Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

ΕΠΙΜΟΝΗ / Πενταράς Νίκος


Εάλω η Πόλη
Μύθος του μαρμαρωμένου βασιλιά
Φανάρι φθίνον
Στο Μπαλουκλί
Μισοτηγανισμένα ψάρια
Καρτερούν τον γέροντα ν’ αναστηθεί
για να τ’ αποτηγανίσει.

ΒΟΤΣΑΛΑ (απόσπασμα) / Πενταράς Νίκος


Κουρσάρικα καράβια που περνούσαν
τ’ αμπάρια τους γιομίζαν με το βιος μας
ψαρόβαρκες που ξεκινούσαν
δέκα φορές γυρνούσαν αδειανές απ’ την ψαριά
και μια φορά γιομάτες.
Τις νύχτες με τα πυροφάνια τα καβούρια
προβάλλαν μέσ’ απ’ τους καθρέφτες του νερού
την ώρα τη γλυκιά του ζευγαρώματος
και τα κοχύλια - ροδοπέταλα στρωμένα-
προσμέναν την καινούρια τη ζωή
ξανθό κεφάλι στολισμένο με τις κορδέλες των φυκιών
τις χρυσοπράσινες
αργό περπάτημα σαν αυτοκράτειρα
να σεριανίσει στ’ ακρογιάλι
στην αγκαλιά της θάλασσας για λίγο ν’ αφεθεί
κι έπειτα βότσαλο το κύμα ν’ αφουγκράζεται.
 (από την ποιητική συλλογή "ΦΩΣ ΕΚ ΦΩΤΟΣ", 1994)

ΤΟ ΧΕΡΑΚΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ / Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης


Το χεράκι του παιδιού δεν ξέρει
πως είναι χέρι· ονειρεύεται
να γίνει λουλούδι ή πουλί.
.
Το αγόρασαν για ώμο πλούσιου.
Τώρα μοιάζει ερπετό αόμματο,
τριγωνικό κεφάλι σκουληκιού,
τα μαλακά νύχια λέπια θολά,
ψαύει, αιωρείται, πίσω, έξω,
μετρά κέρματα, πιέζει κουμπιά,
με σπυριά μικρά ηφαίστεια,
ασφυκτιά σε γάντι σαλονιού,
δεν χαϊδεύει, ούτε γράφει,
ούτε λουλούδι είναι, ούτε πουλί.
.
Πεθαίνει το πλούσιο, το θάβουμε
και βλέπουμε ενεοί στο χώμα μέσα
το χεράκι του παιδιού μικρός Ηρακλής
να πνίγει δυο φίδια, λες κι εκδικείται
την απώλεια του δικού του Παραδείσου.
.

ΙΟΥΝΙΟΣ / Παπαγεωργίου Αδελαίδα


Ο μήνας που μπαίνει
γιορτάζει την γέννα μου
Δεν διεκδικεί τίποτα παραπάνω
Παρά ελαφριά τη συνείδηση
επιπόλαιας Άνοιξης που παζαρεύει
βαρύ και ασήκωτο Χειμώνα
Διακριτικά ξετυλίγει στις μέρες του
προσθέτοντας ακόμα ένα Ιούνιο
Στην ατζέντα της ζωής μου

Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

Πέντε [5] Ποιήτριες και Δύο [2] Ποιητές της Κύπρου σε 14 Ποιήματα


Παύλος Ανδρέου

[1]
Οριστικό τοπίο
Ξεχύνονται περιστασιακά τα ψέματα.
Μηχανισμός εμέσματος
μια πιατέλα χώμα.
Το σάλιο, ρουφηξιά ικεσίας.
Ενώ βιασμοί μικρόσωμοι
παρηγορούν κηδείες
[2]
ΙΔΙΟΠΟΙΗΣΗ

Ο παππούς, ένδακρυς, σχολίαζε εμφατικά
το γέμισμα του ήλιου
ναρκωμένος σε μια ενδοφλέβια θάλασσα.
Να μου μιλά, να της μιλά.
Ο εκσφενδονισμός των διηγήσεών του
μεταφερόταν απ' τον ουρανό
πίσω σ' αυτόν.
Παππού, είμαι η επαλήθευσή σου
Κι αν τώρα η μνήμη σου στένεψε
θυμάμαι εγώ να σου πω για την Αμμόχωστο.
Το χρώμα που ιδιοποιήθηκε ο ήλιος.


