Μια μάνα που τα
κότσιηνα της Κύπρου τα χωρκούκια
έκαμε τζιαι εγέννησεν τέσσερα κοπελλούκια.
Εδυσκολεύτηκε πολλά ώστι να τ’αναγιώσει
γιατί εσσιήρεψεν μιτσιά τζι’η φτώσσι’ητούν καμπόση.
Πριτζιά καρκιάς, πριτζιά του νου, έδωκεν τους καμπόσα
μ’οι τρεις τους απορρίψαν τα, τη μάνα τους προδώσαν.
Κρολοηθείτε να σας πω, πώς έσσιει η ιστορία
τζι’αν σας την πω λεπτομερώς, γράφω πολλά βιβλία.
Εννά μια λλίον σύντομη, κουβέντες με ισάφιν,
ριάλλι’ αξίζουσιν πολλά, ίσια με το γρουσάφιν.
Εν’ ιστορία π’ούλλοι μας ακούμε κάθε μέρα,
μα ενν’ αρκέψω να λαλώ πριν έρτει η εσπέρα.
Το γιο της τον μονάκριβο Μαυρήν τον ελαλούσαν
τζιαι για την μαύρην του καρκιάν ούλλοι τους εμιλούσαν.
Η μάνα του ανάγιωσεν τζιαι τρεις ωραίες κόρες
μέσα σε δύσκολους τζιαιρούς, φουρτούνες μα τζιαι μπόρες.
Δαφνούν την ονομάσασιν την μιάλη που τες κόρες
τζι’ ήτουν πικρή σαν τη χολή, πικρή ούλλες τες ώρες.
Η άλλη ήτουν η Κακού, με το ωραίο μμάτιν,
μ’ όπως λαλεί τζιαι τ’όνομα, κατζίαν ήτουν γεμάτη.
Η τρίτη η μιτσόττερη, η χαμηλοθωρούσα,
ήτουν η ομορφόττερη, ήτουν η Αρετούσα.
Πάμπολλες είσιεν ομορκιές τζιαι την καρκιάν της μιάλην
τζι’ούλλος ο κόσμος θαύμαζε τα όμορφα της κάλλη.
Τζιαι τούντην κόρη τη μιτσιά τη χαμηλοθωρούσα,
που’ τουν η ομορφόττερη, που’τουν η Αρετούσα,
τούτης επροξενέψαν της άδρωπον που τα ξένα
τζι’επήρεν την στη ξενικιά να μεν θωρεί κανένα.
Άραγες πώς εβρέθηκεν η Αρετή στα πέρα
τζι’ εβρέθην ξένος άδρωπος να της περάσει βέρα;
Εν είσσιεν άραγες κοντά άντρες να την ζητήσουν
τζι’ ήβραν της ξένον άδρωπον δίχα να την ρωτήσουν;
Έννεν τυχαία που ’φυεν η Αρετή στα ξένα.
Εθέλαν το τ’ αδέρκια της, ρωτάτε με τζι’ εμένα.
Είπουν σας πως η Αρετή ήτουν ωραία νέα,
πως ούλλοι εχουμίζαν την, ούλλοι τους ως τον ένα.
Τζι’η μάνα της αγάπαν την πιο πάνω που τους άλλους.
Ήτουν παιδί καλόκροστον, ήτουν παιδί του κάλλους.
Εν είσσιεν πίκρα μέσα της, μα ούτε τζιαι κατζίαν.
Μπρος τη Δαφνούν τζιαι την Κακούν, τουτ’ ήτουν αγία.
Μα τ’ άλλα τα μιαλλύττερα της Αρετής τ’ αδέρκια
εν εκαθούνταν ήσυχα, πολλά την αζουλέφκαν.
Έτσι αποφασίσασιν τζι’ ήβρασιν τούντον τρόπο:
Την Αρετή να πέψουσιν σε ένα ξένο τόπο.
Ήβρασιν ξένον άδρωπο με πλούτη, με χωράφκια,
να δώκουσιν την Αρετή με αλλαξιάν γρουσάφκια.
Μα έπρεπε τη μάνα τους πρώτα να την καλάρουν
την κόρην που τα σσιέρκα της με τρόπον να την πάρουν.
Επήαν τζιαι στη μάνα τους να πάρουν το χαπάρι,
πως ήβραν ξένον άδρωπον την Αρετή να πάρει.
Μα τζιείνη σαν το άκουσεν ευτύς χαμαί εβρέθην.
Μασσιέριν της εμπήξασιν μες της καρκιάς τη μέσην.
Τζι’ άμαν την εποφύρασιν, αντάκωσεν το κλάμαν.
