**************************************
-Όϊ, έν φεύκω
εγιώ δίχα τες κατσελλούες μου, τα μωρά μου…
κλαψούριζε ο
θειός μου ο Μάρκος, αδερφός της μάνας μου – θεός σχωρές τους και τους δυο…
οι κόρες
έσκουζαν, άτε παπό, εν τζιαιν να μας καρτερά εμάς το φορτηγόν, εν να φύουν
τζιαι να μας παρετήσουν μανιχούς μας να μας πχιάχουν οι τούρτζιοι..
μα του
γερό-Μαρκου δεν τούκαμνε καρκιάν να φύει τζιαι ν΄αφήκει τες δαμαλούες του..
τις κοιτούσε
με μάτια βουρκωμένα.
-Ποιος εν να
μου τες ταϊζει τζια να τες ποτίζει ώσπου να στραφούμεν;
Όλη του η ζωή
τα περβόλια του και τα χτηνά του, τζιαι αίγες είσιεν με τα ριφούθκια τους,
τζιαι μια γαούραν την Μάγκα, ούλλα αγάπαν τα, αλλά αγάπη όσην έδειχνε στες
κατσελλούες του δεν έδειχνε στα άλλα .. Τζιείνες ήταν τα μωρά του, έφκαλεν τους
ονόματα, εσυντύχαννεν τους, εχάϊδευκεν τες, σαν τα κανονικά πλάσματα…
- Μα ήντα
σκοπόν έσιεις ά παπό, χαρκέσαι εν να πάμε στο Βαρώσιν με την καρρέττα; Μήτε σ’
έναν μήνα εθ θα φτάσουμε, εν να μας φτάσουν οι τούρτζιοι ομπρίττερα.. έσκουζαν
οι κόρες…
Πώς να τες
αφήκει μόνες τους απροστάτευτες; Τόσους γρόνους ήταν οι ξεχωριστοί του
σύντροφοι.. άρκεψαν να περνούν οι εικόνες ομπρός του…
Χάραμαν του
φου, με μισοζωσμένη την μαυροκουρούκλα γύρω που το κεφάλι του, κάπως σαν τo
κρητικό σαρίκι, χρόνους πολλούς έτσι μαυροφορεμένος…. απόταν έχασεν ένα γιό
κάμποσα χρόνια πριν, δεν έφκαλεν τα μαύρα που πάνω του.. ούτε κατέβηκαν τα
μαύρα πανιά που κάλυπταν του καθρέφτες έσσω του…
Ίσ'ιωννεν που
το χάραμαν του φου να ζέξει τες θκυό μεγάλες δαμάλες στην καρρέττα, να δέσει
τον βουν τζιαι τες κατσελλούες στο στύλλον του κάρου, τη Μάγκα τζιαι τες
τσούρες του, τζιαι να λαμνήσει για την Κότσ’ινην, στα περβόλια του.
Η Μάγκα
έπιαννεν δουλειάν μονομιάς στο αλακάτιν για να γεμώσει τη δοξαμένη για να
αρκέψει το πότισμα… Παράδεισος τζείν’ το περβόλιν, τζιαί τι δεν εφύτευκεν..
απού κολοκάσιν, τομάτες, κολοκούθκια, αγγουράκια, πάμιες, βαζανούθκια..
Να ρέσσεις που
τον κατεβάτην τζιαι να ζαλίζεσαι που τες μυρωθκιές, βασιλιτζιές τζιαι κατιφέδες
ανακατεμένοι με τες βαζανιές τζιαι τες πομιλορκές... τζιαί χρώματα, σ'ιλλιάες
χρώματα οι ζίνιες τζιαι οι κοτσ'ινόγλυντοι!!
Α! έ τζιαι τον
αρφότεχνον του τον Κωστή, που σπουδάζει στα εξωτερικά γεωπονία..
- Α! θείε,
γιατί εν βάλλεις λλίον λίπασμα στα φυτά σου να σου πολλήνει η παραγωγή;
- Ίντα μπό
πες; λίπασμαν; Εγιώνι μ’ έτσι πράματα εφ φαρμακώνω τα φυτά μου. Η κοπριά που τα
χτηνά μου εν το καλλύττερον λίπασμαν…Εθ θα ψατζιέψω εγιώ τον κόσμο που γοράζει
τα περβολικά μου…
Τζιαι τωρά
προσγειώνεται ξανά... πού να πάει τζιαι να τες αφήκει μανισ’ιές τους, με ίντα
καρκιάν να πάρει έτσι απόφασιν; Πού ν΄αφήκει τα περβόλια του, ο μόχτος τζιαι οι
κόποι μιάς ζωής....
Με τα σ’ιλια
ζόρκα ετραβήσαν τον τζι εφκάλαν τον πας το φορτηγόν τζιαι ξεκινήσαν τον δρόμο
της προσφυγιάς…
……………………………………………………….
Κλεισμένος
τωρά σε μιάν κάμαρη στη Σκάλα, κοντά δέκα χρόνους μετρά μακριά που το χωρκόν
του…
Εφκάλαν του
τζιαι τη βράκα.. πού νάβρεις ράφτη να κάμνει βράτζιες στην προσφυγιά.. εφορέσαν
του παντελόνια αλλά αντρέπετουν να κυκλοφορήσει....
Ακίνητος πάς
τη σιεροκαρκόλα, ανακατώνει στο μυαλό του όνειρα με οράματα.. πότε τους
τούρκους θωρεί ομπρός του άξιππα τζιαι δείχνει τους αλλοπαρμένος πάς τους
τοίχους, πότε νεκαλιέται σαν το μωρό άμα αθθυμάται τα χτηνά του…..
..............................................
Έφυες τζιαι
σου θκειέ Μάρκο με τον καμόν σου αγιάτρευτον... Ο Θεός να σε μακαρίσει....
Αθήνα-
Αύγουστος 2014
******
Γλωσσάρι:
κατσελλούες,
κατσέλλα = αγελάδες
ριφούθκια,
ρίφιν, το ερίφιον = κατσικάκια
βαζανιά,
βαζανούθκια =μελιτζανιά, μελιτζάνες
γαούρα=
γαϊδούρα
μαυροκουρούκλα
= μαυρομαντήλα
αλακάτιν =
μαγκανοπήγαδο
τσούρες=
αίγες, κατσίκες
αρφότεχνος,
αδερφο-τεκνον = γιός αδελφού, ανιψιός
πομιλορκές =
ντοματιές
σιεροκαρκόλα =
σιδερένιο κρεββάτι
ψατζιέψω,
ψατζιεύκω = φαρμακώνω, δηλητηριάζω
ρέσσεις, ρέσσω
= περνώ, διαβαίνω
ίσ'ιωννεν=
κίναγε, ξεκινούσε
νεκαλιέται=κλαίει
γοερά