεν ήμουν πρόθυμος να μνημονεύσω άλλον ένα.

Ημέρα Δεύτερη

Θόρυβοι...
Αλήθεια πόσο απέχουν οι θόρυβοι
από τις μελωδίες;
Τώρα ξέρω.
Απέχουν τόσο, όσο οι έρωτες

από τους ανυπεράσπιστους έρωτες...

Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

ΕΙΔΩΛΑ

Μπροστά στο φράγμα της αθέατης νύχτας
οι κόρακες σε μαστιγώνουν. 
Είδωλα τα ευρήματα της πολιτείας σου
ταξιδεύουν
εκτίθενται δημόσια σε χώρους ευπρεπείς
ανταλάσσουν ονόματα, χειροκροτούν και 
θεατρινίζονται ειρωνικά το σκηνικό. 
Το χέρι - που΄ σαι ψυχή- εκλιπαρεί 
την υψηλότερη τιμή το τίμημα φωτός. 
Κοίταξε πως τρέμει να σε πάρει
λικνιστικά να δώσει ιερή την παρουσία. 
Τα δένδρα είναι γνώριμα, τα μονοπάτια, 
οι κήποι 
κι όμως το γέρικο πουλί φυλάει το εικονοστάσι.

ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Οργισμένο πουλί 
αφού μελέτησε το αίμα του με αίμα 
κάθησε και τραγούδησε
ταξίδι τελευταίο.
Στο κοιμητήριο η ηδονή  " ανθίζει ",  είπε 
σπορά ο θάνατος τα στάχυα ολιγοστεύουν. 
Μα ο αγράμματος πατέρας
που διαλογίζεται την έξοδο
σ΄ αυτό το χώμα το τραχύ με την καυκάλα
- φτερά τινάζει προς τα πάνω η καρδιά-
παίρνει σαν πριν τ΄ αλέτρι του και σκάβει.
Κι αυτή η σημαία που ορθώνεται βουβή
τριμμένη στον εξώστη
διαβάζει ολονύχτια ελληνική ιστορία.

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

Οι δέκα (10) μεγαλύτερες Κωμοπόλεις και Κοινότητες της Επαρχίας Λάρνακας

ΚΑΤΑΤΑΞΗ
ΚΩΜΟΠΟΛΕΙΣ- ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
1.      
Ορόκλινη ή Βορόκλινη
6134
2.      
Ξυλοφάγου
 4957
3.      
Κίτι
4252
4.      
Ορμήδεια
3960
5.      
Περβόλια
3009
6.      
Κόρνος
2083
7.      
Καλό Χωριό
1518
8.      
Μοσφιλωτή
1365
9.      
Τερσεφάνου
1299
10.                         
Ψευδάς
1261

* Με βάση την απογραφή του 2011

Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ



Στην επιτομή της 
ίδιος μένει πάντοτε ο κύκλος
μ΄ εκείνα τα στοιχεία
που σκιαγραφούν την επανάσταση
το κίνημα οικουμενικό. 
Η αναλογία των πράξεων
διασωρίζει τον ένα απ΄ τους δυό
"ολίγον φταίχτες".
Στη μέση ο ήλιος κι απ΄ την άλλη
το καινοτάφιο των Πραιτόρων.

Φωνοκιβώτιο



Η ψυχή που καλέσατε
δεν ανταποκρίνεται.
Παρακαλώ
δοκιμάστε
αργότερα.
Η κλήση σας
προωθείται
στο φωνοκιβώτιο
των ανεκπλήρωτων

υποσχέσεων.

Φεύγω




Το ρήμα “φεύγω”.
Αινιγματικό, άταχτο
ζωντανό.
Δηλώνει προπάντων κίνηση,
συναισθήματα
φευγάτα ή φευγαλέα,
τέλος ή αρχή μιας ιστορίας
ή μιας χημείας.
Υπάρχει μέσα του
ολοφάνερα και μυστικά
το ευ
η αρχή του καλού.
Φεύγω.
Αντιφατικό εγχείρημα.
Συνήθως σημαίνει “έρχομαι”
περισσότερο

απ΄ όσο σημαίνει “φεύγω”.

Σχέδιο Απόδρασης




Κατάφερε να φυτέψει
μιαν άσπρη ελπίδα
έξω απ’ τον τοίχο της φυλακής του.
Έσκαβε μήνες, χρόνια.
το τούνελ της απόδρασης.
Και τώρα, να!
Χωρά το χέρι του ολόκληρο.
Μέχρι τον αγκώνα.
Βούλιαξε στο χώμα μυστικά.
Τα δάκτυλα ελεύθερα
τον σπόρο φύτεψαν,
στα τυφλά ψαχουλεύοντας
κι ένα λουλούδι φύτρωσε.
Tώρα αυτός ανασαίνει
με μιαν αίσθηση ελευθερίας.
Όταν βγει, θα έχει άνθη

να φτιάξει ένα μπουκέτο.

