Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014

Ιδιωτικό / Μιχαηλίδου Λίλη

Έκρυψε τη μυρουδιά
απ’ το κρεμάμενο πουκάμισο
κι απόσωσε το σκοτάδι
στην είσοδο της γραφής


Το φέγγος της μέρας
απέμεινε λειψό


ένα άδειο αγκάλιασμα
ίχνη κι απομεινάρια έρωτα ξένου

Η Αλχημεία του Χρόνου.(απόσπασμα) / Μιχαηλίδου Λίλη

Δέθηκαν κόμπο τα μαντίλια των τσιγγάνων
συρρικνώθηκαν στις όχθες των χειμάρρων
από τις πλημμυρίδες
κόπος βαρύς το μάζεμα των λιγοστών αχτίνων
για κτίσιμο της μέρας
μια η φωνή απ΄το βαθύ πηγάδι των απόντων
χοντροί οι ρόζοι στο μυαλό των παραμορφωμένων
υποπόδιο για τις άνετες σοφιστείες


Στο πένθος της ομίχλης ο ρους των αποστάσεων
απ’ το μεγάλο δρόμο…


Δεν είναι πλέον μπορετό να ζήσουμε σε στάχτες
θα ψάξουμε για ψήγματα ζωής
χωρίς υποτροπή
υφάδι ατελείωτο σε σταθερό στημόνι…


................................................


Δε λέει να ξημερώσει
κι όλο σκιές
φαντάσματα από ξέχωρους πυλώνες
νάτην
μες στο πλατύ σαλόνι, φοβισμένη
στο έρμαιο των ανέμων
από στόματα μισάνοιχτα
περιτριγυρισμένη από κουφάρια

επέλεξε να μείνει
κι ήτανε μόνη όταν εβγήκε το επόμενο φεγγάρι…


................................................


Δύο η ώρα το πρωί
στρωμένη η νύχτα από βραδύς
κι η σιγή ακάλυπτη


Ξύπνησαν οι αισθήσεις των αγγέλων
πλάθουν τα χέρια μιαν ανάγκη
ν’ αγγίξουν ν’ αγγιχτούν
βγαίνουν οι νύμφες για χορό
κι οι νότες σκάβουν τον ορίζοντα


Στον τεντωμένο ίλιγγο ακροβατεί η έκσταση
στη θεία μυσταγωγία των αισθήσεων…


....................................................



Χωμένη στην απόσταση
η μέρα αφαιρεί τα νυχτικά της
και δραπετεύει τα χαράματα
αφανέρωτο το ολονύχτιο πάθος

Χοντρές σταγόνες
λαμπυρίδες του έρωτα
διάνθισμα στη σχισμή του στήθους
αμάραντη μυρουδιά στο δέρμα της επόμενης μέρας
και της επόμενης         και της επόμενης…


Γλυκιά Τετάρτη
στης ηδονής την μεσημβρίαν
ανελήφθης
καθώς αδιάφορο το σκοτεινό δωμάτιο
άνοιξε τα παντζούρια


................................................


Τη νύχτα που ξαναζωντάνεψε ο πόθος
κι ο πόνος σκάλιζε την αφορμή
και μύριζε νωπά φιλιά και ώρες περασμένες

Όταν τα μάγια ανεμίζαν στον ιστό
και στις σελίδες καταγράφονταν η μέρα
τότε
που απ’ τον πόθο
άρμεγες πόνο…

Μαγεία / Τυρίμου Γ. Ελένη


Το χάζευα τόσες φορές εκείνο το πρωί
και δεν το χόρταινα.
Θάλασσα και βουνό.
Τη μαγεία της ανυπόστατης φύσης.
Ενα δώρο αχαρακτήριστο, φανταστικό.
Το χάζευα λαίμαργα χωρίς τελειωμό.
Ηθελα να ’μουν πουλί να πετάξω ανάμεσά τους.
Να χαθώ στο βαθύ τους.
Γη και θάλασσα αχαλίνωτες.
Ηταν γλυκό εκείνο το πρωί.
Σαν παλιό κρασί
που σε μεθά.

[Στην κινηματογραφική αίθουσα] / Δημήτρης Καραγιάννης

Στην κινηματογραφική αίθουσα
αδιαπέραστο τους ανθρώπους
τύλιγε σκοτάδι.
Η φωτεινή της εξόδου ένδειξη
τα βήματα οδηγούσε
στη μεγάλη απόδραση.
Του έργου η προβολή σε επανάληψη
το τραγικό των πρωταγωνιστών τέλος
εκ των προτέρων γνωστό.

Πικρή πορεία / Αριστοδήμου Βάσος


Πότιζα το λουλούδι μου το αίμα του κορμιού μου
Ανθιζε το λουλούδι μου τον ήλιο του μυαλού μου
Φάνταζε πότε Μεσόγειος, πότε άνθος της φωτιάς, βόρειο σέλας
Κι εγώ με πρόσωπο τη γη αλάργευα τα ουράνια
Ενα ένα τ’αστέρια μου γίναν αγκάθια ατσάλι
Ενα ένα τα στημόνια μου γίναν κεντριά του σφήκα
Κόκκινα, γαλάζια, πράσινα κρύβαν κραυγές πνιγμένες
Κι ήταν το φως στον ήλιο τους άλλη όψη του ερέβους
Γεννήτορας ο χαλασμός οι ελπίδες παπαρούνες
Πικρό τρυγώ το γέλιο τους γλυκό το παραδίνω.

Παγωνιά / Τυρίμου Γ. Ελένη


Τα χέρια πάγωσαν
Η καρδιά έκλεισε
Και συ ακόμα μιλάς
Χωρίς να νιώθεις
Χωρίς να σε ακούς
Ερχεται παγωνιά
Και ο καυτός ήλιος
Σμίγουν δυο αντίθετοι μαχητές
Των ίδιων άκρων
Τι κρίμα που δεν ένιωσες
Ακόμα δεν νιώθεις
Κι ακόμα μιλάς
Να κάνεις τα ανύπαρκτα
Υπαρκτά.

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Αν / Λαζάρου Σοφοκλής

Αν με λαξεύσεις
χέρι αγγελικό
σε άσπρο μάρμαρο
θέλω ελληνικό
το φως της η καρδιά μου
να χύνει γύρω
κι απ' τον αιθέρα τα αισχυλικά
οράματά μου
να στάζουν μύρο

Εφήμερα / Λυσιώτης Ξάνθος


Αγαπώ της αμέριμνης νιότης τη χαρά,
της εφήμερης νιότης μας την πλάνη
–πάντα της πεθαίνει μ’ ανοιχτά φτερά
στου ανεκπλήρωτου πόθου το λιμάνι.
Αγαπώ το ρόδο που το εξαίσιο του σκορπά
άρωμα και φυλλορροά μεσ’ το ανθογυάλι
το εφήμερο τραγούδι που παθητικά
σβήνει για να μην ακουστεί πια πάλι.
Και τα χρυσονείρατά μου τ’ αγαπώ,
και το φέγγος των ματιών σου το τόσο ωραίο–
κάθε τι αγαπώ μέσ’ τον κόσμο αυτό
που εφήμερο χάνεται μοιραίο.
Που εφήμερο σαν τον καπνό σκορπά
και σαν τον Έρωτα τον πρόωρα ξεχασμένο,
τον Έρωτα που σταλάζει στην καρδιά
τη γλυκιά νοσταλγία των περασμένων.
Κι ω ας ήταν όμοια στην καρδιά σου να σκορπούν
γλυκιά μια μνήμη οι εφήμεροί μου οι στίχοι
όταν τα βήματά μου πια δεν θ’ αντηχούν
και του καιρού θε να σιμώνει η Λήθη

Δεκαπεντασύλλαβοι του δεκαπενταυγούστου / Λυσιώτης Ξάνθος

(Απόσπασμα)
VI
Κι αν στέρεψαν τα σύνορα μέσ’ του καιρού το χάσμα
δεν έχει σύνορα η ψυχή στην απεραντοσύνη
κι ούτε τον πόθο δένουνε γκέμια και χαλινάρια.
Μα στου γιαλού σου αγάπη μου τα σύνορα αρμενίζω.
Βάζω τα σπλάχνα μου άγκυρα μέσ’ του βυθού τα πλάτια
αγκομαχούν τα κύματα στο φρουμαγμένο νότο
δεν είν’ καπνός η αγάπη μου γιά σύννεφο που σβήνει–
φωτίζουν το τιμόνι μου των κεραυνών πελέκια.

