Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

Η αλήθεια κρύφτηκε μες στους αιώνες / Σιακκαλή Μαρία



Η αλήθεια κρύφτηκε μες στους αιώνες.
Μα ήρθε η ώρα να μιλήσω.
«Εσύ γεννήθηκες για τα μεγάλα!»
Μου είπαν… και μου έδωσαν το χρησμό.
«Εσύ θα φέρεις πίσω την αγάπη που μας κλέψανε,
τα τέρατα και οι θεοί».

Δεν έμαθε ποτέ κανείς πως οι σειρήνες εκείνο το βράδυ
δεν είπαν κανένα τραγούδι.
Άδικα με είχαν δέσει οι σύντροφοι μου στο κατάρτι.
Κανείς δε πίστεψε ποτέ
ότι δεν κατάφερα να λύσω το αίνιγμα της Σφίγγας
μα αυτή γκρεμίστηκε από το βράχο για να περάσω.
Η Μήδεια σκότωσε για μένα τα παιδιά μας
για να μπορέσω να την εγκαταλείψω χωρίς τύψεις.

Η αλήθεια θάφτηκε μες στους αιώνες.
Την αγάπη δεν την έκλεψε κανείς.
Μας άφησε για να ζήσει με τα πλάσματα της μοναξιάς.

Κουκούλι





Κτύπησα την πόρτα
ήταν λες κι άκουσα
την 5η του Μπετόβεν να μου τρυπάει τ’ αυτιά.

Ανοικτή• εκείνος μέσα
πίσω από παραπέτασμα ανθρώπινης κοπριάς
ξέρασα αλλά είπα δε φεύγω.

καλυμμένος από χοντρό στρώμα λίπους
κι η τηλεόραση ν’ ατμίζει απ’ την υπερχρήση
– πάνε έξι μήνες αφότου χώθηκε στο χαράκωμα –

έκανε μια επαναλαμβανόμενη κίνηση [θύμιζε κατανασκασμό]
έλεγε φτιάχνω κουκούλι, να ‘μπω μέσα,
κουκούλι μεταξένιο, ν’ αποδημήσω εντός του.

Την επόμενη μέρα εγώ πάλι εκεί
να μην πω πως δεν προσπάθησα.

Αλλά κουκούλι πουθενά, ούτε καν εκείνος
μονάχα το δέρμα του εκεί αφημένο
προφανώς τ’ άλλαξε κι έφυγε φορώντας άλλο.

Η μπαλκονόπορτα ανοικτή, ίσως και να ‘φυγε _
έρποντας.

Πλησίασα το δέρμα, γλώσσα ακατανόητη γραμμένη απάνω.

Τι ‘ναι αυτά; Ιερογλυφικά; Μα εγώ σχεδόν ούτε αγγλικά δεν ξέρω.
Πρέπει να φέρουμε ειδικούς αιγυπτιολόγους, πεπειραμένους ψυχαναλυτές,
και μια γλυκιά κοινωνική λειτουργό να ερμηνεύσουν.
Να δούμε τι κάνουμε αποδώ και πέρα.

Ίσως κι όχι.
Αμέτρητες φορές μου λένε πως δεν μπορούν όλοι να σωθούνε:
«Εξάλλου αυτός έφυγε, πάει πια. Νόημα κανένα».

Νά σει ο τόπος άξαμον / Παπαδοπούλου Ευριδίκη - Περικλέους





γ «…ήτοι πόλεμοι ήτται σποραί διακενής υπεναντίων έδωδή καμάτων ημών…»

Διπλώννει το μαράζιν της ‘πού κάτω ‘ς την μασκάλην
Έσυρεν την καρκιάν ποξιάν ‘ς τόν νώμόν της μέν σπάση
Άρκοελιά τά σείλη της τα’ άμμάθκια πικραθάσιν
Οί τόποι που άγρώνιζεν τρανταφυλλούιν άλιν

Ένας καμπίτης άνεμος άπλώθει Μεσαρίτης
Χωρκάτης Θέ μου εύλόα τον γρουσόν Κωσταντινάτον
‘Σ τα γόνατα προππέφτει της λαλεί της έλα ννά τον
Τόν νήλιον πού ‘σκοτείνιασεν φέγγει σγοιόν ποσπερίτης

Που ν ό τξαιρός πού έρεσσεν έκουβαλούσαν Θέ μου
Τές μέρες νωστομέρωτες παρθένες κοπελλοϋδες
Σιτάρενες έλιόκλωνες ξημάσκαλες λουσούδες
Καλλιόττερες τής Μεσαρκάς Πλάστη αν είδες πέ μου

Έφτάζυμοι έσπερινοί του κάμπου θεριστάδες
Άσκομαχούσαν τραουδκιάν χρυσάφενες κουτσούλλες
Δρεπάνιν άστραφτεν καρπόν ευλοημένες ούλλες
Τρώαν άγγόνια τξαί παιθκιά ‘χορτάνναν οί μανάδες

Σοθκειά π’ άδροουντύχαννεν άξιος πάντα τέθκοια
Μέ’ ‘ς τό τξελλάριν σπιλαστόν χαρώ τό συμιλόριν
Έκόντεψεν του ουρανού ξφτασεν ώς τά όρη
Άνόρπιστα τόσες χαρές ‘γινήκασιν καντρέθκια

Πέτρενα πήλινα βυζιά σφίγγεις τα νά καρπίσουν
Σέ κούππαν άνεξίθρησκην πού προ Χριστού ‘ς την Λέμπαν
Φωνή πού φτάνν’ ώς σήμμερον ίνταλος την έπέμπαν
Νά ‘σης ‘πού τότες άξαμον οί τόποι νά όρπίσουν

Δελτίον επικαιρότητας / Παπαδόπουλος Μιχάλης



Η πικάντικη στατιστική
της ευμάρειας
Χόντρυνε – λέει – ο πλανήτης
βάρυνε η υδρόγειος
οι κοιλίτσες εκπέμπουν SOS
και στα λιμοκτονούντα ακόμη
με τη λειψυδρία, την πείνα, την ξηρασία, το aids
ανεβαίνουν οι ταχυπαλμίες
τα αυτοκτονικά σπριντ
τα σαβουάρ βιβρ της χαμέρπειας
του παρασιτισμού τα ευμαρή λίφτινγκ
και λες, πότε θα πέσει πάνω σε όλους
μια κοσμική λιμάγκρα
να ρουφήξουμε απνευστί
ολάκερο το εναπομείναν πλεόνασμα
σε θάνατο

Ο Άγγελος και ο Γλύπτης




θέλει τους αγγέλους ξυλόγλυπτους
Βερνικωμένο ξύλο
να μυρίζουν τα φτερά
Ζωύφια να κατοικούν
τα σκαλίσματα τους
Να ‘χουνε κάτι μισοτέλειωτο
Ας υπερίπτανται
κάπου κάπου
Ας ξαναρίξουν τα αιδοία
τ’ ουρανού στην θάλασσα
Η νέα γονιμότητα
να φέρει τ’ άγρια κύματα
κοντά σου

*

Εξακολουθούν
να ‘ναι πυκνά τα στοιχεία
στα γραφτά των αγγέλων
Κανένας βίος
δεν είναι μόνο προφορικός
Κανένας δεν ταξιδεύει
μόνο μέσα στον προορισμό του

*

Ακόμα και άροτρο
έσπρωχναν οι άγγελοι
Άγγιζαν το συρματόπλεγμα
και μάτωναν
Έπλεναν τις πληγές τους
και πονούσαν
Εσύ πως γίνεται να τους
πλάθεις μόνο με την φαντασία

*

Ένα τέταρτο καταστροφή
και τρία τέταρτα θρίαμβος
η ζωή των αγγέλων

Γλύπτη δε σε πιστεύω.

Ανάκριση



Μιαν αύρα
μια γαλήνη αναπολώ
ίσως ανάμνηση ή όνειρο
Σίγουρα για να πω δεν ξέρω
Μα ρίγος νιώθω
όταν τα μάτια σου
το σώμα μου ανακρίνουν
δίχως οίκτο
Φαντάσου να φαινόταν κι η ψυχή μου

Μοναξιές



Εκατομμύρια μοναξιές
συνωθούνται σε λεωφόρους, μετρό, σταθμούς.
Χιλιάδες μοναξιές
συμβαδίζουν εκ παραλλήλου,
σε πορείες, συναυλίες, διαδηλώσεις.
Εκατοντάδες μοναξιές,
παρίστανται σε τελετές, δεξιώσεις, εκδηλώσεις.
Δεκάδες μοναξιές,
μετέχουν σε γεύματα, δείπνα, γιορτές.

