ΣΤΕΛΛΑ ΡΩΤΟΥ: "ΜΕΤΕΩΡΟ ΤΑΞΙΔΙ" [ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ] Εκδόσεις : Γκοβόστη
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
εκπαιδευμένων στα όπλα με το ‘’επ’ωμου’’ ‘’παρά πόδα’’
και ‘’προσοχή’’ και στην περίσταση με το ‘’εφ’όπλου
λόγχη’’ και’’ έφοδος’’.
Φέρουν κανονικές εξαρτύσεις , στολή αγγαρείας
ή μάχης, εκπτύσσονται, συμπτύσσονται
ή αναπτύσσονται σύμφωνα με τα παραγγέλματα.
Λιώνουν το ίδιον εύκολα όπως τα μολυβένια
στρατιωτάκια μιας και μοίρα τους τόχει
να παίζουν με τη φωτιά, η μοίρα τους τόχει
να γίνονται παρανάλωμα της φωτιάς.
Κανείς δε τα ρωτά για ‘’πού ‘’και ‘’γιατί’’.
Τα φορτώνουν στα καμιόνια και τα αδειάζουν
στο ‘’στόμα του λύκου’’, στο ύψωμα ‘’αετοφωλιά’’
ή στη χαράδρα ‘’ο θάνατος’’.
Κανείς δε τα ρωτά για ‘’πού’’ και ‘’γιατί’’.
Πρόχειρα τα θάβουν στον πρώτο λάκκο που σκάβουν∙
πρόχειρα τους αναπέμπουν και κάποια ευχή.
Κανείς δε ξέρει για ποιο στρατιωτάκι να πρόκειται.
Κανείς δε ρωτά ποιού κρίκου λύθηκαν οι αρμοί.
Στη μάνα τους φροντίζουν να στείλουν και κάποιο χαρτί.
Πρόκειται για το ίδιο χαρτί μ’αλλαγμένο μονάχα το όνομα.
Μιλά για κάποιο στρατιωτάκι που μ’όλο που ήξερε
πως ήτα καμωμένο από μολύβι δε δείλιασε να τα βάλει με τη
φωτιά.
Πουθενά δεν αναφέρεται ο λόγος γιατί σώνει και καλά
το σώμα του να ταΐσει τη φωτιά, γιατί σώνει και καλά
το μολύβι του να γίνει παρανάλωμα της φωτιάς.
Όλα τα στρατιωτάκια του κόσμου παρατάσσονται στη γραμμή.
‘’Εν-δυο’’, ‘’προσοχή’’,’’
ανάπαυση’’, δουλεύουν μηχανικά,
εκτελούν κατά παραγγελία, αποθνήσκουν κατά διαταγή.
Χύνουν το μολύβι τους στην ικανοποίηση κάποιας φωτιάς.
Κανείς δε μπαίνει στο κόπο να ρωτήσει ποιος άναψε τη
φωτιά.
Γιατί τα στρατιωτάκια νάναι κατά κανόνα τα θύματα των
εμπρηστών∙
τα στρατιωτάκια ν’αποτελούν τα κατά παράδοση προσανάμματα
της φωτιάς∙
τα στρατιωτάκια να παριστάνουν τους πυροσβέστες , όταν
τα συστατικά τους πυροδοτούν τόσον εύκολα τη φωτιά∙
τα σώματα τους τρέφουν τόσον πλούσια την πυρκαγιά,
σαν λαμπάδες ανάβουν στο κόνισμα των πυροτεχνουργών,
των κάθε λογής εμπόρων πυρίων και
πυρίτιδος!
Από την
ποιητική συλλογή ‘’ Μύθοι και επιμύθια ΄΄
ΕΚΔΟΣΗ 1991
Εσύ πάντως δεν την υπέστειλες
ούτε λεπτό!
Την κράτησες αναπεπταμένη
αρνούμενος να την παραδώσεις
εις ξένας χείρας!
Κι όταν οι εχθροί παραπλήθυναν
επί του Βράχου,
όταν κάθε βράχος και πέτρα
μολύνθηκε από την παρουσία τους,
χωρίς ουδ’ επί στιγμήν να διστάσεις
τη τυλίχτηκες κατάσαρκα κι έπεσες
μαζί της στο κενό∙
την εναγκαλίστηκες σαν αγαπημένη
κι εξακοντίστηκες μαζί της
κάνοντας τη να φρικιάσει από έπαρση∙
ν’ αναγαλιάσει μέχρι τη τελευταία πτυχή
της ψυχής της από ρίγη δικαιολογημένης
περηφάνιας!
ΑΠΟ TH ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΄΄ ΜΕΜΝΗΣΟ ΄΄
ΕΚΔΟΣΗ 2006
Αργές πληγές
Τις
ημέρες εκείνες που διακόπτετε η συνήθεια, εξορύσσονται οι κρυμμένες πληγές. Οι
ανεπούλωτες όλες κατά σειράν, σα κυπαρίσσια που γέρνουν νωχελικά με το πρώτο
δυνατό απάνεμο.
Καίνε
τα σωθηκά σου, περονίζουν της καρδιάς τα τοιχώματα, σιγομουρμουρίζουν στα βάθη
της ψυχής.
Δικές
σου οι ανοιχτές πληγές.
Κατάδικές
σου.
Κι
ετούτες οι αδικημένες, οι κακόμορφες, εξακολουθούν να'ναι μισοζώντανες...
Ενώσο
τις ταϊζεις, ενώσο τις ποτίζεις, ενώσο τους παρέχεις ζωοδόχο οξυγόνο απ'της
φαιάς σου ουσίας τα έγκατα, σε ακολουθούν...
Σε
σκιάζουν και σε στοιχώνουν...
Κλείσε
τις επιτέλους...
Κλείσε
τις προτού σε ασφαλίσουν εκείνες...
Προτού
σε πνίξουν αιώνια...
Προτού
σε κλείσουν και κείνες οι άτιμες ν'ανθίσουν, να ζωντανέψουν πιότερο, να γίνουν
εσύ κι εσύ κείνες...
Μονάχα κείνες...
**
Τόπος
Ετούτη η γη δέχθηκε κάποτε μια βροχή.
Θα ταν χρυσοβρόχι, ευλογημένο, πρώτο ράντισμα.
Η υγρασία ακόμα θάμπει τα περβόλια, τους καλαμιώνες,
ώσπου γίνεται ένα με τη θάλασσα.
Κείνη τη θάλασσα που πνίγει και καημούς και τέρτια,
και τα πιό θαυμαστά λιογέρματα.
Πύρρινος ο ουρανός σμίγει την ώρα κείνη με τη κυρά
θάλασσα και το χωριό βρίσκει την ωραιότερη κορνίζα του.
Τα περβόλια της προσμονής και της αστείρευτης
ευφορίας, θαρρείς έχουν καλλιεργηθεί με των ανθρώπων τον ιδρώτα, τον κόπο και
τον μόχθο...
Το ξέρουν τα περβόλια κι αποδίδουν, όπως το ξέρουν και
οι χρυσοί καλαμιώνες και σφυρίζουν κάθε δείλι, να ευχαριστήσουν κείν'το
γεροψαρά, με τη ξεβαμμένη άγκυρα στον αγκώνα, και τη φρεσκοβαμμένη θάλασσα στην
καρδιά...
Είναι ο τόπος μου μια υδατογραφία, πολλή νερό και
εύφορο χώμα...
Άμα σμίξουν με την απύθμενη των ανθρώπων τη πίστη,
κείνο το λαξευμένο ξωκλήσι, κείνο το σφυρηλατιμένο με τις προσευχές και τις
ευχές, το σμιλεμένο με τα τάματα και των αιώνων τη βαριά ιστορία, κείνο το
ξωκλήσι, θαρρείς γίνεται ένα με του τόπου το πόνο, μια γέφυρα παρηγοριάς...
Να διαβαίνουν να αναθυμούνται οι άνθρωποι.
**
Σχεδόν
Θροίζει το δειλινό σα σφύριγμα οχιάς εν τω μέσω του
Ιούλη, ασημίζουν τα λιόδεντρα υπό τα αληθινά φιλιά του λιογέρματος, κι οι
εραστές αναθυμούνται τέτοιες στιγμές τη γοητεία της θάλασσας την ώρα ετούτη που
αφήνεται να δοθεί στις λυγισμένες οφθαλμαπάτες των οριζόντων...
Δειλινά αστείρευτα γοητευτικά... Σχεδόν μαγευτικά,
σχεδόν ονειρεμένα, σχεδόν απατηλά...
Μα'ναι ανέκαθεν τούτο ακριβώς το σχεδόν που ραγίζει
τις μνήμες μας και καλπάζει στις κρύπτες της καρδιάς μας.
Τούτο το σχεδόν που μας ντύνει αιωνίως στο αβάσταχτο
χρώμα της προσμονής και στο χρυσοποίητο ξεφλούδισμα των άστρων.
Για τούτο το σχεδόν είναι που αφήνουμε, δήθεν πως
ξεχνάμε, τις πήλινες γλάστρες με τις μαβιές λεβάντες στα υγραμμένα περβάζια των
αυλών μας, υγραμμένα από νοσταλγία και πολλές χαρακιές, τις αφήνουμε τις
γλάστρες να νοτιάζονται στο ύστερο του δειλινού...
Του δειλινού που ανέκαθεν ακολουθεί η νύχτα η θερινή.
Να την αρπάξουμε κι αυτήν...
Ολοκληρωτικά...
Χωρίς κανένα σχεδόν.
Γιατί πάντα είναι η πολυτιμότερη κρύπτη του κάθε
όνειρού μας...
