Θέλεις να δεις γην
όµορφην που 'ναι παδκιάν και λίραν;
Έβκα στους κάµπους, στα βουνά τζιαι στάθου
παρατήρα.
Τζι’ όπου τζι αν δεις τζι έχει δεντρά, να πας να τους
κοντέψεις τζιει, εν η γη η όµορφη να δεις τζιαι να πιστέψεις.
Τζι αν πεθυµήσεις
σπαστρικόν αέραν µυρωδάτον,
µεν βκεις να πας
εις τον γιαλόν, κάλλιον να πας τζιει κάτω
πον τζειν' το δάσος που θωρείς το
νωστοφυτεµένον,
να βρεις αέραν σπαστρικόν
και µουσκοµυρισµένον.
Τζ αν έρτει µέρα τζι
έβρει σε άρρωστον, για καλόν σου,
µεν πέψεις να φέρουσιν γιατρόν που πανωθκιόν
σου.
Τζ εν µπορετόν στα
σσιέρκα του να γείρεις να πεθάνεις,
κάλλιον να πας µιαν εβτοµάν µες στα δεντρά
να γιάνεις.
Πόσα καλά µας
φέρνουσιν και πόσα µας χαρίζουν;
Την πρασινάαν, την
δροσιάν, την µυρωδκιάν π' ανθίζουν,
τα ξύλα τους εν
πον φελούν οξά 'ν τα πωρικά τους; ποιον εν το παρακατινόν; Οι µούττες, τα
κλωνιά τους, που
κόβκουµεν και κάµνουµεν στον νικητήν στεφάνιν;
'ξα 'ν που µας
φέρνουν την βροχήν όποθεν τζι αν 'νεφάνει;
Καληώρα του πόσσιει
δεντρά στον τόπο φυτεµένα,
ένι γονιός πόσσιει
παιδκιά και βγκαίνουν προκοµµένα,
τζιαι βρίσκει τα
παρηορκάν, ζει κι 'εν ηζιπελλεύκει*,
έτσ' εν τζιείνος που 'βαλε δεντρά τζιαι
που φυτεύκει.
*
ηζιπελλεύκει:
ζητιανεύει