Εν εμπορούσεν να δεχτεί να κάμει τούντο πράμαν.
Τζι’ ευτύς ομπρός τους νέφανεν η χαμηλοθωρούσα,
τη μάνα της που έκλαιεν φιλά η Αρετούσα.
« Μεν μαραζώνεις μάνα μου τζιαι κρούζει η καρκιά μου.»
«Άκουσες ίντα που ’πασιν κόρη μου τα παικιά μου;»
«Άκουσα τους μανούλα μου τζιαι πόιν εν ιστήννω
με τούντον ξένον άδρωπον να πάω ’γιω να μείνω.
Σκέφτου μανούλα μου καλή πως ούλλα ενν’ αλλάξουν.
Τ’αδέρκια μου εν το σωστό που μάχουνται να πράξουν.
Ριάλλια εννά ’σσιετε πολλά για ό,τι γρειαστείτε,
που τούντη φτώσσιαν την πολλήν για πάντα εννά φκείτε.
Μεν κλαίεις άλλο μάνα μου τζιαι δωσ’ μου την εφτζιή σου.
Εφτζιές καλές, εφτζιές γρουσές να φκουν που την ψυσσιή
σου.
Τζιαι μεν νομίσεις μάνα μου πως εν να σε ξηάσω.
Εν σε ξηάννω ‘γιω ποττέ, το νου μου τζιαι να χάσω.
Τζι’ αν αρρωστήσεις βαρετά τζιαι θέλεις με κοντά σου,
βάλε φωνή τζι’ εγιώ ευτύς εν να βρεθώ μιτά σου.
Έλα μανούλα μου καλή να σε ποσσιαιρετήσω
μεσ’ την αγκάλη μου εγιώ σφιχτά να σε κρατήσω.»
Το κλάμαν ελουθήκασιν ωσάν αγκαλιαστήκαν
τζιαι μέσα που τα στήθκια τους οι στεναγμοί εφκήκαν.
Αγκαλιαστήκαν το πρωί τζιαι ήβρεν τους η δύση.
Κανένας εν εκόντεφκεν να τες ηξεχωρίσει.
Μες τούτον ούλλο τον καμόν τζι’ οι πέτρες εδακρύσαν
τζιαι τζιείντα τρί’ αδέρκια της ψεύτικα την φιλήσαν.
Πως τάχα εμαραζώσασιν που φεύκει η αρφή τους
μα καταβάθος χάρηκεν η μαύρη η ψυσσιή τους.
Την Αρετήν τ’ αδέρκια της να θκιώξουν εξορτώσαν
με τρόπο σσιεηττάνικον, σαν να την ησκοτώσαν.
Ξορτώσαν που της μάνας τους τα σσιέρκα να την πάρουν
τζιαι στα ριάλλια τα πολλά ευτύς για να μουντάρουν.
Τζι’ οι τρεις τους εχαρήκασιν ππαράες πως επιάσαν
τζιαι την φτωσσιήν την μάνα τους για πάντα εξηάσαν.
Τζιείνην που τους
ανάγιωσεν με βάσανα, με πίκρες,
τωρά την εξηάσασιν για θκυο ππαράες λίρες.
Μα ο τζιαιρός επέρασεν οι μέρες τζιαι τα γρόνια
τζιαι τα μαλλιά της μάνας τους ασπρίσαν σαν τα σσιόνια.
Του θανατά αρρώστησεν μια νύχτα του Φεβράρη
τζι’ο Χάρος εκαρτέραν την μιτά του να την πάρει.
Εζήτησεν που τον Θεό μια χάρην τελευταία:
«Θέλω τα κοπελλούκια μου να έχω για παρέα.»
Ευτύς πεζούνιν έπεψεν ο Πλάστης μου να πάρει
στα τρία κοπελλούκια της το άσσιημον χαπάριν.
«Λάμνε πεζούνιν μεν αρκείς τζιαι φέρ’ της τα παικιά της,
σ’ τούντην στερνήν την ώρα της να’ ναι δαμαί μιτά της.»
Ευτύς εκρόστην το πουλλίν τζιαι φεύκει για να πάει
πεμπάμενο που τον Θεό το μήνυμα να πάρει.
Τζιαι το πεζούνιν ήβρεν τους τζι’ ετρώαν τζι’ εγλεντούσαν
τζιαι προσοχή στο μήνυμα καθόλου εν εθκιούσαν.
Τη μάνα τους που έφευκεν μαγκόν ελυπηθήκαν
σ’ τζιείντην στερνή την ώρα της μόνη της την αφήκαν.
Τζιαι το πουλλίν επέτησεν το μήνυμα να φέρει
στη μάνα την κοτζιάκαρην που τζιείνα περιμένει.