Τουλάχιστον βροχή





Μα τελικά αυτό ήσουν;
Μια σκιά;
Μια νεφέλη;
Τώρα εξηγείται
το μέγεθος,
η αστάθεια,
το γκρίζο.
Αυτό το απροσδιόριστο γκρίζο.
Ούτε μαύρο,
ούτε άσπρο.
Μια νεφελώδης σκιά.
Κρίμα.
Μπορούσες τουλάχιστον

βροχή να γίνεις.

Στο Φάρο








Μέχρι το Φάρο
απόγευμα του Απρίλη
περπατήσαμε παρέα.
Στα βραχάκια
της κοινής πορείας μας
σταθήκαμε
μουσκεμένοι ως τα γόνατα
μ’ αρμυρό νερό, γλυφό.
Στ’ άσπρα βότσαλα
τις ανείπωτες ελπίδες
ζωγραφίσαμε
με αρμυρίκια
και μελάνι κόκκινο.
Ο Φάρος, είπες
άντεξε το βάθος
και το σκοτάδι
μιας θάλασσας
γνώριμης
μα ολωσδιόλου ξένης.
Ο Φάρος, είπα
στην ίδια θέση
αιώνες τώρα
να ξεγελά τους ναυτικούς
-και τους χαμένους, είπες-
με φωτεινά καμώματα
κι αντικατοπτρισμούς.
Ο Φάρος,
ολόγραμμα της επιθυμίας,
οφθαλμαπάτη, συμφωνήσαμε.
Μέχρι το Φάρο περπατήσαμε
εκείνο του Απριλίου το δείλι
κι ήταν η θάλασσα
καθρέφτης
κι ο Φάρος σκοτεινός

και ψεύτης.

Ξεκλειδώνοντας την αλφαβήτα





Απύθμενα
βάθη
γονυπετής
διένυσα
επιθυμώντας
ζωή
ήλιο
Θεό.
Ικετεύοντας
και
λοιδορώντας
μοίρες
νυκτερινές.
Ξέροντας
ότι
πέρασαν,
ρήμαξαν,
σκότωσαν,
τέλειωσαν.
Ύστερα
φεύγοντας
χρωμάτισα
ψεύτικα

ωροσκόπια.

