Παρασκευή 8 Απριλίου 2022

Αν δεν αντισταθείς / Μακρίδου -Robinet Κλεοπάτρα

 Αν δεν αντισταθείς

Να μην τελειώνεις με τις παλιές σου αμαρτίες
να τις κοιτάζεις από κοντά
τόσο που να βλέπεις τα σημάδια,
κι ύστερα να ορθώνεσαι
και να ετοιμάζεσαι για την συνηγορία
πλάϊ στον Απόλλωνα Υλάτη
την αλμυρή λίμνη το απόγευμα
στους ανθισμένους κάμπους
με τα ρούχα σου καθαρισμένα
το τιτίβισμα των πουλιών
ενώ πέφτει η νύχτα
στο άλαλο ηλιόγερμα
τα δέντρα με τα βαριά ράσα
και τα υγρα ́τους πόδια
να ετοιμαστείς
ν´ακούσεις την ετυμηγορία
στο σπίτι με τις φοινικές
ψιλαφώντας τοίχους οικείους
της αρχαίας πολιτείας
χαϊδεύοντας τα πουλιά του Ευστόλιου
κοιτώντας τον Χριστό στην αγκαλιά της Παναγιάς
της Αρακιώτισσας
και μην εκπλαγείς
να ξανακούσεις τα ίδια λόγια
«Η Κύπρος πέφτει μακριά».
Τις πληγές σου
να τις ραντίζεις
για να μην πεθάνεις...
Και μην εκπλαγείς ν´ακούσεις ξανά
τα φοβερά μαντάτα
μιας άλλης προδοσίας
μοιραίου επίλογου των προηγουμένων
σιαμαίων αφετηριών
έτσι που ξυπνάς στην Λευκωσία
αργοπορημένος το πρωί
γιατί είναι βαθύς ο ύπνος σου
κι οι ηδονές πελάγιες
και το ρέμα που σε πήρε υδάτινο
μες το λαβύρινθο των στοών
των μεταλλάξεων
που νομιμοποιούν τα αδυσώπητα
αυτά που κάποτε θεωρούσες
απαράδεχτα.
Και μην αυταπατάσαι
γι αυτό που ισοδυναμεί
με διαχείρηση «ελεγχόμενης διχοτόμησης»
όσο κι αν αναψηλαφείς
σαράντα δυο χρόνια μετα ́
την Ιουλιανή ατιμία
η συνωμοσία ήταν
να σε ξερριζώσει
απο την φυσική σου γεωγραφία.
Μην είσαι αφελής να νομίζεις
ότι όσα συντελέστηκαν παρηλθαν.
Οι τούρκικες μεθοδεύσεις
σ´οδηγούν να πιεις από μόνος σου
αν δεν αντισταθείς
το ιστορικό κώνειο.
Κλεοπάτρα , από την συλλογή «Το Κάππα της Κύπρου» 2013

ΦΥΓΗ........... / Χριστοφίδης Τίτος

 

Θα μπορούσε να είναι μύθος,
λείπει όμως η παράλογη υπερβολή,το ψέμα.
Με τόνα χέρι σφίγγει το πέτσινο λουρί
ανέκφραστη, θλιμμένη η βλοσυρή μεσήλικη κυρία.
Το άλλο χέρι αιωρείται ρυθμικά σαν εκκρεμές
χρωμάτων απορίας σ απρόσμενη συνάντηση.
Κοντόσωμο το συνοδό σκυλί
και μαλλιαρό και υποτακτικό,
με άσπρο χρώμα πάναγνης αθώας παρουσίας
στηρίζει, φωτίζει, γιγαντώνει την απαντοχή
της βλοσυρής θλιμμένης αγέλαστης κυρίας.
Περιδιαβάζει χρόνια τώρα το ζευγάρι
με χρονικό ρυθμό και τακτικά.
Το ’χρόνια’ είναι αόριστο
γιατί λιθόστρωτοι οι δρόμοι και ξερολιθιές
δεν σήμαναν ποτέ την ύπαρξη μόνο λιθίνης εποχής.
Σε σπάνια αφήγηση του άλλου μύθου
η έξοδος από το σπήλαιο απόγνωσης
έγινε με στήριξη στην κριαριού κοιλιά
τον τυφλωμένο πια Πολύφημο να ξεγελά ο μυθικός
με κρίσιμο ζητούμενο ζωής - θανάτου, όχι εκτόνωσης
ούτε απαντοχής, φυγής από τη χρόνια απαίσια θλίψη.