«Εν έχουν ώρα να’ ρτουσιν τη μάνα τους να δούσιν.
Έχουσιν έννοιες σοβαρές, να φάσιν τζιαι να πιούσιν.»
Τζι’ η μάνα σαν το άκουσεν τούντο κακό μαντάτο
τα μμάκια της ετρέξασιν σαν ποταμό γεμάτο.
«Μακάρι να περνούν καλά τζιαι πάντα να γελούσιν
τζιαι με υγεία τζιαι χαρά παντοτινά να ζιούσιν.
Παρακαλώ σε Πλάστη μου με ούλλην την καρκιά μου
να μεν αφήκεις το κακό να έβρει τα παικιά μου.
Οι τρεις τους με πληγώσασιν πολλά μα εν πειράζει.
Καλά να’ ναι παντοτινά να μεν έχουν μαράζι.
Τζι’ άμαν γεράσουν τζι’ έβρει τους η ώρα του θανάτου,
καλέσει τους ο Χάροντας για να βρεθούν μιτά του,
τζιαμ’ εν να καταλάβουσιν ίντα που μου εκάμαν,
που το φαΐν εβάλασιν πιο πάνω που την μάνα.
Μ’ αλλό ’ναν πράμα σου ζητώ Θεέ μου ’γιω που Σένα.
Στείλ’ το πεζούνι Σου να πα’ ως πέρα τζιει στα ξένα.
Να’ βρει την Αρετούσα μου τζιαι να της πει να έρτει,
να’ ρτει να δει τη μάνα της που ’ν βαρετά τζιαι φεύκει.
Τζιαι ο Θεός εδέχτηκεν να κάμει τούντην χάρη
τζιαι το πεζούνιν έπεψεν το μήνυμα να πάρει.
Ωσάν την ήβρεν το πουλλίν την Αρετή στα ξένα,
ήβρεν την τζι’ επροσεύκετουν, τα μμάκια της κλαμένα.
Επαρακάλαν τον Θεό με ούλλην την ψυσσιήν της
να ’σσιει τη μάνα της καλά να μεν εν’ μανισσιή της.
Τζι’ ωσ’ άνοιξεν τα μμάκια της τζιαι είεν το πεζούνιν
ευτύς εποτυλίχτηκεν ωσάν να ’ταν σιφφούνιν.
Τζιαι πριν προλάβει το πουλλίν το στόμα του ν’ ανοίξει
τζιείνη εβασανίζετουν το δάκρυ της να πνίξει.
Γιατί ευτύς κατάλαβε τα άσσιημα μαντάτα
τζι’ αμέσως εξεκίνησεν με βήματα γεμάτα,
εις το πλευρό της μάνας της να πάει για να κάτσει
το σσιέριν της να της κραεί, ο Χάρος πριν φωνάξει.
Τζιαι που την βιασύνη της στη μάνα της να φτάσει,
εν εμπορούσε το πουλλίν τζιείνην να την προφτάσει.
«Πού είσαι μάνα μου καλή, μάνα μου γρουσαφένη;»
«Ήρτες κορούα μου καλή, κόρη μ’ αγαπημένη;»
«Εν εμπορούσα μάνα μου να μεν έρτω κοντά σου,
σ’ τούντην στερνήν
την ώρα σου να μεν είμαι μιτά σου.
Τζι’ αφού σου το ορκίστηκα πως άμαν αρρωστήσεις
κοντά σου ήτουν να βρεθώ μόλις μου το ζητήσεις.»
«Αχ κόρη μου, γρουσάφι μου, που ’σσιεις καρκιάν που
λάμπει.
Μουσκομυρίζει με ανθούς που εν’ γεμάτ’ οι κάμποι!
Πάντα καλά παρακαλώ που τον Θεό να σ’ έσσιει,
αγγέλους να ’σσιει δίπλα σου, πάντα να σε προσέχει.
Ό,τι λαλεί το στόμα σου να ’ναι γλυτζιή σαν μέλι.
Γρόνια να ζήσεις με χαρά όπως ο Πλάστης θέλει.
Σίμωσε εις τα σσιείλη μου εγιώ να σε φιλήσω
για τελευταία μου φορά να σε ποσσιαιρετήσω.»
Τζιαι έσσιυψεν η Αρετή στης μάνας της το στόμα
για τον στερνόν τον ασπασμόν πριχού βρεθεί στο χώμα.
Ένα φιλί της έδωκεν στης βούκκας της τα μέρη,
ένα φιλί που ’ταν γλυτζιήν, γλυτζιήν σαν να ’τουν μέλι.