**
Κατερίνα Κωνσταντίνου Μάτσιου

[1]
Καιρός
να αποκτήσεις
μια βαρκούλα ...
Αυτή
δεν φοβάται
τον πλου ...

[2]

Χωρίς μολύβι, χωρίς χαρτί ...
Μα θα τρυπήσω τα δάκτυλο
με την πιο σμιλευμένη
πρώτη ακτίδα του φωτεινού ήλιου
Θα γράψω με χρώμα ερυθρό
στο γαλάζιο τ' ουρανού
το πρώτο ...
Σ΄ αγαπώ ...
Να το δεις στην πορεία σου
δώρο ακριβό
Μην δακρύσεις ουρανέ μου
και μου χαλάσεις το σχέδιο,
δεν πονώ,
μόνο ήλιε μου
γερά να στιλβώσεις το ερυθρό
μη χαθεί
ως που οι φτερούγες
της αγάπης
το αγκαλιάσουν ...
 **
Αδελαίδα Παπαγεωργίου
[1]
Για ένα μήλο…..
Χωμένοι στη πρασινάδα κήπων
Οι πλαστικοί νάνοι αναζητούν την Χιονάτη
ένα μήλο τους στέρησε την μοναδική ελπίδα
να φωτίζονται τ’ανήλιαγα λημέρια της μοναξιάς τους
με την άλικη ομορφιά της
Για ένα μήλο χάθηκε ο Παράδεισος και η Τροία
Χάθηκαν πια και οι Ελένες και οι Χιονάτες
Η ομορφιά ουτοπία, πλανά και πλανάται
Τα παραμύθια δεν τα πιστεύει πια κανείς
Μονάχα η Εύα γυρίζει μες τον χαμένο παράδεισο
με ένα φίδι να έρπει συντροφιά της
[2]
Όταν η αγάπη πεθαίνει

Η αγάπη πεθαίνει
Όταν η καρδιά στραγγίσει και την τελευταία σταγόνα
Καταπίνοντας τις μηδαμινές επιλογές
όταν το λογισμικό του μυαλού
δώσει εντολή διαγραφής της μνήμης
Όσες φορές προσπάθησα να σ ’αγαπήσω
Παρακαλούσα τ ’αστέρια
Να φωτίσουν τον αστερισμό της Αφροδίτης
Να δώσουν λίγο από το δανεικό τους φως
Στα ερέβη του σκότους μου
Παρακαλούσα να κτυπηθώ αλύπητα
Από την μοιραία σαϊτιά του έρωτα
Να ερωτευτώ ξανά, να νοιώσω στις φλέβες μου
Να κυκλοφορά με ορμή το αίμα
Την αδρεναλίνη να χτυπήσει κόκκινο
Βάφοντας τις παρυφές του ονείρου μου
Δίνοντας παλμό στον αδύνατο κτύπο της καρδιάς
Όταν η αγάπη πεθάνει
Θάβεις μαζί της το μισό εαυτό σου
Τον άλλο τον έχεις θάψει ήδη στο βωμό της αγάπης…
 **

Μαρούλλα Πανάγου
[1]
ΘΕΤΗ ΠΑΤΡΙΔΑ

ποτέ στην καρδιά του δεν μπήκε
Τούτη η θετή πατρίδα
που ρούφηξε τα νιάτα
του μετανάστη.
Εικοσιενός χρονών τότε ,
τώρα στα πρώτα ….ήντα
κι αυτός!
Ν'απομένει περαστικός
να αεροβατεί τον γυρισμό
'Ομως αγνόμων δεν πρέπει να'ναι
Η θετή χώρα πολλά τον έμαθε
Δυνατό τον έκανε .
Τόσα του έδωσε
που η μάνα πατρίδα ,
η ζυμωμένη στο είναι του
ποτέ δεν θα του δίδασκε .
Δεν θα μπορούσε
να του προσφέρει την εμπειρία
που πάντα καταφέρνει
την καλύτερη περιγραφή.