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Πλατεία Τζέμα ελ - Φνα / Καλοζώης Γιώργος

Τούτη η πλατεία
σε λίγο θα γεμίσει
παραμυθάδες που αφηγούνται
με το στόμα και με το σώμα
ιστορίες για το πώς
πλάστηκε ο άνθρωπος
πώς ήταν και πώς ζούσε
πριν του δοθεί η χάρη της ομιλίας
τότε που το σώμα του δεν
είχε αποκτήσει συνοχή κι
ενωνόταν με τα πράγματα γύρω
του κι ακόμα
σε λίγο θα φτάσουν οι
μάγοι που σαγηνεύουν πριν
απ’ όλους τον εαυτό τους
που δένουν τους αγέρηδες
όπως τα τουρμπάνια και τους
ελέγχουν
ύστερα είναι οι άλλοι που
λένε την τύχη διαβάζοντας τα χέρια
τις οροσειρές και τα ποτάμια
που κυλούν χωρίς νερό μες στις
παλάμες
μην αμελήσεις να τους πληρώσεις
καλά
για να πουν μονάχα τα ευχάριστα
και τα καλά
για να σου πουν πως η ζωή σου
θα περάσει πίνοντας τσάι με μέντα
καπνίζοντας καπνό με γεύση μήλου
μέσα σε ναργιλέ
τίποτα άλλο γιατί τα βάσανά σου
τα γνωρίζεις
και προπαντός
μη μιλάς άλλο για το
γιαπί του εαυτού σου
σκέψου πως είσαι ένα
ανακαινισμένο ριάντ
με κήπο στην αυλή την εσωτερική
κι ένα μικρό σιντριβάνι
μες στο οποίο επιπλέουν
πέταλα ρόδων και τίποτα
παραπάνω
κι ότι έρχεσαι εδώ εκούσια
από μια άλλη χώρα
χαμένος μέσα στους λαβύρινθους
της πιο παλιάς μεντίνας
είχες προσλάβει οδηγό
αλλά ο οδηγός έτρεχε
είχες προσλάβει και δεύτερο οδηγό
αλλά ο οδηγός σου κουράστηκε
έβγαζες φωτογραφίες για να θυμάσαι
όχι πού πήγες
αλλά κυρίως ποιος είσαι
αλλά καμιά φωτογραφία αργότερα
δεν εμφανίστηκε
ούτε τα μπλε κεραμικά έφτασαν στην
πατρίδα σου σώα
ούτε το χαλί που ζήταγες
γυρίζοντας όλο τον κόσμο δε βρήκες
παρότι πήγες σ’ όλες τις διευθύνσεις
να βρεις το μαγικό χαλί το ιπτάμενο
γιατί δεν ήσουν αρκετά αγνός
και στη μεντρέσα δεν ήσουν καλός
μαθητής
πλενόσουν αδιάκοπα πλενόσουν
αλλά η ακαθαρσία δεν έφευγε
η αλαζονεία η κακία των άλλων
ήταν πάνω σου συνεχώς
κι όταν ξέβαφε η
χένα ζωγράφιζες άλλη με τα
ίδια νοσηρά μοτίβα
και υλικά

