Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Τα καλά των δεντρών



                                                                         
Θέλεις να δεις γην όµορφην που 'ναι παδκιάν και λίραν;
Έβκα στους κάµπους, στα βουνά τζιαι στάθου παρατήρα.

Τζι’ όπου τζι  αν δεις τζι έχει δεντρά, να πας να τους
κοντέψεις τζιει, εν η γη η όµορφη να δεις τζιαι να πιστέψεις.


Τζι αν πεθυµήσεις σπαστρικόν αέραν µυρωδάτον,

µεν βκεις να πας εις τον γιαλόν, κάλλιον να πας τζιει κάτω
πον τζειν' το δάσος που θωρείς το νωστοφυτεµένον,

να βρεις αέραν σπαστρικόν και µουσκοµυρισµένον.


Τζ αν έρτει µέρα τζι έβρει σε άρρωστον, για καλόν σου,
µεν πέψεις να φέρουσιν γιατρόν που πανωθκιόν σου.

Τζ εν µπορετόν στα σσιέρκα του να γείρεις να πεθάνεις,
κάλλιον να πας µιαν εβτοµάν µες στα δεντρά να γιάνεις.

Πόσα καλά µας φέρνουσιν και πόσα µας χαρίζουν;

Την πρασινάαν, την δροσιάν, την µυρωδκιάν π' ανθίζουν,

τα ξύλα τους εν πον φελούν οξά 'ν τα πωρικά τους; ποιον εν το παρακατινόν; Οι µούττες, τα κλωνιά τους, που
κόβκουµεν και κάµνουµεν στον νικητήν στεφάνιν;

'ξα 'ν που µας φέρνουν την βροχήν όποθεν τζι αν 'νεφάνει;

Καληώρα του πόσσιει δεντρά στον τόπο φυτεµένα,

ένι γονιός πόσσιει παιδκιά και βγκαίνουν προκοµµένα,

τζιαι βρίσκει τα παρηορκάν, ζει κι 'εν ηζιπελλεύκει*,
 έτσ' εν τζιείνος που 'βαλε δεντρά τζιαι που φυτεύκει.

* ηζιπελλεύκει: ζητιανεύει

Τετάρτη 21 Μαΐου 2014

Διόδια

Τώρα θα δεις τα χρώματα ν’ αλλάζουνε
και τα βουνά να σμίγουν ένα-ένα.
Άγγελοι σα θνητοί θα σ’ αγκαλιάζουνε
εχθροί θα σου μιλούν αγαπημένα.

Τώρα θα πιω νερό απ΄το ποτήρι σου
δικά σου θα'ναι πια όσα δεν έχω.
Θα σπρώξω ουρανό στο παραθύρι σου
κι ό,τι δεν άντεχα θα το αντέχω.

Τώρα θα πιάσω σπίτι στον παράδεισο
τσάμπα οικόπεδο σε παράλια.
Του έρωτα θα βάλω το πουκάμισο
και θα νικήσω δίχως πανοπλία.

Τώρα θα δεις μες στης ψυχής τα υπόγεια
τραπέζι με ψωμί κι αλάτι
τώρα που δεν υπάρχουνε διόδια
που πέφτει σαν ζεστή βροχή η αγάπη.

Κερύνεια

Θ’ ανάψω απόψε ένα κερί
με μουσική λυπητερή Κερύνεια μου.
Να `ρθει το φως και να με βρει
Ν’ ανοίξει η μνήμη την πληγή Κερύνεια μου.

Θα μπω μ’ ένα παλιό βιολί
μεσ’ του σπιτιού μου την αυλή Κερύνεια μου.
Κερύνεια μου.
Να σε χορέψω μια στροφή
σαν άντρας πού `χει τρελαθεί Κερύνεια μου.
Κερύνεια μου.

Ύστερα θα `ρθει μια βροχή
σαν ζυγαριά στην αντοχή Κερύνεια μου.
Οι νότες τέρμα θ’ ανεβούν
Με αίμα οι σταγόνες θα μας βρουν Κερύνεια μου

Θα μπω μ’ ένα παλιό βιολί
μεσ’ του σπιτιού μου την αυλή Κερύνεια μου.
Κερύνεια μου.
Να σε χορέψω μια στροφή
σαν άντρας πού `χει τρελαθεί Κερύνεια μου.
Κερύνεια μου.