Τζι’η Αρετή με την σειρά, τη μάνα της φιλά την.
Εν η καρκιά της ξήσσιειλη, με δάκρυα γεμάτη.
Πώς εν ν’ αντέξει τον καμόν, τη μάνα της που χάννει;
Φαίνεσται της πως ταπισόν ‘να γύρει να πεθάνει.
Τζιαι πάνω σαν εψύλωσεν το δάκρυ να σφοτζιήσει
γλυτζιά της χαμογέλασεν η μάνα της πριν σβήσει.
Τζιαι σαν εχαμογέλασεν τα μμάκια της εκλείσαν,
για τελευταία τους φορά, για πάντα εκαμμήσαν.
Τα κλάματα ελούθηκεν η Αρετή σαν είεν
τη μάνα της που έφυεν, στον Άδην σαν επήεν.
Έννεν τζιαι λλίον ο καμός τη μάνα σου σαν χάννεις.
Με ποιον να κλαίεις, να γελάς, με ποιον να συντυχάνεις;
Σε ποιον τες πίκρες σου να πεις, τον πόνο σου να νιώσει,
να του ζητάς παρηορκάν τζι’ αγάπη να σου δώσει;
Εν έσσιει άλλον πα’ στη γη τούτα να σου χαρίσει.
Μόνον η μάνα που πονεί για λλόου σου να ζήσει.
Η μάνα που για τα παικιά διά τζιαι τη ζωή της.
Τζιαι ένα πράμα τους ζητά, ν’ ακούν τη συμβουλή της.
Τζι’ αν την
ακούσουσιν καλώς, γρόνια πολλά ‘ννα ζήσουν,
να ‘χουν υγεία
τζιαι χαρά, πολλά ‘ννα ευτυχήσουν.
Μ’ αν δεν της κρόνουνται, κακώς. Τζιείνα εννά πιερώσουν,
με πόνους τζιαι με δάκρυα, τζιαμαί εν νά το νώσουν.
Τούτον εκαταλάβαν το της Αρετής τ’αδέρκια
ίντα κακόν εκάμασιν στης μάνας τους τα στήθκια.
Ωσάν εφτάσεν ο τζιαιρός ο Χάρος να τους πάρει,
τζιαι στα παικιά τους στείλασιν τούντο κακό χαπάρι,
τζιείνα ούτ’ εκοντέψασιν να τους ποσσιαιρετήσουν,
ούτ’ ένα γεια για να τους πουν πριχού τα μμάκια κλείσουν.
Τζιαμαί
εκαταλάβασιν ίντα κακόν εκάμαν
τη μάνα τους π’ αφήκασιν να λιώσει μες το κλάμαν.
Γι’ αυτόν εγιώ παρατζιελλιάν σε ούλλους σας θα δώκω:
ΤΗ ΜΑΝΑ ΣΑΣ ΝΑ ΓΛΕΠΕΤΕ , τζιαι εν σας κάμνει κόπο.
Δώστε της την
αγάπη σας , ως έκαμεν τζιαι τζιείνη
Τζιαι τούτ’ η αγάπ’ εγιώ λαλώ μόνον καλά αφήνει.
Παράδειγμα να δώσετε τζιαι σεις εις τα παικιά σας
σ’ τζιείντην στερνή την ώρα σας, να ’ναι τζιαμαί μιτά
σας.
Τζι’ ό,τι καλόν τζι’ αν κάμετε σ’ τούντην ζωή που ζιείτε
να ξέρετε που τον Θεό μόνον καλά ‘ννα βρείτε.
Σ’ ούλλους αιώνια ζωή υπόσχεται να δώσει
τζιαι ευτυχία τζιαι χαράν εννά ’χουμεν καμπόση.
Γι’αυτό ας προσπαθήσουμεν ούλλοι τωρά που ζιούμεν
μον’ το καλό να κάμνουμεν για να ευλογηθούμεν!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΑΔΑΜΟΥ ΜΑΚΡΗ (ΞΥΛΟΦΑΓΟΥ)
Σημείωση Δχστη Ιστολογίου: Δεν γνωρίζουμε εάν η κα Χριστιάνα Αδάμου Μακρή από την Κοινότητα: Ξυλοφάγου ανήκει στην κατηγορία των Ποιητάρηδων. Ανακαλύψαμε το παραπάνω ποίημά της στη Κυπριακή Διάλεκτο στην σελίδα: http://www.skalatimes.com/ και θεωρήσαμε σκόπιμο να το αναρτήσουμε και στο δικό μας ιστολόγιο. Άλλα ποιήματά της δυστηχώς δεν μπορέσαμε να ανακαλύψουμε