Ο άγνωστος / Στυλιανού Κυριάκος


Το μάτι μας έπιανε τον άγνωστο εκείνο άνθρωπο άλλοτε να κρύβεται πίσω από μεγάλους κάδους ανακύκλωσης και άλλοτε να εισβάλλει μέσα στις αυλές των σπιτιών μας. Και, αφού στην αρχή τον πήραμε για κλέφτη, σκεφτήκαμε όλοι μαζί να τον διώξουμε μακριά από τη γειτονιά μας. Κάθε φορά που τον βλέπαμε, μια δύναμη, που ξεκινούσε από τα βάθη της ψυχής μας και κατέληγε σαν κόμπος στο λαιμό, μας έσπρωχνε να κλείνουμε ερμητικά τις πόρτες των σπιτιών μας για να μην τον αντικρίσουμε κατάματα.
Εκεί που νομίσαμε πως τον ξεφορτωθήκαμε για πάντα, τον είδαμε μια έναστρη βραδιά πρώτα να σμίγει με τη σκιά του και μετά να ανάβει ένα τσιγάρο. Είδαμε κιόλας παιδιά που μόλις τον είδαν σταμάτησαν το παιχνίδι τους και έτρεξαν αμέσως κοντά του. «Νύχτωσε! Ελάτε γρήγορα στο σπίτι!» φώναξαν τότε αλαφιασμένοι με μια φωνή οι γονείς τους.
Ο άγνωστος, όμως, πρόλαβε τη φορά αυτή και μας κοίταξε στα μάτια την ώρα που κλείναμε ερμητικά τις πόρτες μας. Για πρώτη φορά τον πλησιάσαμε. «Και τα παιδιά τους;» τον ρωτήσαμε αφού καταφέραμε και σταθήκαμε απέναντι του. «Τι να έγιναν άραγε εκείνα τα παιδιά;» « Εσείς ξέρετε...» μας απάντησε εκείνος με νόημα. «Κάπως έτσι έγινε και με σας...» συνέχισε, παρατηρώντας το τσιγάρο του που σιγά σιγά έσβηνε. «Μια μέρα σαν κι αυτή ήταν που...». «Πού...;» τον ρωτήσαμε ξανά, κι αυτός συννέφιασε.
«Πότε επιτέλους θα πείτε την αλήθεια;» μας έστησε στον τοίχο, και εμείς σκύψαμε το κεφάλι, καταλαβαίνοντας πως κανείς δε βολεύεται να κρύβεται για πάντα πίσω από τη σκιά του. «Για πόσο καιρό ακόμα θα κρύβεστε πίσω από τους άλλους;» μας έστησε και πάλι στον τοίχο κι εμείς σκύψαμε ακόμα πιο κάτω το κεφάλι. «Για πόσο καιρό ακόμα θα κρύβεστε από μένα;».
Είδαμε τότε ένα θεόρατο κτήριο να παίρνει τη θέση της αλάνας και να μας κρύβει για πάντα τον ήλιο, είδαμε τα παιδιά μας να γυρνούν απελπισμένα τριγύρω το κεφάλι μήπως βρουν ένα άλλο μέρος για να παίξουν, τα παιδιά μας ν’ απομακρύνονται από το καταφύγιο που για χρόνια τους προσφέραμε. «Ποιος άραγε να θέλει κάποιον που του έκλεψε τη χαρά;» μας ρώτησαν στα ίσα, κι εμείς επιμέναμε πως ό,τι κάναμε ήταν για το καλό τους και πως κανείς από μας δεν έφταιγε.
"Εμείς φταίμε..» λέμε τώρα όλοι, κι εκείνος ανοίγει την αγκαλιά του. «Επιτέλους συναντηθήκαμε...» μας λέει. «Επιτέλους συναντηθήκαμε...» λέμε κι εμείς ο ένας στον άλλο, λες και συναντιόμαστε για πρώτη φορά. «Νύχτωσε...» ψελλίζουμε εμείς,
«Νύχτωσε...» ψελλίζει κι εκείνος, μέχρι που γίνεται ένα μαζί μας, και δε μας είναι πια άγνωστος, μέχρι που το τσιγάρο του πέφτει άψυχο κάτω όπως ακριβώς τα παιχνίδια των παιδιών μας που τέλειωσαν για πάντα.
Κυριάκος Στυλιανού, Συλλογή Διηγημάτων " Μεταμορφώσεις", 2017

ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΣΩΖΟΜΕΝΟ/ Πενταράς Νίκος

 

Μια σαύρα σερνόταν
στα χαλάσματα των πλινθόκτιστων σπιτιών
οι παπαρούνες πιο πέρα
μαρτυρούσαν το αίμα των σκοτωμένων
κι ανάμεσα στ’ αγριόχορτα χαμοπέρδικες
θρηνούσαν την εγκατάλειψη
στα μάτια του φιδιού
που σεργιανούσε στους έρημους χωματόδρομους
ήταν εμφανής η κατάρα του μίσους
αν και είχε πολλή σκόνη στην ατμόσφαιρα.

Η ζωή είναι μικρή.... / Νικηφόρου- Θεοκλή Αντρούλλα

 

Η ζωή είναι μικρή,
φεύγει σαν την βολίδα,
δώσε της χρώμα σήμερα,
δώσε της, την ελπίδα!
Κάθε στιγμή ανεπανάληπτη ,
γεμίζει τη ζωή,
δώσε στιγμές όμορφες,
να χαίρεται η ψυχή!!!
Θ'άγαλλιαστεί το μέσα μας,
Άνοιξη στην ψυχή μας,
θα λάμψει μέστ' τα μάτια μας,
θα γλυκάνει την ζωή μας!!!!
Στέλλω την καλημέρα μου,
γοργά να σας τη φέρει,
χελιδονάκι που πετά,
κι ήρθε απο ξένα μέρη....
Χελιδονάκι που πετά,
με την ουρά ψαλίδι,
ας κόψει,
κάθε κακό σ’ αυτή τη γή,
να εξαλειφτεί ,η οδύνη.

η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ «ΑΜΑΡΤΩΛΗΣ / Ξύστρας Δημήτρης


----------
Από το μίσχο
φύτρωσα
σαν μπόλιασμα τ’ Απρίλη,
πορφύρα κι’ άνεμος
γλυκός
μου μάγεψαν τα χείλη.
Κλειστό παράθυρο
ήμουνα
που ‘κρυβε την ελπίδα,
σαν καρυοφύλλι
στη σκλαβιά…
κι’ αχόρταγη ανάσαινα
τη μυρωδιά της νιότης
σαν αφρισμένο
πέλαγο,
σαν θάλασσα πλατιά.
Φλέρταρα
με την ηδονή
μπροστά στην Άγια Πύλη,
γευόμουν
απ’ τ' αμπέλι Σου
το πορφυρό σταφύλι.
Στα στήθια μου
εκούρνιασε
της ηδονής το θαύμα
και θήλασε κι’ ο διάβολος
απ' το δικό της γάλα.
Στο στέρνο μου
κάτω απ’ το φως
πλαγιάζανε στρατιώτες,
με το κρασί
τους κοίμιζα
σε φτερωτή σπηλιά,
για δυο σταγόνες
όνειρο,
έπλενα μες το κύμα
την ματωμένη τους ψυχή
σε έρμη ακρογιαλιά.
Μου ‘βαλες
τόσες ομορφιές
σ’ ολόχρυσο ποτήρι,
που πόθησα
στο ξύπνιο μου
και τα γλυκά Σου χείλη.
----------
Στην κρίση Σου
εναπέθεσα
τις αμαρτίες μου όλες,
σαν άτια που καλπάζουνε
να φύγουν μακριά
και σέρνουνε μιαν Άνοιξη
σε μαγεμένες ρόδες
που όσο κι’ αν τρέχουν,
φαίνονται
ακόμα πιο κοντά.

Σκοτώστε και τον ποιητή / Ανδρέου Ειρήνη


Εφ' όσον ο λαός κοιτά
μονάχα την βολή του
την εξουσία προσκυνά
κι ας χάνεται η Πατρίς του
Όλα του πάνε κατ' ευχήν
κι ας μη χαλώ την πιάτσα
αφού και υποψήφιος
είπε την Κύπρο τάτσα!
(λεκέ)
Αρνούνται την σημαία μας
της ανεξαρτησίας
Στου μαύρου Ιούλη το λαμπρόν
ούλλοι μας εκλωτσήσαν.
Καρτέραγαν την μάνα μας
να ‘ρθει να μας γλυτώσει
μα ήρθε πριν , χαράματα
για να μας παραδώσει ...
Σκοτώνοντας τους αδελφούς
που έλεγε προδότες
το μίσος είχαν προ πολλού
της χούντα οι «πατριώτες».
Το ‘παν δικοί τους αρχηγοί
«Ο αγώνας ήταν λάθος»
όμως αλλού τους έτρωγε
το μίσος είναι πάθος.
Και στον λαιμό τους πήρανε
παιδιά ιδεολόγους
μα αν ξύπναγαν θα φτύνανε
στεφάνια μα και λόγους .
Μα ο ηθικός ο αυτουργός
όσο κι αν δεν αρέσει
ήταν ο «μέγας» στρατηγός
που 'φερε και το φέσι........
Κι αυτός που τον κουβάλησε
ας βλέπει απ' το θρονί
η Κύπρος πώς κατάντησε
και να την ..... ευλογεί.
Κλάδο ελαίας έδωσε
κι ο φάκελος κλεισμένος
σκοτώστε και τον ποιητή
δεν είναι βραβευμένος
Ήθελα πιο πολλά να πω
μα τα' πε η ιστορία
τον Πενταδάκτυλο κοιτώ
με πιάνει ανατριχίλα.
Κι αν είστε μάγκες άντε μπρος,
ψηλά στην ανηφόρα
Άντε αράτε τον σταυρό
που σήκωσε ο Ευαγόρας!
σαν πίστεψε σε λευτεριά
στα δεκαοχτώ του χρόνια
και του περάσαν την θηλιά...
σας καρτερά ακόμα.
Χιλιάδες οι Αθάνατοι
ήρωες προδομένοι
η αρρώστια σας επάρατη
το μίσος επιμένει .
Μήτε δεξιοί μήτε ζαβροί
πονάνε πια τον τόπον
όλοι αράξαν στην βολή
πιόνια των αρχόντων.
Τραβά ο ένας το πετσί
κι ο άλλος το τομάρι
μα ο λεκές μας της ντροπής
άστρο , μισό φεγγάρι,
μισό αιώνα είν’ εκεί
και όχι στην σημαία
προσκυνημένοι κι αυλικοί
που πήγε τόσο αίμα;
Καρέκλα, κόμμα ,διαφθορά
κι όποια πέτρα σηκώσεις,
ΜΙΖΑ θα γράφει καθαρά,
ο Θεός, (😉 πια ας μας σώσει.
Όποιον μιλά τον έχουνε
«του πάτσου και του κλώτσου»
κρυφτό όλοι τους παίζουνε
πίσω απ' το δάχτυλο τους.
Τους Βαραββάδες συγχωρούν
και προσκυνούν Πιλάτους
αρχιερείς με τους σταυρούς
και δήμιους του κράτους
Δικοί κι οχτροί συμπράξανε
την Κύπρο κατατρώνε
και αμοιβή εισπράττουνε
φαρισαίοι και τελώνες.
Το βιος το αίμα την ψυχή
σαν δράκουλες ρουφάνε ,
τα πρόβατα στην σιωπή
μιας και κουτσοπερνάνε.
Με κοκαλάκια επαιτούν
γλείφουνε και κουφέτα
γονατιστοί τους προσκυνούν
ραγιάδες με πατέντα
Κι όσο για το σύστημα
που λεν λογοτεχνία
τα φτύνω τα βραβεία σας
πάνω από μνημεία .
Γιατί κανείς σας δεν υμνεί
αυτούς που ‘χει σκοτώσει
το χέρι το αδελφικό
κι ας ήτανε καμπόσοι;
Δεν έχουν μάνες όλοι αυτοί;
Ονόματα δεν έχουν ;
για δεν τα λέτε στα σχολειά
οι νέοι να κατέχουν ;
Μα μόνο τους προτρέπετε
παράδειγμα να γίνουν
να κρεμαστούν και να καούν
Αθάνατοι να μείνουν .
Κι αυτοί που δεν κρεμάστηκαν
κι ας ήτανε προδότες
σε θρόνους καλοκάθισαν
τους λεν και πατριώτες.
Κι αφού με ψέμα γράφεται
της Κύπρου η ιστορία
ο ποιητής πια σιωπά
μονάχα από αηδία.