η λήθη / Καλοζώης Γιώργος



Ήρθαν όλοι επειδή τους
κάλεσα
ο συνετός με τη σωφροσύνη του
ο επιπόλαιος με τη βιασύνη του
ο προφήτης με το βουνό και
την εκκλησία του
ο ξυλουργός με τα πανύψηλα
δάση του
ο γλωσσολόγος με τα φωνήματα
τα μορφήματα και τους δεκάδες
φθόγγους του
ο τσοπάνος με το κοπάδι του
αργότερα θα διαχώριζε τους
αμνούς από τα ερίφια
με τους σκύλους του πριν να
διασταυρωθούν με τους λύκους
μπροστά απ’ αυτόν προηγούνταν
ο αποδιοπομπαίος τράγος του
τα μάλλινα ζεστά υφάσματα
ήρθαν κι η σπορά ήρθε
και τα χιλιάδες σπέρματα
και τα πουλιά με τα πετάγματά
τους και κάποια απ’ τα πουλιά
με την ανίατη γρίπη τους
ήρθαν κι οι νεκροί
με το κίτρινο χρώμα και τα
μυρμήγκια επάνω στο σώμα
τους κι αυτοί επειδή είχαν
καιρό να μιλήσουν ήταν οι πιο
κοινωνικοί
ήθελα να τους αγκαλιάσω
αλλά ήταν τόσοι πολλοί άλλοι
συνοδεύονταν απ’ τις αρρώστιες τους
άλλοι από τους δολοφόνους τους
κι η κυρία πληρότητα ήρθε
και η φίλη της η κενότητα
κι αφού μαζεύτηκαν όλοι
η ομοιότητα κι η διαφορετικότητα
φάγαμε ουρανό και γη
ήπιαμε απόσταγμα γνώσης
καπνίσαμε πίπες και καμινάδες
τζάκια και σόμπες


Ύστερα τους κέρασα
μελίσσια
χωρίς τις ιπτάμενες μέλισσες
ύστερα αφού πέρασε η
πρώτη αμηχανία
χορέψαμε με τις θύελλες και
τις καταιγίδες απ’ όλους η
θάλασσα ήταν η πιο κινητική
ύστερα τα νέφη κι οι γρήγοροι
ποταμοί τα στάσιμα νερά
ήταν συνέχεια καθισμένα
χόρεψα μ’ αυτήν που δεν
τη χόρευε κανείς με την
ασκήμια όλοι μα όλοι
φλέρταραν την ομορφιά
πρώτοι και καλύτεροι οι
πυλώνες που πηγαινοφέρνουν το
ρεύμα ενώ το χώρο
φωτορύθμιζαν οι κεραυνοί κι οι
αστραπές κι οι δυνατές
βροντές καθόριζαν την ένταση
του ήχου
Μόνο αυτή που αγαπούσα
δεν ήρθε αυτής που το
πρόσωπο ξεχνούσα σιγά σιγά
θυμόμουν τις συμπεριφορές της
τους τρόπους της όλα που ζήσαμε
μαζί τα θυμόμουν τα μούρα
με τα οποία έβαφε το στόμα της
τα μεγάλα αφρούγια αμύγδαλα
ίδια με τα μάτια της
τα σκουλαρίκια της που κρέμονταν
όπως τα τσαμπιά απ’ τα κλήματα
Μόνο αυτή που αγαπούσα
έλειπε αρκεί να τη θυμόμουν
καλύτερα και θα ’ρχόταν
όμως οι πίνακές μου
είχαν εξασθενήσει οι πίνακες μου
οι μνημοτεχνικοί
η λήθη είχε ζώσει με στέμμα
λησμονιάς το ψηλό βουνό της
αγάπης που δύσκολα αποφασίζεις
να το ανέβεις άμα το έχεις
για κάποιον λόγο κατεβεί

ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ / Καλοζώης Γιώργος


Καθώς κατέβαινα τον δρόμο
για να φτάσω στη θάλασσα
οι στροφές του χωματόδρομου
μετακινούνταν
κι ακόμα εκεί που νόμιζα πως
κατηφόριζα ανέβαινα κι οι
πεύκοι κατέβαζαν τα κλωνιά
τους εμπρός μου
Τότε άφησα τ’ αυτοκίνητο σύρθηκα
κουτρουβαλίστηκα γεμάτος
χώματα πευκοβελόνες μώλωπες
και γρατσουνιές έφτασα
σε μιαν άλλη κατάσταση
Αποσυρμένη ήταν η θάλασσα
οι ιχθύες είχαν βγάλει τις πανοπλίες
με τα λέπια άστραφταν κάτω
από τον ήλιο τεράστιες στολές
ίσες στο μέγεθος με σκηνές
Αυτός είπα είναι ο χρόνος
πριν από τον χρόνο
για τούτο δεν έχουν λάβει ακόμη
το τελειωτικό τους σχήμα τα
πράγματα
κι εκεί που ακούμπαγα στον βράχο
που ήταν σα στρώμα μαλακός
ολομόναχος περιμένοντας να έρθει
η θάλασσα είδα αυτό για το
οποίο είχα ακούσει παλιά
πως η καρδιά του καθενός
είναι κρυμμένη κάπου πάρα
πολύ μακριά από το μέρος όπου
ζει μέσα σε κάποιο πράγμα
καλά προστατευμένη σε βράχο σε
δέντρο ή μέσα στη γη
Σκυλιά θεόρατα πέρασαν από
δίπλα μου διέσχισαν την ακτή
από τη μια μέχρι την άλλη πλευρά
κρατώντας στο στόμα τους κάτι
που έμοιαζε με το φουσκωμένο
εσωτερικό μιας μπάλας
είχαν στο στόμα τους μιαν ανθρώπινη
καρδιά και την έπαιρναν
την κρατούσαν στο στόμα τους
από την αρχή τούτου του κόσμου
γρύλιζαν κι ήταν τα σώματά τους
γεμάτα πληγές από δαγκωματιές
άλουστα απ’ την αρχή του
κόσμου κι ήταν η μπόχα τους
παντελώς ανυπόφορη
γιατί και ο ομφάλιος λώρος τους
σηπόταν κρεμάμενος από την
κοιλιά τους
γεμάτος μυρμήγκια και τσιμπούρια
κάμποσες ίντσες μακρύς

ΤΟ ΣΤΗΣΙΜΟ ΤΟΥ ΚΑΘΡΕΦΤΗ / Καλοζώης Γιώργος


Αρέσουν οι κίνδυνοι
στους πολύ νέους αλλά
και σε όσους βρίσκονται
σε απόγνωση
γι’ αυτό ανέβηκα στο βουνό
η κορυφή του ήταν πασπαλισμένη
με ινδοκάρυδο κι οι σκιέρ
χαίρονταν όπως κι οι ξενοδόχοι
χωρίς κανείς τους να βλέπει
την επερχόμενη χιονοστιβάδα
των εξελίξεων
Πήρα μαζί μου όλο τον
ορειβατικό εξοπλισμό ήμουν
αλπινιστής και Σέρπα μαζί
Αγόρασα από ένα κατάστημα
με αντίκες ένα μεγάλο
καθρέφτη βενετσιάνικο
να καθρεφτίζεται ο κόσμος
επειδή είναι τα είδωλά μας
ο εαυτός μας αφού
δε θα μπορούσα να μην
κουβαλήσω στο βουνό τις
χωρίστρες μου και τα ωραία
χτενίσματα το δύσκολο δέσιμο
της γραβάτας κομπιάζει κανείς
αν δέσει πολύ σφιχτά τον κόμπο
της γραβάτας
φόρεσα τα καλά μου για να
με πάρει ο κόσμος στα σοβαρά
οι σοβαροί θα με πάρουν
στα σοβαρά οι ανόητοι
ανόητα θα σκεφτούν κι οι
επιπόλαιοι επιπόλαια
πείνασα κι άνοιξα μια κονσέρβα
κι αφού έφαγα το υπόλοιπο
βοδινό το πέταξα όπως οι
γεωργοί πετούν τους σπόρους
προς όλες τις κατευθύνσεις
για να με πλησιάσουν όσοι
δεν έχουν ανθρώπινη λαλίτσα
κι ήρθαν όντως κοντά μου τα
γρυλλίσματα και οι μουσούδες
και μου είπαν με κτηνώδη
νοήματα δείξε μας τον καθρέφτη
να δούμε ποιοι είμαστε
να δούμε τον εαυτό μας
απ’ τον οποίο ουδέποτε θα
ξεφύγουμε αλλά έστω να
δούμε τον εαυτό μας να
συμφιλιωθούμε με οτιδήποτε
είμαστε
τότε έστησα τον βενετσιάνικο
καθρέφτη κι ήρθαν πρώτα
τα ήμερα ζώα κι αφού
κοιτάχτηκαν αποχώρησαν μετά
οι λύκοι πριν οι αλεπούδες
και κάποια άλλα σαρκοβόρα
διερωτήθηκαν κατά πόσον
όλοι οι καθρέφτες είναι οι
ίδιοι γιατί υπάρχουν και οι
σπασμένοι που δείχνουν
τον κόσμο κομμάτια κι ίσως
αυτοί να είναι οι πιο αληθινοί
οι πιο αξιόπιστοι

