Καλά να’ναι, όπου
και
να βρίσκονται!
Τις θυμάμαι πάντα,
να ξεκλέβουν
τη μπουκιά
από το στόμα τους,
για να τη βάλουν
στο δικό μας στόμα·
ή, αν ούτε κι αυτή
τους περίσσευε,
να την
αρπάζουν από το στόμα
του δράκου
ή, και των άλλων κακών
του παραμυθιού, για να
τη χαρίσουν σε
μας.
Τις θυμάμαι ντυμένες πάντα
στα μαύρα,
ν’ασπρίζουν τις μέρες μας
με την παρουσία τους,
μαυρίζοντας ίσως
τις δικές τους.
Καταδεχτικές και καλόγνωμες,
έτοιμες
να συγχωρήσουν κάθε ανοησία
και παλάβρα μας.
Τώρα, που πέρασαν τα χρόνια,
όλο και πιο πολύ τα πρόσωπα
τους μου μοιάζουν
σαν άγια εικονίσματα·
κι όταν
καμιά φορά προσκυνάω
τις Παναγιές, δε ξέρω γιατί,
πάντα το μυαλό μου στρέφεται
σ’αυτές
και προς αυτές απευθύνει
την προσευχή
και τις ευχαριστίες του.
Πέρασαν από τη ζωή μου
σαν μακρινές οπτασίες
και σκιές, κρυμμένες
πάντα στο
ημίφως,
μην ενοχλήσουν με
την παρουσία τους.
Έτσι και φύγαν·
απαρατήρητες,
σάμπως να μη ζήσαν·
κρατημένες πάντα
στο περιθώριο·
περιμένοντας κάποιος
να κλείσει
την πόρτα από πίσω τους·
όπως κλείνουν του
πεθαμένου
τ’ανοιγμένα τσίνορα.
Μόνη π’απόμεινε
στη μνήμη μου
η μαύρη μαντίλα τους·
και κάτι από τη μαυράδα
της ματιάς τους·
σαν την πικράδα της ελιάς,
πριν την αλατίσεις,
να φύγει το
φαρμάκι της…
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ
ΣΥΛΛΟΓΗ ‘’ ΣΙΣΥΦΟΣ ‘’
ΕΚΔΟΣΗ: 2018
Αφιερωμένο με αγάπη στις γιαγιάδες όλων μας.
Θα μας είστε αλησμόνητες όπου και να βρίσκεστε…
Σας ευχαριστούμε …
να βρίσκονται!
Τις θυμάμαι πάντα,
να ξεκλέβουν
τη μπουκιά
από το στόμα τους,
για να τη βάλουν
στο δικό μας στόμα·
ή, αν ούτε κι αυτή
τους περίσσευε,
να την
αρπάζουν από το στόμα
του δράκου
ή, και των άλλων κακών
του παραμυθιού, για να
Τις θυμάμαι ντυμένες πάντα
στα μαύρα,
ν’ασπρίζουν τις μέρες μας
με την παρουσία τους,
μαυρίζοντας ίσως
τις δικές τους.
Καταδεχτικές και καλόγνωμες,
έτοιμες
να συγχωρήσουν κάθε ανοησία
και παλάβρα μας.
Τώρα, που πέρασαν τα χρόνια,
όλο και πιο πολύ τα πρόσωπα
τους μου μοιάζουν
σαν άγια εικονίσματα·
κι όταν
καμιά φορά προσκυνάω
τις Παναγιές, δε ξέρω γιατί,
πάντα το μυαλό μου στρέφεται
σ’αυτές
και προς αυτές απευθύνει
την προσευχή
και τις ευχαριστίες του.
Πέρασαν από τη ζωή μου
σαν μακρινές οπτασίες
και σκιές, κρυμμένες
πάντα στο
ημίφως,
μην ενοχλήσουν με
την παρουσία τους.
Έτσι και φύγαν·
απαρατήρητες,
σάμπως να μη ζήσαν·
κρατημένες πάντα
στο περιθώριο·
περιμένοντας κάποιος
να κλείσει
την πόρτα από πίσω τους·
όπως κλείνουν του
πεθαμένου
τ’ανοιγμένα τσίνορα.
Μόνη π’απόμεινε
στη μνήμη μου
η μαύρη μαντίλα τους·
και κάτι από τη μαυράδα
της ματιάς τους·
σαν την πικράδα της ελιάς,
πριν την αλατίσεις,
ΕΚΔΟΣΗ: 2018
Θα μας είστε αλησμόνητες όπου και να βρίσκεστε…
Σας ευχαριστούμε …