**
Άνεμος Οπωρινός
Δε ταιριάζει στο δείλι το σεπτεμβριανό ο λίβας,
σα δε ταιριάζει και στα μάτια σου η θλίψη.
Μα ναι τα χρώματα στις άκρες των βλεφάρων σου θολά κι
ο άνεμος υγρός και καυτός, ανίκανος να στεγνώσει την όποια πίκρα.
Μα ναι οι νευρώσεις της ψυχής σου παλλόμενες με πάθος
για ζωή κι ας τα πόδια σου έχουν βαρύνει απ'της καρδιάς τα ατσαλένια
πανωφόρια...
Άσε τη ψυχή σου ν'αντικρύσει γυμνή τη δροσιά της
νύχτας της οπωρινής...
Θα'ναι πια σα να ξυπνάς εσύ τον γλυκάνεμο γύρο σου.
Η καρδιά σου θα δροσίσει πια με το σχήμα του ανέμου.
Κείνο που τη ζωντάνεψε κάποτε.
**
Κήπος
Κρύβει ο όποιος κήπος το δειλινό, υπέροχα μυστικά.
Νοτιασμένες οι φυλλωσιές θαρρείς κατοπτρίζουν τα πρώτα
άστρα, σάμπως και γνωρίζουν πως είναι, παραταύτα, και τα τελευταία που σβήνουν
απορροφημένα απ'το πρώτο ηλιάναμμα.
Μα ναι ο όποιος κήπος, απρόσμενα ρομαντικός...
Κι ας το αναμασητό μιας καμουφλαρισμένης ακρίδας να
ξυπνά μνήμες... φτιάξε νέες, σκαρφαλώνοντας
στις σθεναρές αραχνοσκάλες, δρασκέλισε ιστό, ιστό τα όνειρα...
Τώρα πια είσαι στο δικό σου κήπο.
Μην αφήσεις κανενός τα ζιζάνια να παρασιτέψουν στην
αυλή σου.
Χρόνια ξηρά τον πότιζες, καιρός να αισθανθείς τα
ολοζώντανα άνθη του...
**
Οκτώβριος
Ο ιός ελεύθερος να περιπλανιέται.
Εμείς πλανεμένοι σε πλάνη οικτράν.
Ο κόσμος πια να ανασαίνεται εντός του ασφυκτικού μιας
μάσκας.
Το πρωτοβρόχι πώς μας λησμονεί... αβάσταχτα σκληρή η
έλλειψίς του.
Οι φλεγμονές απαιτούν σχήμα και προνόμια. Θαρρείς δε
τους αρκεί που χουν παρασιτέψει στης ζωής το ύδωρ.
Εν τω μέσω του αγαπητού Οκτωβρίου, εντούτοις, μπορούμε
ακόμη να σκαλίσουμε για ελπίδα...
Είναι βράδυ η νύχτα όψιμη καλλονή χωρίς φτιασίδια,
έχει τάξει άλλη μια πανσέληνο...
Το φεγγάρι δικαίως κτίζει υπερβολές...
Το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για εκδόσεις του έτους 2019, απονέμεται στη Νάσα Παταπίου για το έργο της: Μελουζίνης ενώτια ή Η ωραία που έρχεται (εκδόσεις Καστανιώτη).
Σκεπτικό βράβευσης: Η Νάσα Παταπίου με την ποιητική συλλογή της Μελουζίνης ενώτια ή Η ωραία που έρχεται εκδιπλώνει και ανασυστήνει τον ποιητικό της κόσμο με μνημονικές εικόνες, δραματικές αλήθειες και ιστορικά στοιχεία, τα οποία εμποτίζονται με λατρεία για τον γενέθλιο χώρο, ονειροπόληση, ερωτική επιθυμία και πνευματική εξύψωση. Αποτυπώνει τις ποιητικές εικόνες της με εύφορη διαχρονική αφήγηση, εκλεπτυσμένη μουσικότητα, γλωσσική επάρκεια και ιστορική μνήμη, η οποία εξακτινώνεται συνειρμικά και αισθητικά στον χώρο του φανταστικού, του μυθικού, του παράδοξου, αλλά και της ρεαλιστικής πραγματικότητας, χωρίς να απουσιάζουν η συμβολική και αλληγορική διάσταση στο όλο έργο της. Συναιρώντας πρόσωπα, τόπους και γεγονότα, οικοδομεί έναν κόσμο αναγέννησης και αναδημιουργίας, δια μέσου ενός ουσιώδους, απλού και ακαριαίου λόγου που αναβιώνει μια εγκόσμια πραγματικότητα. Η πραγματικότητα αυτή δίδεται μέσα από το ποιητικό υποκείμενο ως καθαρτήρια μνήμη και ζωογόνος δεσμός που περικλείει αέναα την αναπόδραστη θύμηση του γενέθλιου τόπου και της ιστορικής του διαδρομής.
Η βραχεία λίστα για το βραβείο ποίησης
Κατάλογος επικρατέστερων έργων (αλφαβητικά):