Μα οι χειρότερες,
οι πιο φρικτές, οι πιο δυσβάσταχτες,
είναι οι δυο μοναξιές.
Οι δυο μοναξιές δίπλα στον πάγκο της κουζίνας,
μπροστά στην τηλεόραση,
στο υπνοδωμάτιο.

Το γυαλί



Σπάει και κόβει τα χέρια σου
κρατάει κρύο το νερό που πίνεις
διατηρώντας τις ασφαλείς
αποστάσεις ανάμεσα μας.
Δεν είναι τυχαίο που γίνονται από
γυαλί
κτίρια και γραφεία
τραπέζια για φαί
και σχέσεις.

Με την κατάλληλη επεξεργασία
γίνεται καθρέφτης.
Σπάει παντού και σε κόβει
κρατάει κρύο το χαμόγελο
διατηρώντας την εγωπάθεια ζωντανή
κι αποσπά την προσοχή από το μέσα
μας.

Κάποτε για το γυαλί θα γράφω κάτι.

Όραμα



Φεγγαροχτυπημένε κρατάς τον έρωτα
στα δύο σου χέρια.
Τα χείλη στα σφραγίζει ο άνεμος το βράδυ
σαν επιστρέφει από ταξίδια λάγνα.
Μεσ’ στη σιωπή κοιμάσαι,
ξυπνάς και συλλογιέσαι
μήπως τα άστρα μοναχικά λικνίζονται
ή οι θεοί τους χάρισαν το άρωμά τους
και λησμονήσαν πως κάποτε
ήταν και αυτά θνητοί που αγαπηθήκαν με τ’ άπιαστο;

Το κύρτωμα ενός ειδώλου που θύμιζε φεγγάρι σε θάμπωσε.
Κατηφορίζεις πια το πιο ψηλό βουνό.
Αν σε αξίωσε η τύχη να το ανεβείς,
‘το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον’
έλεγαν οι σοφοί και ο χρόνος, ο θεός, ο Κρόνος
που καίει ανθρώπους στην κάμινο του κόσμου
μα σαν φωνάξουν την ψυχή οδηγό
τους εξαγνίζει με νερό και αγάπη
ώσπου αέρας να γίνουν και φως.
Αστέρι είσαι. Μην ξεχνάς, ήθελες να γενείς φεγγάρι,
Φεγγαροχτυπημένε.

ΠΕΤΡΑ

Καμένη πέτρα απ΄τον ήλιο,
υπόδουλη μιας αχτίνας φωτός, 
υπόδουλη της σκληρής σου μοίρας. 
Έχεις σχήμα καρδιάς.
Ποιητές σου χαρίζουν αέναη ψυχή, 
πλάθουν λιτή τη μορφή σου.
Η φύση γεννά τη μετάλλαξη, 
για να πλάθεται ο στίχος, 
σαν ο άνθρωπος τη ζωή. 
Πέτρα!
Ερωτευμένη και άθικτη.

ΕΠΙΠΛΕΟΝ / Χατζηαυξέντη Μαρία

Πες μου τι θες το επισφράγισμα, 
δε σκέφτεσαι την πυραμίδα της ζωής;
Βλέπεις σκαλιά, πολλά σκαλιά
και δεν μπορείς ν΄ ανέβεις.

Με τις αναπηρίες της ψυχής, θα βλέπεις 
και θα θέλεις.

ΣΥΝΥΠΕΥΘΥΝΟΙ

Η πατρίδα μας σκότωσε από χρέος
μας πέταξε τη λέξη του ήρωα στα μάτια 
και κόψαμε το δένδρο. 
Τούτος ο νεκρός του Ιούλη 
που τον λένε Α.Χ.Ψ.
είναι του χεριού μας ανδραγάθημα.
Κείται το αίμα στους δρόμους
στίγμα από συνείδηση το έγκλημα 
και φωνάζει προδότες.

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Του Φ. Σταυρίδη

Ι

Αυτά τα γράμματα
που μέραμε τη μέρα τα στοιβάζεις
μες στα στήθια σου 
φτιάχνουν για επιβίωση
έτσι καθώς τα χρωματίζεις
τη Δημοκρατία.
Μα ο γείτονας
π΄ από καιρό ειρήνης με υποψία σε κοιτάζει 
- είν΄ εμποράκος λιανικών τιμών
επίτροπος σε μέγα σωματείο- 
κλείνει τα μάτια από χαρά, 
είναι Χριστούγεννα σου λέει,
και χέρι σου προσφέρει.

