Κουρσάρικα καράβια που περνούσαν
τ’ αμπάρια τους γιομίζαν με το βιος μας
ψαρόβαρκες που ξεκινούσαν
δέκα φορές γυρνούσαν αδειανές απ’ την ψαριά
και μια φορά γιομάτες.
Τις νύχτες με τα πυροφάνια τα καβούρια
προβάλλαν μέσ’ απ’ τους καθρέφτες του νερού
την ώρα τη γλυκιά του ζευγαρώματος
και τα κοχύλια - ροδοπέταλα στρωμένα-
προσμέναν την καινούρια τη ζωή
ξανθό κεφάλι στολισμένο με τις κορδέλες των φυκιών
τις χρυσοπράσινες
αργό περπάτημα σαν αυτοκράτειρα
να σεριανίσει στ’ ακρογιάλι
στην αγκαλιά της θάλασσας για λίγο ν’ αφεθεί
κι έπειτα βότσαλο το κύμα ν’ αφουγκράζεται.
τ’ αμπάρια τους γιομίζαν με το βιος μας
ψαρόβαρκες που ξεκινούσαν
δέκα φορές γυρνούσαν αδειανές απ’ την ψαριά
και μια φορά γιομάτες.
Τις νύχτες με τα πυροφάνια τα καβούρια
προβάλλαν μέσ’ απ’ τους καθρέφτες του νερού
την ώρα τη γλυκιά του ζευγαρώματος
και τα κοχύλια - ροδοπέταλα στρωμένα-
προσμέναν την καινούρια τη ζωή
ξανθό κεφάλι στολισμένο με τις κορδέλες των φυκιών
τις χρυσοπράσινες
αργό περπάτημα σαν αυτοκράτειρα
να σεριανίσει στ’ ακρογιάλι
στην αγκαλιά της θάλασσας για λίγο ν’ αφεθεί
κι έπειτα βότσαλο το κύμα ν’ αφουγκράζεται.
(από την ποιητική συλλογή "ΦΩΣ ΕΚ ΦΩΤΟΣ", 1994)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου