Τότε,
σε μια πλατεία στης Αθήνας,
κάπου το 404 π.Χ. και λίγο αργότερα ,
κοντά σε ένα πρώτο όνειρο,
σε δεύτερη ματιά,
με τον Χριστό σε ένα ράφι του Fromm
και μία άπλυτη ριγέ ζακέτα
στο απέναντι αυτοκίνητο,
κάπου,
έγραφε πάνω
ειρωνικά σκίτσα για ανθρώπους,
διαβάζαμε αγκαλιά,
ότι οι τραγωδίες
περνούν την κάθε μέρα για τραγική,
γιατί το σκοτάδι,
μόνο τότε,
δείχνει σεμνό,
όταν γύρω του
υπάρχει ζωή για αμύητους
και κλέφτες,
που ο άνεμος θα λυπόταν
να αφήσει μόνους ,
χωρίς τίποτα έξω απ' αυτούς.
[...]
Και κάπως έτσι,
αφήναμε ο ένας τον άλλον ελεύθερο,
να επιλέξει να σκορπίσει μόνος
τη σκόνη
από σκια δέντρου,
που είχαμε φυλάξει στο δεξί μας χέρι,
με όλους εκείνους
τους ατρόμητους,
να μας βλέπουν να τιμωρούμαστε
χωρίς κανέναν
α-
πο-
λύ-
τως λόγο
εκδίκησης.