[2]
Λατρεύω τη φωνή σου
Θέλω να φωνάξω "Σ ' αγαπώ"
Άσε τον άνεμο να κάνει ένα τραγούδι
Για να σε φτάσω
Ενημερώστε τα πουλιά
Να χτίσω ένα σπίτι αγάπης. Σε εμάς
Ακούστε το τριαντάφυλλο
Βάλε τα φύλλα στη μέση
Να σας ακούσει η αυγή και να φωτίσει τη μέρα σας
Για να ακούσει το παιδί να κρέμεται στα αθώα του
Μην ξεγελιέστε με το να σας εξαπατούν.
Να το ακούσει το φεγγάρι και να κάνει ασήμι
Είμαστε το tonerimiz μας
Άντε να περάσει η ώρα
Στέκομαι στις καρδιές μας
Μην ξεχνάμε και ας μην απομακρυνθούμε
Και το χαμένο
Κάθε μέρα της ζωής μου.



**


 Νίκος Πενταράς

[1]

ΚΑΡΑΒΙ ΣΤΟ ΒΥΘΟ

Από γλάρος
να καλημερίζω την κάθε μέρα σου
μέχρι τα πιο κρυφά της ακρογιάλια
και σπουργίτι
κουρνιασμένο τα βράδια στα κλαδιά της
να την καληνυχτίζω
βρέθηκα τώρα καράβι στο βυθό
κυνηγημένο απ’ τον ουρανό σου
αλλά δεν πνίγομαι
- μ' ακούς;-
δεν πνίγομαι
γιατί χρόνια πολλά
προτού να με γνωρίσεις
ήμουν χελιδονόψαρο
και διαθέτω βράγχια.

[2]

ΑΘΑΝΑΣΙΑ

Στο μικρό πελεκανιό του
ο πατέρας μου
καθώς πελεκούσε τα ξύλα
πελεκούσαν τη σκέψη μου
τέσσερα ονόματα
που ο ίδιος είχε γράψει
πίσω απ' την πόρτα μιας ντουλάπας
τι σήμαιναν για τον πατέρα μου
εκείνα τα ονόματα
ποτέ μου δεν κατάλαβα
ούτε ποτέ
τον ρώτησα να μάθω
ακόμα και τώρα
που ο πατέρας
δεν είναι πια εκεί
να πελεκά τα ξύλα
αυτά τα τέσσερα ονόματα
δεν έπαψαν ποτέ να πελεκούν
τη σκέψη μου
και χαίρομαι
γιατί καταλαβαίνω
πως ό,τι πελεκά τη σκέψη
φτιάχνει την αθανασία.


**
Αθηνά Τέμβριου

[1]

Γράφω…
Μετουσιώνω τις σκέψεις
σε λέξεις, στίχους, στροφές
σαν με γυρνάνε σε κάθε στιγμή
που αγάπησα και θέλω παράφορα
να χαράξω σ’ άσπρο χαρτί.
Να το πονέσω με μια πένα
που ταξιδεύει και με εκδικείται
σαν αμείλικτα ο οίστρος αστροπελέκια ρίχνει
στου κόσμου τις άδειες γραμμές.

[2]

Το αίνιγμα
Σαν έγειρα στη γη να πάρω δύο στίχους
είδα τα κόκαλα τους άσπρα στον ήλιο.
Η σάρκα χαμένη όπως ετάχθη,
μόνο η ψυχή φτερούγιζε στον άνεμο
με της βροχής το άσμα το γνώριμο
πριν ταξιδέψει στο τέλος του Χρόνου
πριν η Εικόνα να ξεθωριάσει
αντίκρισα το αίνιγμα στο φως
καθ’ομοίωση της αρχαίας πνοής
με συνάντησε ο τρίτος στίχος
στους ήχους της σιωπής τ
oυ κόσμου.
Ήταν ο μόνος τρόπος να αναληφθώ.

**

Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου

[1]

τατουάζ
τρέφει ο ύπνος τα παιδιά
μου είπαν μια φορά
πολλούς καιρούς
σ΄ένα νανούρισμα
τρέφει
-αμήν -
ο ύπνος τα παιδιά
άγια στιγμή τους τζιαι τζιυρά
κάθε βράδυ ανάγκη ήτανε να κοιμηθώ
πολύ το θέλανε
να ησυχάσει η έγνοια τους
για το αυθόρμητο της ηλικίας
εγώ παιδί δεν ήμουνα
κι ας ήταν οι λέξεις μου μισές
από φόβο λεν
από τρόμο λέω
πρέπει να είναι το ένα μάτι ανοικτό
η διαίσθηση ακάθιστος ύπνος
ξέρει ο κόσμος να περπατάει στην πλάτη μου
την κατάλληλη στιγμή
να αμολάει τατουάζ της εποχής
κάποιο στυλό της μοίρας μου θα έσπασε
ανεξίτηλη μουντζούρα κουβαλώ
μα δεν τη βλέπω

