Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ / Κατσώνη Αναστασία

 


Περπατήσαμε συντροφιά με τον ήλιο.
Κρατήσαμε ψηλά το κεφάλι.
Η μοναξιά του ονείρου
δεν μας τρομάζει.
Ξαποστάσαμε για λίγο
και συνεχίσαμε τον δρόμο μας.

ΖΩΗ ΠΟΣΟ ΜΑΣ ΠΟΝΕΣΕΣ! / Κατσώνη Αναστασία

 


Γεννηθήκαμε χτες μαζί με τον άνεμο.
Μεγαλώσαμε μαζί με το δάκρυ.
Νιώσαμε για λίγο τη βροχή
και το χιόνι να παγώνει τα χέρια μας.
Τρέξαμε για λίγο να γευτούμε τη ζωή,
μα κάπου σταματήσαμε έντρομοι.
Ζωή ταξιδεύτρα,
ζωή χωρίς όνειρα
πόσο μας πόνεσες!

(Αθήνα, 5 Ιανουάριου 1975)
Προσφυγιά

Ένα οστό κι ένα ΓΙΑΤΙ; / Ανδρέου Ειρήνη


Ήταν αμούστακο παιδί
της δόλιας μάνας προσευχή
να μην το βρει ποτέ κακό.
Ήταν μονάχα ένα παιδί
όταν το ντύσαν στο χακί
μ' ένα της μάνας φυλαχτό.
Το βάλαν σ' ένα φορτηγό
ένα σφαχτάρι τρυφερό
κι ο χάρος στη στροφή.
Οι άντρες δεν είναι δειλοί
μ' Αθάνατοι κάτω απ τη γη
είπαν στο αμούστακο παιδί,
Έτσι του είπαν είν' οι άντρες
Χάρε διάλεξε και πάρε
κι η ιστορία θε να πει:
" ΑΘΑΝΑΤΟΙ κάτω απ' τη γη
πάνω οι σοφοί κι όλοι εμείς
μες στην βολή και στην σιωπή.
Οι Άντρες δεν είναι δειλοί
του΄παν δασκάλοι και σοφοί
για λευτεριά πεθαίνουν
γιατί οι άντρες οι δειλοί
δεν παν στην πρώτη τη γραμμή
μα σε καρέκλες βγαίνουν.
Μα οι ήρωες είναι "τρελοί"
πάνε στη πρώτη την γραμμή
για λευτεριά πεθαίνουν.
Κι έτσι σε όλους τους καιρούς
βλέπεις συνήθως "λογικούς"
σε θρόνους ν' ανεβαίνουν.
Μα ηταν αμούστακο παιδί
που δεν επρόλαβε φιλί
αυτό δεν το 'παν οι σοφοί.
Κι όταν της πήραν το χαμπάρι
για το νεκρό της το βλαστάρι,
σκληρό, αβάσταχτο μαντάτο
πλάνταξε η μάνα απ' το κλάμα
για το υπέρτατο το δράμα
ρίχνει ματιά στο άδειο πιάτο
που καρτερούσε στο τραπέζι
κι ένα ραδιόφωνο να παίζει
λόγια μεγάλα φουσκωμένα
για θανάτου περηφάνια
σκίζει στήθια η δόλια μάνα.
" Χαρε πάρε με κι εμένα".
Κομμάτια το ραδιόφωνο
ο χρόνος γίνεται άχρονος
σκοτείνιασε το φως της.
Το πιάτο είναι πάντα εκεί
την μάνα είπανε τρελή κι
κι Αθάνατο το γιο της.
Επίλογος
Ήταν αμούστακο παιδί
Οταν το ντυσαν στο χακί
μ' ένα της μάνας φυλαχτό.
μα όταν την πήγαν να το δει
απ' το αμούστακο παιδί
απέμεινε το φυλαχτό
ένα οστό κι ένα ΓΙΑΤΙ;
Aπό το βιβλίο : ΕΞΩ ΑΠ' ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ
Εμπνευσμένο από μια χαροκαμένη
μάνα αγνοούμενου
στον προδομένο πόλεμο του
1974 μα και των όσων ακολούθησαν

Μελοποιημένο το ακούτε εδώ

Στον Παναγιώτη Παύλου (Αγνοούμενο) / Τέμβριου Αθηνά

 

Ο Παναγιώτης ποτέ δεν επέστρεψε.
Μονάχα οι σκιές της γριάς μάνας
και των παιδιών επιστρέφουν,
τις στιγμές που οι ζώντες
ζητούν των νεκρών την αψεγάδιαστη
αγάπη, π’ ανάβει χρόνια τώρα
το γυάλινο πονεμένο καντήλι,
δίπλα στο παλιό εικονοστάσιο
και στον άδειο τάφο της μνήμης.
Τα δάκρυα στέρεψαν,
το μοιρολόι, ρέκβιεμ της σιωπής,
αντηχεί στην απουσία σαν βάλσαμο,
Στα μαύρα η σκυφτή γυναίκα.
«Ανάμεσα στους Ήχους» Αθηνά Τέμβριου

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2024

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΛΕΞΕΙΣ / Ονουφρίου Αναστασία

 


Μ’ αρέσει να μαζεύω απ’ τους ανθρώπους τις λέξεις τους
να τις πηγαίνω βόλτα με το νου μου όπου κι αν θέλω
να περιμένουν σε ουρές ταμείων
να μπαίνουν σε μονοπάτια μέσα στο δάσος που θέλεις να χαθείς και
βρίσκεις ξέφωτα
να κολυμπούν σε μαύρα νερά μιας θάλασσας που κολυμπάς μονάχος σου
να τις ξεχνάω στο σπίτι για μια μέρα
χι ύστερα να τις δίνω πίσω σ’ αυτούς που τις ξεστόμισαν.

Μ’ αρέσει να κλέβω απ’ τις λέξεις, τους ανθρώπους τους.

Η ΑΠΟΨΗ MOΥ ΓΙΑ ΣΕΝΑ

 


Σου ζαρώνω το πουκάμισο γιατί σ’ αγαπώ
και σου φωνάζω μέσ’ απ’ τη ζαφειρένια μου καρδιά
να μ’ αγαπάς κι εσύ
κι ας δείχνει ο κόσμος ξένους δάχτυλους στους δρόμους
στρίβοντας από δασύφυλλες κι έγχρωμες πολύ καλλιγραφίες.

0 έρωτάς σου ο πνιγερός γι’ αυτόν τον πνεύμονα
μονοξείδιο στις κουπαστές τα Σάββατα
πεμπάμενο και πομπευμένο
μ’ άφησε μ’ ένα
αλόγιαστο κι αλλοιωμένο άλγος.

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2024

ΜΟΡΦΟΥ… / Παπαδοπούλου- Περικλέους Αντιγόνη

 


Αρκεί μια μακρόσυρτη φωνή
το άρωμα ανθών πορτοκαλιάς
μια πρασινομάτα κοπελιά
να σε θυμίζει, Μόρφου μου.
Ένα ρυάκι με γάργαρα νερά
αγιόκλημα και γιασεμιά στη γειτονιά
και μια καλή γειτόνισσα
να κορφολογεί βασιλικό
και να μοιράζει αντίδωρο
ζεστό ψωμί κι αγάπη…

Οκτώβρης 2022

ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ / Παπαδοπούλου- Περικλέους Αντιγόνη

 


Αυλακωμένα πρόσωπα
ρυτίδες προσφυγιάς
δεμένα με τη μοίρα τους·
ανάδελφα
στους πέντε ανέμους
οδοιπόροι στο άγνωστο
με βάρκα την ελπίδα.

Φθινόπωρο 2016

ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ

 


Βλαστάμε σ’ αφιλόξενες πλαγιές
ανάμεσα σε πέτρες και σε σχίνα
λιοτρόπια που μας βρήκε ένα πρωί
ξεριζωμού απάνθρωπη ασχήμια.