Ποιος μας πληγώνει; Ποιος μας πονά;
Ποιος μαχαιρώνει;
Ποιος μας πληγώνει; Ποιος μας πονά;
Ποιος μας ενώνει;

Δεν έχει πατρίδα ο άνεμος

Δεν έχει πατρίδα ο άνεμος
ούτε μητέρα
τις νύχτες ντύνεται άσχημος
θεριό την ημέρα
Δεν έχει πατρίδα ο άνεμος
μόνο φοβέρα
σφυρίζει, βρίζει σαν άνθρωπος
σαν άγριο τέρας.

Κι όλο προσπερνά και θυμίζει εσένα
όταν αγαπάς, όταν μαχαιρώνεις τα περασμένα
κι όλο προσπερνά και θυμίζει εσένα
όταν προσπερνάς, όταν ξεριζώνεις τα κερδισμένα.

Δεν έχει πατρίδα ο άνεμος
ούτε μητέρα
στην άβυσσο μπαίνει παράνομος
και πάει πιο πέρα
Δεν έχει πατρίδα ο άνεμος
ούτε μητέρα
τις νύχτες ντύνεται άσχημος
θεριό την ημέρα.

Κι όλο προσπερνά και θυμίζει εσένα
όταν αγαπάς, όταν μαχαιρώνεις τα περασμένα
κι όλο προσπερνά και θυμίζει εσένα
όταν προσπερνάς, όταν ξεριζώνεις τα κερδισμένα.

Cyprus

Ψυχές καράβια στον καιρό
τη λησμονιά χρόνια παλεύουν

Ψυχές τα δάκρυα μας κάνουν
πολλές ματιές μας συντροφεύουν

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

[Έντεκα γρόνους ] / Ατσίκκος Γιακουμής

Έντεκα γρόνους ώς τωρά στην προσφυγιάν που ζιούμεν
νυχτοξημερωννούμαστιν τζι’ άγρυπνοι καρτερούμεν
να ξαναπάμεν έσσω μας, τζει κάτω να ταφούμεν.
Βρίσκουσιν τρόπους, κάθονται εις τες συνομιλίες,
μα λύσην ’εν ι-βρίσκουσιν, πιντώννουν τες αιτίες.
Οι ξένοι πάντα μάχουνται για το δικόν τους κκιάρι
τζιαι μας ’δα κάτω να τα βρουν ―πετσίν, τζι’ άλλοι τομάρι.
Όπου αγάπη τζι’ ο Θεός, οι πρωτινοί λαλούσι,
έτσι έχουν μιαν δύναμιν τζιαι τ’ άδικον νικούσι,
τούτ’ εν’ η στράτα η καλή, τζι’ ούλλοι μας να τη[ν] δούμεν,
ατ τ’ ’εν να λείψ’ η προσφυγιά τζιαι να ξαναστραφούμεν
στα σπίθκια μας που καρτερούν, τζι’ ειρήνικά να ζιούμεν.

Έπαρτους σιαιρετίσματα

Στην μνήμην του αξέχαστου συνάερφού μου
Ποιητή
Αείμνηστου Κυριάκου Καρνέρα
Έφυες Γέρο Πλάτανε τζι εσού κατόπιν τ’ άλλου,
θέλω να πω, του φίλου μας του μακαρίτη Παύλου.
Μπορεί να σου ’πεν κάποτε, φαίνεται μιαν ημέρα,
“Έτο πααίννω, τζι έρκεσαι κατόπιν μου, Καρνέρα”.
Συμφωνημένοι να ’σαστον ήτουν να γελαστείτε
που έξι μήνες τζι ύστερα να πάεις να βρεθείτε.
Αν δειτε τους συντρόφους μας τζει κάτω τζει που πάτε,
περνούν νάκκον καλλίτερα κανέναν αρωτάτε.
Τζει κάτω πέρκι ’εν έσιει κλέφτες, όπως ’δα πάνω,
όσα τζι αν έχουν θέλουσιν για να ’χουν παραπάνω.
Ούτε ’εν να γυρίζουσιν τες πόρτες να κτυπούσιν
για Δήμαρχους τζιαι βουλευτές ψήφους για να ζητούσιν.
Αν κάμνουσιν πυρηνικά, πυραύλους τζιαι κανόνια,
’εν να λαλούμεν του Θεού να μας πιντώννει γρόνια.
Αν ’εν την ίδιαν ζωή που ζιουν οι πεθαμμένοι,
να μείνουμεν στον τόπον μας που ’μαστον μαθημένοι.
’Πο τούτα ούλα ’εν έσιει στον Άδην σαν λαλούσιν,
έπαρ’ τους σιαιρετίσματα τζιαι να μας καρτερούσιν.