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

ΤΑ ΑΛΟΓΑ / Καλοζώης Γιώργος


Αυτοί που ήταν καμωμένοι
απ’ την καλύτερη πάστα
έπρεπε κάθε πρωί να
καταπίνουν (όπως οι άρρωστοι τα
αμοξίλ) ένα κουκούτσι
γιαρμά με το γάλα
Πόσο καιρό σκέφτονταν να
χλιμιντρίζουν τα άλογα
να πετούν με μανία από
πάνω τους τα εξαρτήματα και
τις σέλες να ρίχνουν τους φράχτες
πόσο καιρό να τα συγκρατούμε
κι εκείνοι οι άλλοι που
είχαν το λιγδιασμένο αξίωμα
τους έλεγαν περιοριστείτε στον
προμαχώνα του σαλονιού
στήστε ολόγυρά σας
την τηλεόραση το βίντεο τα
στερεοφωνικά κάμετε έστω
αγωγές στα δικαστήρια για
ακύρωση προαγωγής συναδέλφου
ασχοληθείτε με τα κοψίδια
και τα κάρβουνα
ο γείτονας έκτισε μεγάλη
ψησταριά γιατί άραγε
πηγαίνετε και ψωνίστε
ένα ταξίδι ελαφρύνει πάντοτε
τη βαρυθυμία έχετε και
κόρη να παντρέψετε
αυτά να λένε οι γερασμένοι
ανέκαθεν
αλήτες από κούνια
τα σπίτια μας κουνιούνται
ραγίζουν οι σοβάδες
και στο κελάρι ακούγεται
κλάμα παράξενο πνιχτό
μπορεί και να ’ναι γέλιο
τη νύχτα κοιταγόμαστε (ξυπνώντας
έντρομοι) μες στον καθρέφτη
ακούμε βήματα έξω
ανάβουμε το φως της μπαλκονόπορτας
λυσσομανά ο άνεμος
η καταιγίδα ο τυφώνας
έρχεται κλαίνε τα δέντρα
σκύβοντας να προφυλαχτούνε
εξακοντίζονται τα κατοικίδια
από αόρατο χέρι
μπήκαν αφηνιασμένα τα
άλογα δεν άντεξαν άλλο
τρέχοντας μες στην κουζίνα
στο παιδικό υπνοδωμάτιο
στο καθιστικό
να υπάρξουν αυτά για
χάρη μας
κι είναι πολλά απ’ αυτά
τραυματισμένα αλλά αυτά τα
τραυματισμένα είναι τα
πιο υπερήφανα με καλπασμό
από σύννεφο και με την όρθια τρίχα


Ο ανάποδος κόσμος, Γαβριηλίδης 2000

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

ΑΝΕΛΠΙΔΗ ΑΓΑΠΗ


Αγάπη μου στην σκέψη σου, αναρριγά η καρδιά μου
συγγνώμη αν σε πόνεσα, σαν είσαι η χαρά μου 


Είσαι η χαρά κι ο πόνος μου, είσαι το βασανό μου
μα να σε βγάλω αδύνατο, αγάπη απ το μυαλό μου 


Κι αν στην ζωή εμείς ποτέ, δεν θα συναντηθούμε
Εσένα ονειρεύουμαι, τα βράδυα που κοιμούμαι 


Την πρώτη καλημέρα μου, λέω την καθε μέρα
στην σκέψη σου καθε πρωί, ναν' όμορφη η μέρα 


Σε λέω αγάπη, μα σκιά είσαι στο όνειρό μου
και βασιλιάς κατακτητής, στον κάθε λογισμό μου 


Αγάπη είσαι κι έρωτας, κι εμένα βασανίζεις
είσαι το πεπρωμένο μου, και την καρδια μ'ορίζεις 


Μακάρι να ταν δυνατό, να σμιξει το κορμί μας
να γίνομ' ένα μάτια μου, για όλη την ζωή μας 


μ'ανάμεσά μας βρίσκεται χάος που μας χωρίζει
το πεπρωμένο αγάπη μου, μον ο Θεός ορίζει