Η ίδια βρήκε τον τρόπο και κρύφτηκε
πίσω από τον πυροβολισμό∙
προσποιήθηκε πως δεν άκουσε, δεν είδε,
εν πάση περιπτώσει αποποιήθηκε των νομικών
ή ηθικών ευθυνών της πλένοντας με μπόλικο νερό
τα χέρια της.
Στη συνέχεια έκρυψε στο σκοτεινό της υποσυνείδητο
την ιστορία της αυτοχειρίας και προσπάθησε
να τη διαγράψει μια για πάντα από το Ληξιαρχείο
της πόλης της∙
έμειναν όμως τα σημάδια του Ποιητή που περιέργως
ο χρόνος τα σεβάστηκε και τα κράτησε στη μνήμη του
επαναφέροντας τα κάθε τόσο στο προσκήνιο꞉
το καφενεδάκι που κάθισε και ήπιε τον καφέ του
για τελευταία φορά πριν αποπειραθεί ν ‘αυτοκτονήσει∙
οι λεροί ,βρώμικοι δρόμοι που περπάτησε κατηφορίζοντας
προς τη θάλασσα την ώρα που η μπάντα παιάνιζε
χαρούμενα υποδεχόμενη την άφιξη του κυρίου νομάρχη∙
πέρασε μπροστά και από το υποκατάστημα της τραπέζης,
όπου έκανε και την πρώτη κατάθεση του, όλο και όλο
δραχμές τριάντα.
Υπομειδίασε ενθυμούμενος εκείνη την άχρηστη και εν πολλοίς
ανόητη κατάθεση, σκεπτόμενος για ποιον τάχα να προορίζονταν!
Είδε τις γυναίκες καθισμένες αμίλητες στην αυλή του σπιτιού τους
να καθαρίζουν κρεμμύδια και τα μάτια τους κόκκινα από τα δάκρυα
δεν ήξερες αν κλαίαν για τα προδομένα τους όνειρα
ή από την αψάδα των κρεμμυδιών.
Μαύρες κάργιες μεθυσμένες χτυπούσαν πάνω στα παραθύρια
και ύστερα περπατούσαν αμέριμνες στους δρόμους
σα να μη συνέβη τίποτα.
Η θάλασσα τον χτύπησε κατάστηθα με την αλμύρα της∙
το απέραντο γαλάζιο του δάγκωσε προς στιγμή την καρδιά∙
είχε αδυναμία με τη θάλασσα∙ θυμήθηκε μικρός
χαρές που έκανε να βουτήξει στα νερά να ξεπλυθεί
από υπαρκτές ή ανύπαρκτες αμαρτίες∙
και να τώρα που με τη θάλασσα σαν πέτρα θ ‘αφήνονταν
να βουλιάξει στην ανυπαρξία!
Έξι ώρες πάλευε με τη θάλασσα και το νερό και η θάλασσα
τον ανέβαζε στον αφρό της αρνούμενη να τον πάρει
στον πάτο της
Απελπισμένος βγήκε από το νερό ∙έσταζε όλος θάλασσα.
Κατευθύνθηκε προς το μικρό φαρμακείο∙
στο μέσο του δρόμου μετάνιωσε∙ δεν ήταν τρόπος
θανάτου για έναν Ποιητή, σκέφτηκε∙
ο θάνατος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά πρόσωπο∙
να τον βλέπεις και να σε βλέπει προτείνοντας καθένας
το όπλο του, σημαδεύοντας κατευθείαν την καρδιά.
Η πιστολιά που ακούστηκε εκείνο το θλιμμένο απόγεμα
από το μικρό και στενάχωρο επαρχιακό δωμάτιο
συντάραξε ολόκληρη την Πρέβεζα!
Η ηχώ της καβάλησε τα κάγκελα της μικρής
επαρχιακής πόλης και περνώντας πάνω από τα βουνά
και τις θάλασσες ήρθε και χτύπησε κατάστηθα
τη μεγαλούπολη των Αθηνών.
Τ ‘άκουσε η Αθήνα και γύρισε από το άλλο πλευρό!
‘’Τρόπους που βρίσκουν κι αυτοί οι επαρχιώτες
να ταράξουν τα νερά!’’, σκέφτηκε και συνέχισε τον ύπνο της!
Η Πρέβεζα τον πέρασε στα γρήγορα από την πίσω αυλή
και τον έθαψε βάζοντας το μαντήλι στη μύτη της.
Τουλάχιστο να μη της χρεώσουν το απονενοημένο!
Το έχουν αυτό οι Ποιητές να σε ξαφνιάζουν
με τις απροσδόκητες πράξεις τους!
Γύρισε σελίδα η Πρέβεζα συνεχίζοντας από κει
που σταμάτησε τη μικρή επαρχιώτικη ρουτίνα της.
Και όταν οι επισκέπτες που την επισκέπτονται
κάθε τόσο για τη θάλασσα και την εξαίρετη θέα της
παρεμπιπτόντως ή, και από περιέργεια ρωτούν
για τον ‘’Αυτόχειρα της Πρεβέζης’’ με τρόπο
και, πολύ ευγενικά πρέπει να ομολογήσουμε,
τους διορθώνει το από κεκτημένη ταχύτητα λάθος τους.
Λέτε, παρακαλώ, απλά ‘’Κώστας Καρυωτάκης’’
αποσπασμένο από το ‘’Πρεβέζης’’!