ΙΙ

Ο Δώρος Λοίζου
ήτανε δένδρο από συνείδηση
και πολιτεία μαζί του. 
Τώρα που γύμνωσε ο ήλιος 
μες στον κήπο σου
αλήθεια, τι τάχατες να είσαι απ΄ το κλαδί του;

ΙΙΙ

Πίναμε ουίσκυ, παίζαμε πόκερ
σ΄ αχράντων μυστηρίων το τραπέζι.
Ερωτευόμαστε αντάξια του σκότους
που μας έκρυβε το πρόσωπο.
Σαν ήρθε η μέρα και μας πρόταξε στο φως 
γυρέψαμε το χώρο.

IV

Τον θάνατον που πήραμε απ΄ τον πόλεμο
τον κάναμε δικό μας
και στήσαμε τον ήρωα δετά
σε κα΄θε μας πλατεία.
Μα η γη που δίψασε απ΄  αυτόν 
στρέφει το βέλος προς τα πίσω.

V

Τροχίσαμε το αίμα μας
στη γεύση του θανάτου.
Μα ο άλλος που καυχιότανε 
για χρέος για τιμή και λευτεριά
κοιτόταν κάθε βράδυ στον καθρέφτη.
Εσύ φτωχέ, τραγουδιστή 
τι λες για τούτη  εδώ την πράξη.

VI

Θα πάω  στο μικρό μου ποταμάκι.
Εκεί με βρίσκουν ταπαιδιά μου  τις γιορτές 
κι έτσι καθώς αναπαμένος απ΄ την μπόρα 
- χρυσό το μάτι κι η ψυχή με βλέπει- 
να χτίσω ένα τετράστιχο από φως 
και μέσα η καρδιά μου ιστορημένη.

VII

Είπανε πως την καρδιά
την κούρσεψε ο Δίας.
Πως καιροφυλακτούσε απ΄ τα τρίσβαθα 
                                            του Ολύμπου
τόσα και τόσα χρόνια.
Γιατί ντροπιάσανε οι κόρακες 
τόσο φτηνά της χαλιμάς 
τα ωραία παραμύθια;


από την Ποιητική Συλλογή: ιστόρημα

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

ΣΕ ΘΥΜΑΜΑΙ

Να μην θαρρείς δεν σ'αγαπούσα
απλά μας χώρισε η ζωή
Την κάθε μέρα σε ζητούσα
τι κι αν δεν είμαστε μαζί

Μην το θαρρεις σ' έχω ξεχάσει
ακόμα κλαίει η καρδιά
τί κι αν εγώ σε έχω χάσει
πάντα η δική μου συντροφιά

Κάθε πρωί η πρώτη σκέψη
σε σέν'αγάπη μου γυρνά
κι η κάθε μια δική μου λέξη
στην θύμηση πάει ξανά.

Όμως δεν ήτανε να γίνει
κι ο πόνος στην καρδιά βουβός
το μόνο πού χει απομείνει
ο καημός σαν αδελφός .

Όμως χαλάλι σου καρδιά μου
τι κι αν πονώ καθημερνά
καλά να είσαι έρωτά μου
κι η κάθε μέρα που περνά

Τις αναμνήσεις συνδαυλίζω
ξύνω συνέχεια την πληγή
ξέρω δεν έχω να ελπίζω
μα η αγάπη ακόμα ζεί.

Να ξέρεις πάντα σε θυμάμαι
κι η νοσταλγία μου γλυκιά
όταν ξυπνώ κι όταν κοιμάμαι

παντοτινή μου συντροφιά

Καιόμενη πόλη

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι!
Έλεγε και ο ποιητής
Ψάχνωνα βρω την αλήθεια μέσα στο ψέμα.
Ψάχνω να βρω το δίκιο μέσα στην αδικία.
Ψάχνω να βρω το φως μέσα στο σκοτάδι.
Ψάχνω να βρω την ειλικρίνεια μέσα στην υποκρισία.
Ψάχνω να βρω τον έρωτα 
μέσα στις παγωμένες καρδιές των ανθρώπων.

Κι όσο ψάχνω, καίγομαι.
Μα ο καθένας το βραχνά του ξέρει.
Και γέρνω και φεύγω  διψασμένος.


από την συλλογή: Για μια στιγμή και μια αιωνιότητα