Στον αείμνηστον Παύλον Λιασίδην

Έφυες με παράπονον της προσφυγιάς θκειέ Παύλο
τζι ’εν θα ’χουμε συνάδερφον όπως εσέναν άλλο.
Σαν να ’σουν ένας τζιύρης μας με τες παραντζελιές σου
τζι έθελα πάντα να πατώ μέσα στες αυλατζιές σου.
Α(ν) δεις που τους συντρόφους μας κανέναν εις τον Άδη
πε τους κανέναν ποίημα ας εν’ τζιαι για σημάδι.
Παλαίσην, για τον Κουρουζιά, τον Γιώρκον Κατσαντώνη,
πε τους το λλιανίσκουμεν ώσπου περνούν οι γρόνοι.
Τζι αν ευρεθούμεν κάποτε στον Άδη τζι εν’ κισμέτι
τζι έσιει λαούτα τζιαι βκιολιά  κάμνεις μας ζιαφέτι.
Έναν κλωνί βασιλιτζιάν στεφάνι σου χαρίζω
τζι ως που ’χω πάνω μου οπνιάν εν να σε μακαρίζω.

«ΟΡΠΙΖΩ» / Λιασίδης Παύλος


«Εν έκοψες ‘ κόμα, γέρο μου, το μούτιν
πρόσφυγας να σβήσεις, κρύφεις πόσσω πάθος;
Εν κάμνω καπούλλιν την ιδέα τούτην,
με λαλώ ποττέ μου όπου γη τζι’ ο τάφος.
Τούντα κόκκαλα μου μετά σιήλια γρόνια,
Τούρτζιε, πιον σαν φύεις, έννα συναχτούσιν,
πάλε να πετήσουν γιόν τα σιηλιόνια
στο νεκροταφείον «Λύση’ να θαφτούσιν»!

[Την αφάντακτην του κόσμου ] / Λιασίδης Παύλος

Την αφάντακτην του κόσμου τζι’ αν μου βάλουν στο πλευρό
εν τη θέλω, ‘ννα φωνάζω μα τον τίμιον σταυρόν.
έμπα νάσιει πλούτη στίβες, τζι’ ομορκιάν για τα φιλιά.
ή μυρίζει πόναν μίλιν τζι’ εν σωστή τρανταφυλλιά,
Εν αξίζει κατ’ εμένα ούτε ήμισον ππαράν
όντας δκιά την μυρωθκιάν της εις τον κάθε μασκαράν.
Εν σ’αλλάσω πέρτικα μου μεν φοάσαι με καμμιάν
εν σου ήβρα τόσα χρόνια που προβάρω, αβανιάν
Ενεσιεις της Αφροδίτης τζιείντα κάλλη τα πολλά
μμά ‘σιεις γνώμην γιον γρουσάφιν τζιαι τιμήν που εν χαλά

[στης Αθηαίνου το χωρκόν] / Λιασίδης Παύλος

Λοιπόν κρωστείτε να σας πω τα όσα εγινήκαν
στης Αθηαίνου το χωρκόν, έτσι καθώς μου είπαν.
Έναν παιδίν Αμβρόσιος του Γιώρκου που μου λέσιν
σήμμερον άφηκεν πολλούς για λλόου του και κλαίσιν.
Πόχασε την νεότην του ο δυστυχής, αδίκως
ωσάν αρνίον έξαφνα που το ξεσχίζει λύκος.
Λέγουν έν' ο Νεόφυτος που το 'φαν την ζωήν του,
που βούραν και κατάτρεσεν πολλά την αδελφήν του.
Και καθημέρα βκάλλασιν για λλόου της λαλούσιν,
ψέματα ότι τον φιλά με χωρίς να τους δούσιν.
Και ξάπλωννεν το λακκιρτίν παντού μες το χωρίον
κι ο αδελφός της π' άκουεν εγίνετουν θηρίον.

Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

[Αν τολμούσες] / Κανάκης Άντης

Αν τολμούσες
Θα σε τυραννάει
η θλιμμένη ματιά
που σου έριξε
το πικρό χαμόγελό της
το θρόισμα του φουστανιού της
η σπάνια ευωδιά
του σώματός της
π’ άφησε στο πέρασμά της,
Και θα καταριέσαι
τον εαυτό σου
γιατί δεν έτρεξες
να την σταματήσεις
να της μιλήσεις.
Αν τολμούσες...

Ισως...

Αποθήκη / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου


Έτσι που είναι σκοτεινή
κι όπως σκέπασε η σκόνη τα πράγματα
δεν μπορεί κανείς να δει
τις πληγές στα σώματά τους
τη θλίψη στην επιφάνειά τους.
Ωστόσο, κανείς δε λογάριασε
πως ούτε η σκόνη ούτε το σκοτάδι
μπορούν να κρύψουν
τους αναστεναγμούς τους.
Κι εκείνοι τους άκουσαν.
Τώρα ξέρουν.

Κυριακή 11 Μαΐου 2014

ΜΑΝΑ


Μάνα στην γη σαν βλάστησες
περασες πόνους ,χάρησες
ζωή και δημιούργημα
και της ψυχής λειτούργημα.
Η ύπαρξη άθλος ζωής
μια ηρωίδα στην ψυχή.
στην φτώχεια σου αρχόντισσα
νια είσαι, για γερόντισσα.
Ένα κογχύλι σφύριζε
τους πόνους πέρα γύριζε.
Στο χερομύλι τους καημούς
και στην ανέμη στεναγμούς.
Μες στην παλάμη του καιρού
κάτω απ' τον ίσκιο του κυρού.
Δίπλα πιστή συντρόφισσα
στην φτώχεια σου αρχόντισσα .
Μάνα την γή που πότιζες
μ' ίδρωτα την ενότιζες
ένα παιδί μες στην κοιλιά
και τ'άλλο μες στην αγκαλιά
το τρίτο μέσα στην πτυχή
της φούστας σου να'χει κρυφτεί.
Σκληρός αγώνας μια ζωή
ποτέ δεν ρώτησες “γιατί “
θείο το ´εργο τέλειωσες ,
το σπίτι το θεμέλιωσες .
Το πρόσωπο χαμόγελό
και πάντα δόξαζες Θεό
όλου του κόσμου ευχαριστώ
ποτέ δεν θάναι αρκετό
στο έργο σου το μητρικό .

Αυτός ο κόσμος που αλλάζει

Μεγάλο δέντρο ο στεναγμός, μεγάλη κι η σκιά του
απλώνει ρίζες στην ψυχή, στο σώμα τα κλαδιά του
Μα όπως ανοίγει ένα πουλί φτερούγα στον αέρα
το δέντρο γίνεται γιορτή και φτερουγίζει η μέρα


Πόσες φορές να σου το πω, πόσες να στο μηνύσω;
Να σου το πω ψιθυριστά ή να στο τραγουδήσω;
Θα σου το πω ψιθυριστά, όπως μιλάει το βλέμμα
που κρύβει μες τη σιγαλιά του κόσμου όλο το αίμα


Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
πως σου μοιάζει, πως σου μοιάζει
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
με τρομάζει, με τρομάζει


Χαμένοι μοιάζουμε, λοιπόν, στο γύρο του θανάτου
στην παγωνιά του οριστικού, στον τρόμο του αοράτου
Μα οριστικά θα ‘χεις χαθεί, μονάχα αν το διαλέξεις
όπως διαλέγει η μουσική τα λόγια και τις λέξεις


Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
πως σου μοιάζει, πως σου μοιάζει
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
με τρομάζει, με τρομάζει