ΜΑΗΣ / ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ


-Πού πας τον Μάη για να βρεις
με το χοντρό σου παλτό κουμπωμένο;
-Χωρίς αγάπη κρυώνει η καρδιά.
Αργεί να ρθει μα εγώ περιμένω.
Πάντα η ίδια η κουβέντα εκεί,
μα οι χρονιές δεν έχουν Μάη.
Κι όλο κρυώνει η καρδιά μοναχή
μα η αγάπη γι αλλού τραβάει.
Περνά ο καιρός, χάνεται, πάει,
έγινε γέρος το παλληκάρι,
ρυτίδες γέμισε, άσπρα μαλλιά,
μα πού να πάρει αυτός χαμπάρι.
-Πού πας τον Μάη για να βρεις
με το χοντρό σου παλτό κουμπωμένο;
-Για τον Δεκέμβρη κίνησα πιά,
χάθηκε ο Μάης, δεν περιμένω.
Κουλουριασμένο στ άδειο του σπίτι,
βράδυ τον βρήκανε τα αστέρια,
με ένα παράπονο στο πρόσωπό του,
του Μάη στεφάνι στα δυο του χέρια.

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022

Πέντε [5] Ποιήτριες της Κύπρου - πέντε[5] ποιήματα

 





Άτιτλο / Αλεξία Βίκτωρος

Δεν είμαι εγώ,
είμαι μόνο μια αγιογραφία στο Rijnsburg
του 17ου αιώνα
με ρινίσματα στους πνεύμονες
και μια εξαίσια
βιασύνη
να ισχυρίζομαι
πως επιθυμώ
ό,τι μου διαφεύγει.

**

ΕΞΩ ΑΠ' ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ / Ειρήνη Ανδρέου
Δεν μ'ενδιέφεραν ποτέ
περγαμηνές και διακρίσεις
και ειδικά του κράτους.
Δεν ζω εις βάρος
του φτωχού με φόρους
και με μίζες, με τα βρώμικα
λεφτά τους.
Δικός τους δεν θα γίνω
του Μεσαίωνα
να εκπαιδεύω δουλικούς
εις τα σχολεία.
Απέναντι τους θα με βρίσκουν
με την πένα μου
χωρίς τα πουλημένα τους
βραβεία.
"ΕΞΩ ΑΠ' ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ
μα απ' την χύτρα της ψυχής"
τ' άδικο με πάθος θα φωνάζω.
"Τί σόι θα 'μαι ποιητής
αν για τα τέρατα της γης
το " ξίφος" δεν αρπάζω;