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
‘’ ΜΙΚΡΑ ΔΟΚΙΜΙΑ Ή ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ‘’
ΕΚΔΟΣΗ: 2013
πίσω από τον πυροβολισμό∙
προσποιήθηκε πως δεν άκουσε, δεν είδε,
εν πάση περιπτώσει αποποιήθηκε των νομικών
ή ηθικών ευθυνών της πλένοντας με μπόλικο νερό
τα χέρια της.
Στη συνέχεια έκρυψε στο σκοτεινό της υποσυνείδητο
την ιστορία της αυτοχειρίας και προσπάθησε
να τη διαγράψει μια για πάντα από το Ληξιαρχείο
της πόλης της∙
έμειναν όμως τα σημάδια του Ποιητή που περιέργως
ο χρόνος τα σεβάστηκε και τα κράτησε στη μνήμη του
επαναφέροντας τα κάθε τόσο στο προσκήνιο꞉
το καφενεδάκι που κάθισε και ήπιε τον καφέ του
για τελευταία φορά πριν αποπειραθεί ν ‘αυτοκτονήσει∙
οι λεροί ,βρώμικοι δρόμοι που περπάτησε κατηφορίζοντας
προς τη θάλασσα την ώρα που η μπάντα παιάνιζε
χαρούμενα υποδεχόμενη την άφιξη του κυρίου νομάρχη∙
πέρασε μπροστά και από το υποκατάστημα της τραπέζης,
όπου έκανε και την πρώτη κατάθεση του, όλο και όλο
δραχμές τριάντα.
Υπομειδίασε ενθυμούμενος εκείνη την άχρηστη και εν πολλοίς
ανόητη κατάθεση, σκεπτόμενος για ποιον τάχα να προορίζονταν!
Είδε τις γυναίκες καθισμένες αμίλητες στην αυλή του σπιτιού τους
να καθαρίζουν κρεμμύδια και τα μάτια τους κόκκινα από τα δάκρυα
δεν ήξερες αν κλαίαν για τα προδομένα τους όνειρα
ή από την αψάδα των κρεμμυδιών.
Μαύρες κάργιες μεθυσμένες χτυπούσαν πάνω στα παραθύρια
και ύστερα περπατούσαν αμέριμνες στους δρόμους
σα να μη συνέβη τίποτα.
Η θάλασσα τον χτύπησε κατάστηθα με την αλμύρα της∙
το απέραντο γαλάζιο του δάγκωσε προς στιγμή την καρδιά∙
είχε αδυναμία με τη θάλασσα∙ θυμήθηκε μικρός
χαρές που έκανε να βουτήξει στα νερά να ξεπλυθεί
από υπαρκτές ή ανύπαρκτες αμαρτίες∙
και να τώρα που με τη θάλασσα σαν πέτρα θ ‘αφήνονταν
να βουλιάξει στην ανυπαρξία!
Έξι ώρες πάλευε με τη θάλασσα και το νερό και η θάλασσα
τον ανέβαζε στον αφρό της αρνούμενη να τον πάρει
στον πάτο της
Απελπισμένος βγήκε από το νερό ∙έσταζε όλος θάλασσα.
Κατευθύνθηκε προς το μικρό φαρμακείο∙
στο μέσο του δρόμου μετάνιωσε∙ δεν ήταν τρόπος
θανάτου για έναν Ποιητή, σκέφτηκε∙
ο θάνατος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά πρόσωπο∙
να τον βλέπεις και να σε βλέπει προτείνοντας καθένας
το όπλο του, σημαδεύοντας κατευθείαν την καρδιά.
Η πιστολιά που ακούστηκε εκείνο το θλιμμένο απόγεμα
από το μικρό και στενάχωρο επαρχιακό δωμάτιο
συντάραξε ολόκληρη την Πρέβεζα!
Η ηχώ της καβάλησε τα κάγκελα της μικρής
επαρχιακής πόλης και περνώντας πάνω από τα βουνά
και τις θάλασσες ήρθε και χτύπησε κατάστηθα
τη μεγαλούπολη των Αθηνών.
Τ ‘άκουσε η Αθήνα και γύρισε από το άλλο πλευρό!
‘’Τρόπους που βρίσκουν κι αυτοί οι επαρχιώτες
να ταράξουν τα νερά!’’, σκέφτηκε και συνέχισε τον ύπνο της!
Η Πρέβεζα τον πέρασε στα γρήγορα από την πίσω αυλή
και τον έθαψε βάζοντας το μαντήλι στη μύτη της.
Τουλάχιστο να μη της χρεώσουν το απονενοημένο!
Το έχουν αυτό οι Ποιητές να σε ξαφνιάζουν
με τις απροσδόκητες πράξεις τους!
Γύρισε σελίδα η Πρέβεζα συνεχίζοντας από κει
που σταμάτησε τη μικρή επαρχιώτικη ρουτίνα της.
Και όταν οι επισκέπτες που την επισκέπτονται
κάθε τόσο για τη θάλασσα και την εξαίρετη θέα της
παρεμπιπτόντως ή, και από περιέργεια ρωτούν
για τον ‘’Αυτόχειρα της Πρεβέζης’’ με τρόπο
και, πολύ ευγενικά πρέπει να ομολογήσουμε,
τους διορθώνει το από κεκτημένη ταχύτητα λάθος τους.
Λέτε, παρακαλώ, απλά ‘’Κώστας Καρυωτάκης’’
αποσπασμένο από το ‘’Πρεβέζης’’!
ΕΚΔΟΣΗ: 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου