Παρασκευή 9 Αυγούστου 2024

Μπλουζ / Λύμπουρα Παπαϊωάννου Άννα

 



Ένα μπλουζ να ροκάρει
τις νότες του αργόσυρτα, ηδονικά.
Τόσο όσο χρειάζεται για να καεί
και το τελευταίο τσιγάρο.
Κι εσύ, με το αποτσίγαρο στο χέρι
σαν λάφυρο από λεηλασία
να αναρωτιέσαι
που βρέθηκε τόσος κρυμμένος πλούτος
τόσα τρόπαια στην τιποτένια πλάτη του ανέμου
που βάσταξε χιλιάδες σώματα
και μύρια χρώματα ξεχύθηκαν απ’ τις ουλές του
σαν βάλσαμο
σαν θεραπεία χρόνιας πάθησης;
Θα πουν πως έφταιγε το DNA
πως ίσως ήτανε γενετικό.
Το κουσούρι πρέπει να πάρει όνομα
ταυτότητα και αριθμό
ένα ποσοστό στατιστικού λάθους η και αποτυχίας
Και φυσικά να είναι το τελευταίο
γιατί εκατό φορές το ίδιο λάθος δεν επιτρέπεται.
Να σβήσουμε πρέπει όλη την ντροπή
με σφουγγάρι και δάκρυα
η ακόμα και με αίμα.

Θέλω να βγάλω τη θλίψη απ’ τα μάτια μου / Λύμπουρα Παπαϊωάννου Άννα

 


και να την ξαποστείλω
εκεί που τα όνειρα
δεν έχουν ακόμα γεννηθεί.

Θέλω να βγάλω τις βοηθητικές
κι ας φάω τα μούτρα μου στον χωματόδρομο
κι ας χλευάζουν τις πληγές μου
άσπροι καπνοί συνθηκολόγησης
κι ας λένε πως οι πόλεμοι σπανίως ξεκινούν Τετάρτη.

Δεν παρακμάζει η επιχείρηση ψεμάτων
μα σαν τα ψέματα φανούν όλα μάξι
ανοίγουν διάπλατες οι πύλες της αλήθειας.

Όχι, δεν έκλαψα
κι ας στριφογύριζαν ξέφρενα οι τροχοί
στις ρίζες των ελιών.

Ζεστά Χριστούγεννα / Άννα Λύμπουρα Παπαϊωάννου

 


Όλοι θαρρούσαν πως μιλούσε μεταφορικά
όταν τους έλεγε «Ζεστά Χριστούγεννα»
της καρδιάς
της ψυχής
του μυαλού, έστω.
Κανείς δεν πρόσεξε τα δάχτυλά του
που είχαν στο μεταξύ μελανιάσει.

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2024

Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ /Μιχαηλίδης Ανδρέας

 



Η μελαγχολία
μελανή χολή
κυλάει και πάλι
τοξικό υγρό
στις φλέβες μου.

Η σκοτεινή της μουσική
Ξυπνάει
του μυαλού
τα τρωκτικά.

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ / Μιχαηλίδης Ανδρέας

 


Του απερινόητου
αποκρυπτογράφος

των αισθημάτων
χρυσοθήρας

ή απλώς

ο έχων το γενικό πρόσταγμα
μιας μυστικής ανθοφορίας
των λέξεων.

ΟΙ ΧΑΡΤΑΕΤΟΙ / Μιχαηλίδης Ανδρέας

 


Στα ηλεκτροφόρα καλώδια της μνήμης
απαγχονίστηκαν οι παιδικοί μας χαρταετοί.

Τους ανασταίνουμε καμιά φορά
καρφώνοντάς τους πάνω στ’ όνειρο
ενός ανέμου για να δούμε
τα χρώματα για λίγο να επιστρέφουν.

Κόκκινοι γαλάζιοι καβαλάρηδες
φέρνοντας τ’ ασημικά σε κούτες

από του παραμυθιού
τη βυθισμένη πόλη.