**

Είναι μια ψυχή / Cléopâtre Robinet

Είναι μια ψυχή ακατοίκητη
που πάντα προχωρεί
κρεμμασμένη στους νεκρούς της
Ταξιδεύει πάνω σε σαπισμένα καράβια
από κάβο σε κάβο, από νησί σε νησί
μα η σκέψη της κρατά στη παλάμη της την Σμύρνη...
Είναι ωραία ψυχή
με το χαμόγελο του ανέμου και της βροχής
κι ένα συστατικό πίκρας στα χείλη ...
Την έβλεπες στη αγκαλιά της μάνα της
στριμωγμένες σʹενα σαπιοκάραβο
που τις έφερνε στην Κερύνεια το 22
Το κουτί με γάλα που πρόλαβε νʹάρπάξει
η μάνα μέσα από τις φωτιές στη Σμύρνη
της έσωσε τη ζωή.
Στην Κερύνεια ο άλiκος ιδρώτας
και το πικρό ψωμί
της έμαθαν να χαμηλώνει τα μάτια
νʹαποθηκεύει την θλίψη
στη καρδιά της ...
Ύστερα κατέφυγε στην Λεμεσό σʹενα χαμόσπιτο
Την έφερε η άλλη καταστροφή του 74
στην δεύτερη της Πατρίδα ...
Τι κι αν η λαίλαπα της προσφυγιάς
ξήλωνε τη ζωή της
Τι κι αν χρόνια τώρα ζούσε την κανονικότητα
ενός μακροχρόνιου ακρωτηριασμού !
Αυτή ύφαινε τα όνειρα της από λιμάνι σε λιμάνι
για να ζει.
Τι λέγανε Μαρία και ήταν από το Αϊβαλί.
Τώρα πια ποιος την θυμάται;

**
ΣΥΝΟΡΑ / Αγγέλα Καιμακλιώτη
Για όνομα του Θεού
αν υπάρχει Θεός
βήματα παιδικά
χαρτογραφούν με αίμα
την Ευρώπη.
Σύνορα είναι
τα παγωμένα χέρια
τα παγωμένα μάτια
για όνομα του Ανθρώπου
αν υπάρχει Άνθρωπος.

**
ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΗ / Μαίρη Θεοδοσίου Νικολάου
Μερικές φορές διαρρηγνύω
το θολό μου περίγραμμα
το εξαφανίζω ως δια μαγείας.
Χωρίς διαχωριστικά σύνορα
απροστάτευτη
δίχως άμυνες
διαχέομαι στους γύρω.
Ανεξήγητο πραγματικά.
Μπορεί όμως να είναι
και ποίηση.

Νυχτερινή Έξοδος στη Λευκωσία / Μολέσκης Γιώργος

Πόλεμος και Ειρήνη / ΠΟΥΛΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 


Το μεταξύ δύο Πολέμων διάστημα λέγεται και Ειρήνη.
Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για Ειρήνη∙
είναι προετοιμασία για Πόλεμο!
Γι αυτό και ο Πόλεμος την Ειρήνη την ονομάζει ‘’συμβία’’ του.
‘’Αν δεν υπήρχε κι αυτή ‘’ λέει,’’ πώς θα μπορούσα
ν’ ανακτήσω τις δυνάμεις μου, να ξαναβρεθώ στο μέτωπο;
Η Ειρήνη μού δίνει ζωή, με ξανασπρώχνει μπροστά∙
γι αυτό και την  λέω συντρόφισσα εν όπλοις και εν ζωή’’
Το μεταξύ δύο Πολέμων διάστημα λέγεται και πάλι Πόλεμος,
γιατί ο Πόλεμος ενσωματώνει την Ειρήνη χρησιμοποιώντας την
ως άλλοθι, να καταδείξει την αναγκαιότητα του.
‘’Εγώ τουλάχιστον δεν κρύβομαι πίσω από τις λέξεις ‘’ λέει∙
‘’αν είναι να πολεμήσω καλώ τον άλλο ανοιχτά σε σύγκρουση∙
δεν τον υποσκάπτω καταφεύγοντας σε μεθόδους χαρτοκλέπτη∙
γι αυτό και η Ειρήνη γρήγορα κλίνει προς το μέρος μου’’
‘’Είν αλήθεια’’  λέει η Ειρήνη, ‘’αυτός δεν παίζει με τα παιγνιόχαρτα∙
αν είναι να μπει στο παιχνίδι μπαίνει με το πιστόλι στο χέρι
και δίνει τέλος στο παιχνίδι με το πιστόλι στο χέρι!’’
 
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ‘’ ΜΙΚΡΑ ΔΟΚΙΜΙΑ Ή ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ‘’

Τρίτη 8 Μαρτίου 2022

Μεγάλη Πέμπτη / Χριστοδουλίδης Γιώργος


Λυγίζω στην όχθη της λίμνης
μετά από ένα μεγάλο πόλεμο
και παρηγορητικά κύματα βρέχουν τα πόδια μου.
Τα κύματα της λίμνης ξέρουν να αγαπούν
δεν έχουν τίποτα να αποδείξουν
οι νεκροί τους είναι λίγοι
τυφλοί δύτες τούς ανασύρουν προσεκτικά
στα κρεβάτια του ουρανού.
Λυγίζω στην όχθη της λίμνης και είμαι πια βέβαιος
ότι το γλυκό νερό είχε πάντα δίκιο·
κάποιος ρωμαλέος τα ’χει κάνει όλα καλύτερα
με διακριτική ψυχρότητα
και δάκρυα κρυστάλλινα σαν σταλακτίτες:
ο ξυλοκόπος που χτυπάει χειροδύναμα το δέντρο στην καρδιά
ο ψαράς που χαϊδεύοντας
βγάζει τα μάτια του ψαριού η ηχώ που μου επιστρέφει
ουρλιαχτά τρομαχτικότερα απ’ εκείνα που της έδωσα..."
"Μυστικοί Άνθρωποι" εκδ. ΚΥΜΑ, 2019

Ταυτότητα / Τέμβριου Αθηνά


Το όνομά μου είναι γυναίκα.
Ανήκω στα τραγούδια
Δεν έχω τραγουδήσει ποτέ,
με λόγια που ποτέ δεν είπα,
στα όνειρα που σώζονται σε κόκκινα και λευκά κουτιά·
τα γυαλιστερά, στα πάνω ράφια
στα μαγαζιά του never land
στα μέσα Φεβρουαρίου
όταν η στοργή τρέχει μέσα από τεταμένες φλέβες
και τα μπουμπούκια ανθίζουν πριν την ανατολή.
Το όνομά μου είναι γυναίκα.
Το σώμα μου κουβαλάει το άγιο άρωμα
της δενδρολίβανου,
τα μάτια μου καθρεφτίζουν το μυαλό μιας μάγισσας
τις χειμωνιάτικες νύχτες.
Με βλέπεις να τρέχω με τους λύκους
ως τα ανήσυχα βλέφαρά μου
να χαρίσω αυτό που δεν μπορούν να κρύψουν τα πόδια μου;
Την αυγή, λατρεύω το μουρμούρισμα της θάλασσας
καλωσορίζοντας τους ατέλειωτους ψίθυρους της αιωνιότητας.
Το όνομά μου είναι γυναίκα.
Τα μυστικά μου κυλούν σαν σύννεφα στο μυαλό κάποιου,
οι δυνάμεις μου έχουν γλιστρήσει μέσα από τους δεσμούς του Χρόνου,
Ταπεινά γονατίζω όταν η αγάπη αντέχει την αλήθεια,
πλέκω την περηφάνια μου για να γευτώ ζεστασιά.
Αν τολμώ; Τολμάω να στέκομαι μόνος απόμακρη;
Μπορεί να είμαι φωτιά, αέρας και νερό,
βαδίζοντας πάνω στη γη των ανθρώπων
μόνο όταν νιώθω ελεύθερος.
Αν τολμώ; Τολμώ να αναδημιουργήσω παλιούς μύθους;