Κάποτε σ’ εύφορες πλαγιές
ήρεμα κυλούσε η ζωή μας
πλάι σε γάργαρα νερά
μοσχοβολούσε η ύπαρξή μας.

Τώρα μάς πήραν τη χαρά
τη γύρη μας ναρκώσανε με πόνο
βλαστάρι στις καρδιές μας ακριβό
οι θύμισες π’ αφήσαμε στον δρόμο.

Κι όμως μες στων σχίνων τις σκιές
ακοίμητες φωλιάζουν οι ματιές μας
προσμένοντας του ήλιου χρυσαυγές
να μπλέξουνε στεφάνια στις γιορτές μας.

Σεπτέμβρης 1975

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2024

ΧΑΙPETE ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ / Δημητρίου Δήμητρα

 



Τα στήθη ισοπεδώθηκαν σε κίνηση μπουλντόζας
στις πέτρας την απόγνωση
οπού εκυμάτιζε ολογάλανο νερό
και τ’ ακρογιάλι γεμάτο θρύψαλα
Δημοκρατίας και Κέννετυ γωνία.

ΑΓΑΠΗ / Δημητρίου Δήμητρα

 


        Στη Μυρτώ Αζίνα

Λεν το ’ξέρα πως με κοιτάζει,
δεν ήξερα πως μας κοιτάζει η αγάπη από τόσο κοντά
και μας εφάπτεται διαρκώς
με τόσο θράσος.
Πώς τολμάτε, δεσποινίς μου, πώς τολμάς!

Μυροφόρα / Δημητρίου Δήμητρα

 


Εσκάψασιν τον λάκκο τζαι για τες δκυο τους. Τις μονάκριβες. Πέντε
φορές εκάστην, υπό τα όμματα. Θαρκιέσαι πως ο Πλάστης μου εν
είσιεν ποττέ του μάθκια. Ύστερα είπαν τους να μπουν τζαι τζείνοι
μέσα.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Από μαρτυρία γυναίκας από τη Μόρφου για δύο δεκατετράχρονα κορίτσια,
τα οποία κατά την Εισβολή βιάστηκαν πέντε φορές μπροστά στα μάτια
των γονιών τους και εξέπνευσαν. Οι γονείς εξαναγκάστηκαν από τους
Τούρκους στρατιώτες να σκάψουν τον λάκκο των παιδιών τους, έπειτα
εκτελέστηκαν. Βλ. Ο Αγών, 30 Αυγούστου 1974, 4
.

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2024

ΤΥΦΩΝΕΣ / Καρακόκκινος Ανδρέας

 


Οι τυφώνες στην εποχή τους
ξεριζώνουν δέντρα
αρπάζουν στέγες
πλημμυρίζουν τις ακτές
σηκώνουν κύματα βουνά
βουλιάζουν καράβια

Οι τυφώνες στην εποχή μας
ξεριζώνουν θεμέλια
αρπάζουν το αύριο
πλημμυρίζουν τα χέρια με αίμα
σηκώνουν συρματοπλέγματα
βουλιάζουν αθώες ψυχές.

ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΑ ΟΝΕΙΡΑ / Καρακόκκινος Ανδρέας

 


Η σκιά του φθινοπώρου
απλώθηκε
στην τσιμεντένια αυλή
της θλίψης
χωρίς δάκρυ
χωρίς αποχαιρετισμούς
σαν ακαριαία αποδοχή
του τέλους
και σαν χελιδόνι
έτοιμο να πετάξει
στην αγκαλιά
αποδημητικών ονείρων.

ΓΥΝΑΙΚΑ / Καρακόκκινος Ανδρέας

 


Η γυναίκα, δραπέτης από τα όνειρα,
ντυμένη με το καθημερινό της φόρεμα
ακροβατεί στο γέλιο και το δάκρυ,
πίνει το κρασί των θεών
παρέα με πολύχρωμα πουλιά
και ζωγραφίζει στίχους
στην πιο μακρινή θλίψη τ’ ουρανού.