Οι κατσελλούες του γερό-Μαρκου



**************************************
-Όϊ, έν φεύκω εγιώ δίχα τες κατσελλούες μου, τα μωρά μου…
κλαψούριζε ο θειός μου ο Μάρκος, αδερφός της μάνας μου – θεός σχωρές τους και τους δυο…
οι κόρες έσκουζαν, άτε παπό, εν τζιαιν να μας καρτερά εμάς το φορτηγόν, εν να φύουν τζιαι να μας παρετήσουν μανιχούς μας να μας πχιάχουν οι τούρτζιοι..
μα του γερό-Μαρκου δεν τούκαμνε καρκιάν να φύει τζιαι ν΄αφήκει τες δαμαλούες του..
τις κοιτούσε με μάτια βουρκωμένα.
-Ποιος εν να μου τες ταϊζει τζια να τες ποτίζει ώσπου να στραφούμεν;
Όλη του η ζωή τα περβόλια του και τα χτηνά του, τζιαι αίγες είσιεν με τα ριφούθκια τους, τζιαι μια γαούραν την Μάγκα, ούλλα αγάπαν τα, αλλά αγάπη όσην έδειχνε στες κατσελλούες του δεν έδειχνε στα άλλα .. Τζιείνες ήταν τα μωρά του, έφκαλεν τους ονόματα, εσυντύχαννεν τους, εχάϊδευκεν τες, σαν τα κανονικά πλάσματα…
- Μα ήντα σκοπόν έσιεις ά παπό, χαρκέσαι εν να πάμε στο Βαρώσιν με την καρρέττα; Μήτε σ’ έναν μήνα εθ θα φτάσουμε, εν να μας φτάσουν οι τούρτζιοι ομπρίττερα.. έσκουζαν οι κόρες…
Πώς να τες αφήκει μόνες τους απροστάτευτες; Τόσους γρόνους ήταν οι ξεχωριστοί του σύντροφοι.. άρκεψαν να περνούν οι εικόνες ομπρός του…
Χάραμαν του φου, με μισοζωσμένη την μαυροκουρούκλα γύρω που το κεφάλι του, κάπως σαν τo κρητικό σαρίκι, χρόνους πολλούς έτσι μαυροφορεμένος…. απόταν έχασεν ένα γιό κάμποσα χρόνια πριν, δεν έφκαλεν τα μαύρα που πάνω του.. ούτε κατέβηκαν τα μαύρα πανιά που κάλυπταν του καθρέφτες έσσω του…
Ίσ'ιωννεν που το χάραμαν του φου να ζέξει τες θκυό μεγάλες δαμάλες στην καρρέττα, να δέσει τον βουν τζιαι τες κατσελλούες στο στύλλον του κάρου, τη Μάγκα τζιαι τες τσούρες του, τζιαι να λαμνήσει για την Κότσ’ινην, στα περβόλια του.
Η Μάγκα έπιαννεν δουλειάν μονομιάς στο αλακάτιν για να γεμώσει τη δοξαμένη για να αρκέψει το πότισμα… Παράδεισος τζείν’ το περβόλιν, τζιαί τι δεν εφύτευκεν.. απού κολοκάσιν, τομάτες, κολοκούθκια, αγγουράκια, πάμιες, βαζανούθκια..
Να ρέσσεις που τον κατεβάτην τζιαι να ζαλίζεσαι που τες μυρωθκιές, βασιλιτζιές τζιαι κατιφέδες ανακατεμένοι με τες βαζανιές τζιαι τες πομιλορκές... τζιαί χρώματα, σ'ιλλιάες χρώματα οι ζίνιες τζιαι οι κοτσ'ινόγλυντοι!!
Α! έ τζιαι τον αρφότεχνον του τον Κωστή, που σπουδάζει στα εξωτερικά γεωπονία..
- Α! θείε, γιατί εν βάλλεις λλίον λίπασμα στα φυτά σου να σου πολλήνει η παραγωγή;
- Ίντα μπό πες; λίπασμαν; Εγιώνι μ’ έτσι πράματα εφ φαρμακώνω τα φυτά μου. Η κοπριά που τα χτηνά μου εν το καλλύττερον λίπασμαν…Εθ θα ψατζιέψω εγιώ τον κόσμο που γοράζει τα περβολικά μου…
Τζιαι τωρά προσγειώνεται ξανά... πού να πάει τζιαι να τες αφήκει μανισ’ιές τους, με ίντα καρκιάν να πάρει έτσι απόφασιν; Πού ν΄αφήκει τα περβόλια του, ο μόχτος τζιαι οι κόποι μιάς ζωής....
Με τα σ’ιλια ζόρκα ετραβήσαν τον τζι εφκάλαν τον πας το φορτηγόν τζιαι ξεκινήσαν τον δρόμο της προσφυγιάς…
……………………………………………………….
Κλεισμένος τωρά σε μιάν κάμαρη στη Σκάλα, κοντά δέκα χρόνους μετρά μακριά που το χωρκόν του…
Εφκάλαν του τζιαι τη βράκα.. πού νάβρεις ράφτη να κάμνει βράτζιες στην προσφυγιά.. εφορέσαν του παντελόνια αλλά αντρέπετουν να κυκλοφορήσει....
Ακίνητος πάς τη σιεροκαρκόλα, ανακατώνει στο μυαλό του όνειρα με οράματα.. πότε τους τούρκους θωρεί ομπρός του άξιππα τζιαι δείχνει τους αλλοπαρμένος πάς τους τοίχους, πότε νεκαλιέται σαν το μωρό άμα αθθυμάται τα χτηνά του…..
..............................................
Έφυες τζιαι σου θκειέ Μάρκο με τον καμόν σου αγιάτρευτον... Ο Θεός να σε μακαρίσει....


Αθήνα- Αύγουστος 2014


******
Γλωσσάρι:

κατσελλούες, κατσέλλα = αγελάδες
ριφούθκια, ρίφιν, το ερίφιον = κατσικάκια
βαζανιά, βαζανούθκια =μελιτζανιά, μελιτζάνες
γαούρα= γαϊδούρα
μαυροκουρούκλα = μαυρομαντήλα
αλακάτιν = μαγκανοπήγαδο
τσούρες= αίγες, κατσίκες
αρφότεχνος, αδερφο-τεκνον = γιός αδελφού, ανιψιός
πομιλορκές = ντοματιές
σιεροκαρκόλα = σιδερένιο κρεββάτι
ψατζιέψω, ψατζιεύκω = φαρμακώνω, δηλητηριάζω
ρέσσεις, ρέσσω = περνώ, διαβαίνω
ίσ'ιωννεν= κίναγε, ξεκινούσε

νεκαλιέται=κλαίει γοερά

[14 Αυγουστου μα θρηνώ] / Κυπριανού Ντίνος

14 Αυγουστου μα θρηνώ ..
Για ποιούς να κλάψω .

Αν τα ποτάμια στερέψουν
ας πάρουν τα δάκρυα μου ,
αυτα δεν στραγγούνε'''
να ποτίσουν πεδιάδες βουνά
εκεί που παλληκάρια βλαστούνε ....

Εγώ ποτίζω τους νεκρούς
τους ανασταίνω ,
μιά χούφτα χώμα ρίχνω τους

μα και γι'αυτούς πεθαίνω''