Του Φ. Σταυρίδη
Ι
Αυτά τα γράμματα
που μέραμε τη μέρα τα στοιβάζεις
μες στα στήθια σου
φτιάχνουν για επιβίωση
έτσι καθώς τα χρωματίζεις
τη Δημοκρατία.
Μα ο γείτονας
π΄ από καιρό ειρήνης με υποψία σε κοιτάζει
- είν΄ εμποράκος λιανικών τιμών
επίτροπος σε μέγα σωματείο-
κλείνει τα μάτια από χαρά,
είναι Χριστούγεννα σου λέει,
και χέρι σου προσφέρει.
ΙΙ
Ο Δώρος Λοίζου
ήτανε δένδρο από συνείδηση
και πολιτεία μαζί του.
Τώρα που γύμνωσε ο ήλιος
μες στον κήπο σου
αλήθεια, τι τάχατες να είσαι απ΄ το κλαδί του;
ΙΙΙ
Πίναμε ουίσκυ, παίζαμε πόκερ
σ΄ αχράντων μυστηρίων το τραπέζι.
Ερωτευόμαστε αντάξια του σκότους
που μας έκρυβε το πρόσωπο.
Σαν ήρθε η μέρα και μας πρόταξε στο φως
γυρέψαμε το χώρο.
IV
Τον θάνατον που πήραμε απ΄ τον πόλεμο
τον κάναμε δικό μας
και στήσαμε τον ήρωα δετά
σε κα΄θε μας πλατεία.
Μα η γη που δίψασε απ΄ αυτόν
στρέφει το βέλος προς τα πίσω.
V
Τροχίσαμε το αίμα μας
στη γεύση του θανάτου.
Μα ο άλλος που καυχιότανε
για χρέος για τιμή και λευτεριά
κοιτόταν κάθε βράδυ στον καθρέφτη.
Εσύ φτωχέ, τραγουδιστή
τι λες για τούτη εδώ την πράξη.
VI
Θα πάω στο μικρό μου ποταμάκι.
Εκεί με βρίσκουν ταπαιδιά μου τις γιορτές
κι έτσι καθώς αναπαμένος απ΄ την μπόρα
- χρυσό το μάτι κι η ψυχή με βλέπει-
να χτίσω ένα τετράστιχο από φως
και μέσα η καρδιά μου ιστορημένη.
VII
Είπανε πως την καρδιά
την κούρσεψε ο Δίας.
Πως καιροφυλακτούσε απ΄ τα τρίσβαθα
του Ολύμπου
τόσα και τόσα χρόνια.
Γιατί ντροπιάσανε οι κόρακες
τόσο φτηνά της χαλιμάς
τα ωραία παραμύθια;
από την Ποιητική Συλλογή: ιστόρημα