Είχα γυρίσει
το κεφάλι ανάστροφα και κοίταζα
τον ουρανό με
τ’ άστρα ματωμένα.
Άγγιζε ο λίθος
ο πελεκημένος
τη Ζώνη σου,
τα μάτια σου ατημέλητα
ισιώναν την
απείθαρχή μου ανάσα.
Φραγκοσυκιές,
αρχή των αιωνίων.
Τώρα που
βρίσκομαι κοντά σου, πόλη σιδερένια,
καλό είναι να
σου δώσω κάτι δανεικά
που πριν
σαράντα χρόνια πήρα από τα χέρια σου.
Πόλη με το
φεγγάρι στα μαλλιά σου,
τον ήλιο
ξέσκεπο, την ευωδιά ντυμένη
τα κρόσσια του
Μαγιού, τη θάλασσα πλατάνι.
Εσένα θέλω,
σένα λαχταρώ,
εσύ που κάποτε
ήσουν άσπρο μεσοφόρι,
κι αργότερα,
στου δολοφονημένου προέδρου τη γωνία,
ακίνητο
κουφάρι, πατημένη θάλασσα.
Όταν η μέρα
κλίνει προς το μέρος μου,
δικιά μου
γίνεσαι για πάντα – μα τι τ’ όφελος;
Σε τριγυρίζει
τώρα συρματόπλεγμα.
Ολάκερη μια
πόλη μες στο κρατητήριο.
Να μένεις έτσι
εκεί να μη σαλεύεις.
Χωρίς ψωμί,
νερό, χωρίς ειδήσεις.
Τα ρουχαλάκια
του μωρού σε μια ταράτσα
πλένει η βροχή
και σιδερώνει ο άνεμος.
Άκου με τώρα,
γιατί πια δεν θα μιλήσω:
Σε λίγα χρόνια
συ θ’ αποδοθείς
στην κυριότητα
όλων συ θα περιπέσεις.
Νόμιμοι
κάτοχοι κτημάτων και οικιών,
περιβολιών,
ανεμομύλων και θαλάσσης,
η κεντρική
πλατεία, η αγορά,
ο Δήμος όλος
με την μπάντα του και ο Κήπος
θέλουν γυρίσει
πάλι προς το μέρος σου.
Και συ
χαρούμενη για τα καθέκαστα θ’ αφήσεις
τον ξεχασμένο
σου έρωτα στην τύχη.
Δεν φτάνει,
πόλη των παλιών βημάτων μου, η ακμή σου
ίσαμε της
θωριάς μου το κερκέλι.
Τραβάω πιο
πέρα, δεν έχει ουρανό.
Σφίγγω τ’
αστέρια, έχουν άρτιο φως.
Αρπάζω μια
δικράνα και ανεμίζω
τ’ άχυρα της
ζωής μου σ’ άδειες πόλεις.
Ο κόσμος είναι
επικερδές επάγγελμα.
Η φύση μου
είναι βέβαια ν’ αποτύχω.
Ασπράδι
ολούθε, μέρα σαραντάπηχη
κυκλώνει τώρα
τον εχθρό σου εμένα.
Ξέρω πως
λιώνεις μέσα στο μαρτύριο∙
μια πόλη και
να γίνεσαι φανταστική…
Δεν σε κοιτάνε
μάτια, δεν σε σκάβουν άνθρωποι,
δεν σ’
αναθρέφουν ρόδα κι άταχτα παιδιά.
Πολλοί γεμάτοι
ελπίδα και ρηχά αισιόδοξοι,
όταν θα πάμε
πίσω, λένε, να κοπιάσετε.
Προχθές ακόμα
γερο-πρόσφυγας μού λέει:
«Στην
παλιογειτονιά μου δεν γυρίζω,
εκεί έχει
φασαρία και αλητόπαιδα.
Όταν θα πάμε πίσω στην Αμμόχωστο,
κανόνισα και
βρήκα σπίτι αλλού∙
ανήκει σ’ ένα
κύριο που απόθανε».
Θάνατοι πόσοι,
πόση ελπίδα για το γυρισμό…
Εμείς οι δυο,
το βλέπω, ακόμα δεν τελειώσαμε.