[2]

ΥΛΙΚΑ ΚΑΘΑΡ(Ι)ΟΤΗΤΑΣ

Το σπίτι μίλησε απότομα μια μέρα
καθώς ξεσκόνιζα ξανά την απουσία σου
Στίλβωνα τις ώρες που γεννήσανε ανάμεσά μας
την αόρατη δέσμευση δύο βλεμμάτων
Τόση σπουδή για την καθαρότητα του χώρου
που δεν αγάπησες
Τώρα πια ερωτεύεται παράφορα
την πεντακάθαρη απουσία σου

Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Και μετά σίγησε ο ουρανός (απόσπασμα) Παυλίνα Στυλιανού



Ντύθηκε κι απόψε η νύχτα
με χιλιάδες τ'αστέρια να χορεύουν ταγκό
Τα χέρια ακουμπάνε τα πλήκτρα
κλείνεις τα μάτια
κι ονειρεύεται ένα χορό.
Ενα φεγγάρι για πίστα
αστέρια τριγύρω με νότες σωρό
Το σκοτάδι φωτίζεται απ' τ' αστέρια
Είναι η στιγμή της λύτρωσης
ανεξίτηλης λαγνείας

Καθρέφτης / Χριστοφή Χριστίνα



Κοίταξε το κάτοπτρο με το είδωλο της κρυμμένο σα γερασμένο νούφαρο σε ακίνητη λίμνη
Καμία έκφραση
Κανένα έστω μειδίαμα να ταράξει τη γυάλινη σιωπή
Μια γερασμένη ομορφιά ανίκανη πλέον να πείσει κάποιον
Ακόμη κι ο ίδιος ο καθρέφτης φάνταζε υπερόπτης και δύσπιστος
Πανέτοιμος να την εκτινάξει με ένα και μόνο ράγισμα

Πανσέληνος του λουλουδιού / Χριστοφή Χριστίνα



Η πανσέληνος του λουλουδιού εισβάλλει θρασέως στη μοίρα μας.
Έρχεται να λάμψει, φωσφορίζοντας τα μαγιάτικά της θέλγη, στεφανολούλουδο φωτoς στις τρεμάμενες νύχτες μας.
Μα' ναι του μαγιού τα δόρυτα ανέκαθεν νοσταλγικά, μια τα αρώματα τα φρέσκα, μια η γυκάδα της εποχής, παραμερίζεις ομαλά την όποια αμφιβολία.
Ντύνεις με άστρα τα βλέμματα, φυλάγοντας τσίλιες θεληματικά στα κορταρίσματα του φέγγους με τη μαγεία της εαρινής θάλασσας. Συμμετέχοντας στης πλάσης το κάλεσμα, δε είσαι απλά ο κομπάρσος ή ο υποβολέας των ξεχασμένων λογιών, μα επιτέλους ο πρωταγωνιστής στο έργο που χει γραφτεί αιώνες πριν για σένα...

