Αγαπώ της αμέριμνης νιότης τη χαρά,
της εφήμερης νιότης μας την πλάνη
–πάντα της πεθαίνει μ’ ανοιχτά φτερά
στου ανεκπλήρωτου πόθου το λιμάνι.
Αγαπώ το ρόδο που το εξαίσιο του σκορπά
άρωμα και φυλλορροά μεσ’ το ανθογυάλι
το εφήμερο τραγούδι που παθητικά
σβήνει για να μην ακουστεί πια πάλι.
Και τα χρυσονείρατά μου τ’ αγαπώ,
και το φέγγος των ματιών σου το τόσο ωραίο–
κάθε τι αγαπώ μέσ’ τον κόσμο αυτό
που εφήμερο χάνεται μοιραίο.
Που εφήμερο σαν τον καπνό σκορπά
και σαν τον Έρωτα τον πρόωρα ξεχασμένο,
τον Έρωτα που σταλάζει στην καρδιά
τη γλυκιά νοσταλγία των περασμένων.
Κι ω ας ήταν όμοια στην καρδιά σου να σκορπούν
γλυκιά μια μνήμη οι εφήμεροί μου οι στίχοι
όταν τα βήματά μου πια δεν θ’ αντηχούν
και του καιρού θε να σιμώνει η Λήθη