Κυριακή 28 Ιουλίου 2024

ΚΛΕΜΜΕΝΕΣ ΛΕΜΟΝΙΕΣ / Μαλόρης Ανδρέας



Τώρα σέρνεσαι,

φίδι στους καλαμιώνες της καρδιάς,

στα σκοτεινά μου ερμηνεύεις
σονάτες παραμυθίας
την πήλινη μου αντοχή περιγελάς,

και μου καταλογίζεις
και της κλεμμένης λεμονιάς την τύψη.

ΙΝΔΙΚΟΣ ΩΚΕΑΝΟΣ / Μαλόρης Ανδρέας

 


Επιστρέφεις
και ο χρόνος ξανακυλά
στις ράγες του γυμνού σου
εφηβαίου,

στη στάση των ανασασμών
ακινητοποιείς το σύμπαν
με έναν ακόμη οργασμό υπογράφεις
τη νέα καταδίκη.

Σε κοιτάζω απ’ το παράθυρο
που φεύγεις,
δεν υψώνεις χέρι
κι ο δρόμος άγρια γη,
δεν κοιτάζεις πίσω
κι ο κόσμος ήπειρος χαμένη.

Γέρνω στο βρεγμένο σου σεντόνι
κι η ξαφνική σιωπή του ωκεανού
μου λέει πως
τώρα πια σε χάνω.

ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ / Μαλόρης Ανδρέας

 


Μη μου μιλάτε
για ήχους ελικοπτέρων
παν’ από σώματα νεκρά
μέσα σε κήπους που ανθίζουν,

για δυνάμεις δήθεν αδίστακτες
κι άπειρα μακρινούς πολέμους.

Μιλάτε μου μόνο
για μάτια που εξακοντίζουν πόθους
μέσα στην πλήξη του πλήθους,

για κορμιά που διαγράφονται γυμνά
όταν τα λάβαρα πέφτουν,

για τις προθέσεις των χεριών,
όταν τα φώτα σβήνουν.

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ / Κατσώνη Αναστασία

 



Βγήκαμε στον δρόμο
και πήραμε το τρένο για τη δύση,
γιατί ο ήλιος βασίλεψε πια
κι ο ορίζοντας δεν θα ροδίσει.
Ατενίζοντας για λίγο την ανατολή,
μείναμε έντρομοι
για το ταξίδι μας στη δύση.
Αναποφάσιστοι
ξεκινήσαμε για το ταξίδι μας,
το άμοιρο ταξίδι μιας μοίρας πικρής,
με τη θλίψη στην ψυχή
και την πίκρα στα χείλη…

ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ / Κατσώνη Αναστασία

 


Περπατήσαμε συντροφιά με τον ήλιο.
Κρατήσαμε ψηλά το κεφάλι.
Η μοναξιά του ονείρου
δεν μας τρομάζει.
Ξαποστάσαμε για λίγο
και συνεχίσαμε τον δρόμο μας.

ΖΩΗ ΠΟΣΟ ΜΑΣ ΠΟΝΕΣΕΣ! / Κατσώνη Αναστασία

 


Γεννηθήκαμε χτες μαζί με τον άνεμο.
Μεγαλώσαμε μαζί με το δάκρυ.
Νιώσαμε για λίγο τη βροχή
και το χιόνι να παγώνει τα χέρια μας.
Τρέξαμε για λίγο να γευτούμε τη ζωή,
μα κάπου σταματήσαμε έντρομοι.
Ζωή ταξιδεύτρα,
ζωή χωρίς όνειρα
πόσο μας πόνεσες!

(Αθήνα, 5 Ιανουάριου 1975)
Προσφυγιά

Ένα οστό κι ένα ΓΙΑΤΙ; / Ανδρέου Ειρήνη


Ήταν αμούστακο παιδί
της δόλιας μάνας προσευχή
να μην το βρει ποτέ κακό.
Ήταν μονάχα ένα παιδί
όταν το ντύσαν στο χακί
μ' ένα της μάνας φυλαχτό.
Το βάλαν σ' ένα φορτηγό
ένα σφαχτάρι τρυφερό
κι ο χάρος στη στροφή.
Οι άντρες δεν είναι δειλοί
μ' Αθάνατοι κάτω απ τη γη
είπαν στο αμούστακο παιδί,
Έτσι του είπαν είν' οι άντρες
Χάρε διάλεξε και πάρε
κι η ιστορία θε να πει:
" ΑΘΑΝΑΤΟΙ κάτω απ' τη γη
πάνω οι σοφοί κι όλοι εμείς
μες στην βολή και στην σιωπή.
Οι Άντρες δεν είναι δειλοί
του΄παν δασκάλοι και σοφοί
για λευτεριά πεθαίνουν
γιατί οι άντρες οι δειλοί
δεν παν στην πρώτη τη γραμμή
μα σε καρέκλες βγαίνουν.
Μα οι ήρωες είναι "τρελοί"
πάνε στη πρώτη την γραμμή
για λευτεριά πεθαίνουν.
Κι έτσι σε όλους τους καιρούς
βλέπεις συνήθως "λογικούς"
σε θρόνους ν' ανεβαίνουν.
Μα ηταν αμούστακο παιδί
που δεν επρόλαβε φιλί
αυτό δεν το 'παν οι σοφοί.
Κι όταν της πήραν το χαμπάρι
για το νεκρό της το βλαστάρι,
σκληρό, αβάσταχτο μαντάτο
πλάνταξε η μάνα απ' το κλάμα
για το υπέρτατο το δράμα
ρίχνει ματιά στο άδειο πιάτο
που καρτερούσε στο τραπέζι
κι ένα ραδιόφωνο να παίζει
λόγια μεγάλα φουσκωμένα
για θανάτου περηφάνια
σκίζει στήθια η δόλια μάνα.
" Χαρε πάρε με κι εμένα".
Κομμάτια το ραδιόφωνο
ο χρόνος γίνεται άχρονος
σκοτείνιασε το φως της.
Το πιάτο είναι πάντα εκεί
την μάνα είπανε τρελή κι
κι Αθάνατο το γιο της.
Επίλογος
Ήταν αμούστακο παιδί
Οταν το ντυσαν στο χακί
μ' ένα της μάνας φυλαχτό.
μα όταν την πήγαν να το δει
απ' το αμούστακο παιδί
απέμεινε το φυλαχτό
ένα οστό κι ένα ΓΙΑΤΙ;
Aπό το βιβλίο : ΕΞΩ ΑΠ' ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ
Εμπνευσμένο από μια χαροκαμένη
μάνα αγνοούμενου
στον προδομένο πόλεμο του
1974 μα και των όσων ακολούθησαν

Μελοποιημένο το ακούτε εδώ

Στον Παναγιώτη Παύλου (Αγνοούμενο) / Τέμβριου Αθηνά

 

Ο Παναγιώτης ποτέ δεν επέστρεψε.
Μονάχα οι σκιές της γριάς μάνας
και των παιδιών επιστρέφουν,
τις στιγμές που οι ζώντες
ζητούν των νεκρών την αψεγάδιαστη
αγάπη, π’ ανάβει χρόνια τώρα
το γυάλινο πονεμένο καντήλι,
δίπλα στο παλιό εικονοστάσιο
και στον άδειο τάφο της μνήμης.
Τα δάκρυα στέρεψαν,
το μοιρολόι, ρέκβιεμ της σιωπής,
αντηχεί στην απουσία σαν βάλσαμο,
Στα μαύρα η σκυφτή γυναίκα.
«Ανάμεσα στους Ήχους» Αθηνά Τέμβριου

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2024

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΛΕΞΕΙΣ / Ονουφρίου Αναστασία

 


Μ’ αρέσει να μαζεύω απ’ τους ανθρώπους τις λέξεις τους
να τις πηγαίνω βόλτα με το νου μου όπου κι αν θέλω
να περιμένουν σε ουρές ταμείων
να μπαίνουν σε μονοπάτια μέσα στο δάσος που θέλεις να χαθείς και
βρίσκεις ξέφωτα
να κολυμπούν σε μαύρα νερά μιας θάλασσας που κολυμπάς μονάχος σου
να τις ξεχνάω στο σπίτι για μια μέρα
χι ύστερα να τις δίνω πίσω σ’ αυτούς που τις ξεστόμισαν.

Μ’ αρέσει να κλέβω απ’ τις λέξεις, τους ανθρώπους τους.