Στη μόνη εν ζωή γιαγιά μου / Χριστοφή Χριστίνα



Ό τι έχω από σένα, γιαγιά, λίγα ρόδα στον κήπο μου.
Με παρηγορεί πως διόλου δεν είναι συνηθισμένα ετούτα τα ρόδα: γεννήματα κείνων που μύρισες μικρή, παντρεμένα με τ'άκαρδο λιοπύρι και την χωρίς φραγμούς αλμύρα κατευθείαν απ'τη θάλασσα...
Με ετούτα ακριβώς τα ρόδα αντάμα μεγάλωσαν και σκλήρυναν πιότερο οι άκαμπτες ημέρες σου.
Ημέρες σαν χρόνο χαραγμένο από ατόφιο ατσάλι.
Κάθε που τα αισθάνομαι, για τα ρόδα σου μιλώ, διερωτιούμαι βαθιά και ειλικρινά πώς και δεν κατάφεραν να δροσίσουν έστω για λίγο το πύρρινο ύφος της ζήσης σου...
Εκείνο ακριβώς που συναντούσα κάθε φορά που η κάθε λογής λαιμαργία μου δίπλωνε και τη ψυχή μου.
Κάθε που σου ζητούσε κάτι...
Κάτι σα πίττα τηγανιτή με ζεστό το μέλι να ρέει  ζωντανό, θαρρείς αν το γευόσουνα θα σου ψιθύριζε στη ψυχή λόγια αγάπης, ή αφρόψαρα αλμυροθρεμμένα που σπαρταρούσαν θάλασσα και μοσχομύριζαν ακρογυαλιά... Πατάτες τηγανιτές που ξεπρόβαλλαν τους χειμώνες και λουκάνικα μπαχαροθρεμμένα που βασάνιζαν τη παιδιοσύνη μου...
Όλα ετούτα, γιαγιά, τη στοίχειωσαν την άβγαλτή μου όσφρηση, μα πιότερο τη χάραξαν την καρδιά μου...
Και κάθε που κοιτάω τα ρόδα σου τα θαυμάζω τα αγκάθια τους...
Πόσο κατάφεραν και αγγίξαν τη ψυχή σου, χωρίς να της χαράξουν ουδεμία γραντσουνιά...

Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

Ανάσταση / Χριστίνα Χρστοφή

 Στιγμές τέτοιες, θα'θελα να μουν διαδρομή, σε δρόμους αγροτικούς, φιδογυριστούς, κιτρινοσπαρμένους, ανεξίτηλα πρασινωπούς... Στιγμές τέτοιες θα'θελα να μουν χελιδόνι, με την κοιλιά μια να φιλά την εύφορη γη, μια να φλερτάρει το μπλε τ'ουρανού... Στιγμές τέτοιες θα'θελα να μουν λιόγερμα, να σμίγω με τη θάλασσα, να πλανεύω τους αγαπημένους, να ζω το χρώμα, το φως, τη μαγεία, τα θαύματα... Μα είμαι απλά ένας άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που και πάλι θα αγωνιστεί, θα ντυθεί μαχητής, θα πιστέψει! Ώσπου να γίνω βέλος να αγγίξω το στόχο. Ώσπου να ρθει κείνη στιγμή που η κατάλυσις πάντων θα σημάνει Ανάσταση κι η μέρα η ιερή, η αμόλυντη, θα εξπνεύσει οξυγόνο να ανασάνουν αλήθεια οι άνθρωποι...

Ένας κούκος, μια Άνοιξη / Χριστοφή Χριστίνα

Μισοκρύβεται η επόμενη ημέρα πίσω απ'τις ζοφερές ηλιάχνες. Προς το παρών, το ιερό, το υπαρκτό, παραμένουν ζοφερές...σα να κρύβονται της κυρά Άνοιξης... Μα πού θα πάει... Θα τον αρπάξει η ελπιδοφόρα εποχή απ'τις πυρόξανθες αιώνιες πλεξούδες να περιλούσει την όποια παγερή αμφιβολία μας, να εξατμιστεί κάθε εναπομείναν μικρόβιο... Αδύνατον, εξάλλου, να χωρέσει οποιαδήποτε αγάπη στο σχήμα της καραντίνας. Μήδε να περιοριστεί του ήλιου η φωτεινή έκρηξη, είναι πιθανόν... Ας πάρουμε δέσμες κίτρινου να εξατμίσουμε της κάθε μόλυνσης την πλάνα εστία, ας επιτρέψουμε στην αγάπη, επιτέλους, να καραδοκεί σε κάθε επόμενη γωνία, ας πιστέψουμε στου Δημιουργού τα δώρα, και ετούτη τη φορά ένας ήλιος θα φέρει την Άνοιξη..

Προπόσεις / Χριστοφή Χριστίνα

 Καθώς συγκρούονταν ανεπαίσθητα τα κρασοπότηρα, συγκρούονταν και τα λαξευμένα προφίλ. Μαγεία απ'τη διαύγεια των κρυστάλλων, μαγεία απ'την αστρόσκονη των αγαπημένων. Οι ευχές οι πρώτες, φρεσκογεννημένα αστρολούλουδα στα αυτιά της πρώιμης νιότης. Και πώς γερνάμε αθόρυβα με τις ευχές μας υπo μάλης. Σαν κάτι να καρτερούμε, ενώ η πρόποση είναι ήδη μια μεθυσμένη αλήθεια. Άρπαξε την ευχή και σμίξε τα σμιλεμένα από ανέμους προφίλ, η στιγμή έχει ήδη εξατμιστεί, αλκοόλ στη μαγεία της ατμόσφαιρας... Τα φιλιά, κατευθείαν απ'την καρδιά είναι εκείνα που πραγματοποιούν, τις μαγευτικότερες ευχές. Κράτα την ωραιότερη πρόποση για το τέλος... Ο αντίλαλος ακόμα ζει στις νύχτες του Γεννάρη... 

Μάης / Χριστίνα Χριστοφή

 Έλεγα ολοβραδύς να μπλέξω ένα στεφάνι. Να τ'αφήσω να φιληθεί απ'της νοτιάς τα υγρά χείλια, να φιλοξενήσει ζωή απ'των μελισσών τα θεία δώρα... Να ευφράνει τη ψυχή της γειτόνισσας, που'χει χρόνους ασπόνδυλους να νοιώσει του Μαγιού τα δόρυτα. Μα νύχτωσε εψές νωρίς. Σκούρηναν οι κάμποι υπό τις σκιές των βλεφάρων μου. Κι όταν εφάνην το ξημέρωμα, μια ενταφιασμένη σκονοσυρροή έπνιξε των λουλουδιών τα αθώα κι άδολα χρώματα. Μια σκόνη σαν ύπουλος εισβολέας, έθαψε του Μαγιού τ'αρώματα... Αντί στεφάνι κρέμμασα ένα χαμόγελο, στου ξωπορτιού το εμπα. Να ανταγωνιστώ ισότημα τη σκόνη, ώσπου να ανθίσουν και πάλι τα χρώματα... 

Έρωτας / Χριστίνα Χριστοφή

 Εκεί που το φεγγάρι θα σε κοιτάξει κατάματα, εκεί που τ'άστρα θα σ'ανοιγοκλείσουν τα χρυσανταυγή βλέφαρα, μειδίαινε... Τον κέρδισες τον έρωτα... Αποχώρησες ετσιθεληκά και περήφανα, απ'εκείνες τις σκουριασμένες και χρονοφαγωμένες αλυσίδες της στυγνής πραγματικότητας... Γιατί δεν είναι αλήθεια ο έρωτας... Είναι μαγεία... Κι η μαγεία κρατάει όσο η λάμψη εκείνη η πορτοκαλιά και μυστήρια που καλύπτει κάθε δείλι τις περίφημες γραμμές των οριζόντων... Όσο κείνα τα δυό καστανά μάτια, φθάνουν στα δικά σου σα δυό ιλιγγιώδη ερεθίσματα του έρωτα... Όσο τα χέρια σου, σμίγουν με τα δικά του και γεννιέται τ'άπειρον... Ένα οκτάρι πεσμένο... Μα' ναι ολόκληρος ο έρωτας... 

Ποιητές / Χριστίνα Χριστοφή

Είναι τα μάτια των ποιητών δυό ετοιμοπόλεμοι καταρράκτες. Δυό υδάτινα όπλα καρτερικά και προσδόκιμα να νοτιάσουν όποια ξηρή ψυχή λάχει στο λόγιο πέρασμά τους. Αν τύχει και τους συναντήσεις στο διάβα σου, μη τους προσπερνάς για σένα συνθέτουν της ψυχής τους τις ψηφίδες. Για σένα ξεχειλούν τα μάτια τους κάθε που συγγράφουν της καρδιάς τους τα πέταλα, όπως και για σένα παρατηρούν τα στερνοφύλλια της οπώρας καθώς τα κορτάρει ο άνεμος. Για σένα εγκλωβίζουν τα λιογέρματα ανάμεσα στις ακτίνες των λυπημένων τους ματιών...γύρε και συ τις πολυάσχολες κόρες σου... Αξίζει να εισπνεύσεις χρώμα να αλλάξει της καρδιάς σου η ξέρα. Αξίζει κάθε απόχρωση, κάθε δρασκελιά ποίησης, βούτα τη ψυχή σου κατευθείαν στα δάκρυα τους ανάμεσα...μια εξιλέωση το ελάχιστον της οφείλεις...