ΤΟ ΚΑΝΤΗΛΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ
(ΜΝΗΜΗ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ)
Τόσο κακό ποιος ζήλεψε και χώρεσε τη γη σου
σπάζει τον πόνο μερτικό κουβάρι η κραυγή σου
Σιγαλοπέφτει μου το νου και όσα η ψυχή σηκώνει
μεδούλι η μνήμη πέμπει τα φρικιό και με στοιχειώνει
Κι όσο μεθά το στεναγμό τού νου η πληγή καμένη
κι εσύ καντήλι προσφυγιάς εμπρός μου αναστημένη
ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ, ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ…
Δεν ξεχνώ, Αμμόχωστο, τα ιερά χώματά σου.
Αιώνια Πόλη, δε σε ξεχνώ
μα δε θα ξαναπερπατήσω τους δρόμους σου. Δε θα σε ξαναδώ.
Δε σου πάει το σκέλεθρο, με πονάει.
Τώρα πια και τα συνθήματα των εθνικών ονείρων μας
στους τοίχους σου
θα τα έχεις σβήσει.
Και εμείς που φωνάζαμε
ζήτω και δόξα στους ήρωές μας
τους τα μαδήσαμε τα δαφνόφυλλα της δόξας τους.
Τα όνειρα που έσβησαν δεν τα τιμωρήσαμε. Δεν είναι δρόμος.
Μαύρο ζυμώναμε του χρόνου τον πηλό
και τον εχτίσαμε βράχο με κατάρες και κλάματα.
ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ 2021
(Ο ΚΑΙΡΟΣ ΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ)
Και μας το είχαν πει
πως τόσο κακό
θα ερχόταν μια μέρα μεσημέρι
ξαφνικά.
Μας το είχαν πει
και έπρεπε να το περιμένουμε.
Όλοι πηγαίνουνε μια μέρα νωρίς.
Εμείς την άλλη μέρα
με φωνές και συνθήματα.
Εμείς
τον πάμε πληγές το θάνατο
μοναχοί μας
από συνήθεια
και πριν ακόμα νυχτώσει μας γελάει.
Όσο πονάς τόσο βαράς τη γροθιά σου δυνατά.
ΕΜΕΙΣ ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΑΜΕ ΠΙΣΩ
Εμείς που εμείναμε πίσω, μονάχοι
δίνουμε στον τόπο μας πνοή,
μες στους βοριάδες εμείναμε οι βράχοι
λίγοι να προχωράμε τη ζωή.
Εμείς που εμείναμε πίσω, το σώμα
και φως στου φόβου το ανηφόρι
θα είμαστε το λίπασμα στο χώμα
ξανά να ανθίσουνε οι σπόροι.
Εμείς που εμείναμε πίσω, τη μέρα
που η νύχτα θα έρθει να μας πάρει
θα απλώσουμε τη μνήμη στον αγέρα
τη γη να σπείρουμε χορτάρι.
Εμείς που εμείναμε πίσω, τα ιερά
και τη γλώσσα και τα όσια
κρατούμε τις πέτρες με όρκο σειρά
και τα μάρμαρά μας όρθια.
Εμείς που εμείναμε πίσω, νήματα
χωρέσαμε στη ζύμη των νερών μας
να έρθουν πάλι οι μέλισσες κύματα
να σαλέψουν οι ρίζες των νεκρών μας.