Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

Αφροδίτη Οικονόμου: Μην βούλεσαι Τις μύριες υποσχέσεις τις χρυσοποίκιλτες






ΑΤΙΤΛΟ

Τους επίγειους θησαυρούς
Τα χίλια αγαθά
Τούτης εδώ της πλανεύτρας ζωής
Μην βούλεσαι
Τις μύριες υποσχέσεις τις χρυσοποίκιλτες
Μην ενστερνίζεσαι
Τις βαρβάτες πεθυμιές
Χαλίνωσε τες
Στα πάθη τα ασυγκράτητα
Να βάλεις βουλοκέρι 
Στο πλάνταγμα της υποχθόνιας σκέψης σου
Σύρε χορό
Κι’ απόδιωξε την
Καλωσορίζοντας  μεσ’ την αστροφεγγιά
Το αχνό βάδισμα της εσωτερικής ελευθερίας

**
ΣΚΕΨΕΙΣ

Γεννάμε σκέψεις,
Συναισθήματα,
Όνειρα
Σκέψεις, συναισθήματα
Όνειρα
Που θέλουν μια αγκαλιά
Ένα χάδι
Πολλή κατανόηση
Όπως τα παιδιά
Που φέρνουμε στον κόσμο
**


Ο ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ ΝΟΥΣ

Μέσα στη απατηλή διαύγεια του
Ο ανήμπορος ανθρώπινος νους
Σκύβει και παρακαλάει την ανθρωπότητα
Να σωπάσει
Μέσα στους κλυδωνισμούς
Του σύμπαντος
Μέσα από τη γνώση
Την αυτογνωσία
Την αποδοχή
Την απόλυτη ηρεμία
Στους συνδαιτυμόνες
Θυσία να προσφέρει
Για τη λύτρωση
Που τόση ανάγκη έχει ο ανθρώπινος νους  

Βραδιά Ποίησης στην αποβάθρα της Λάρνακας την 13η Σεπ 2020


Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2020

Χριστάκης Χαραλάμπους: Αγαπώ το φθινόπωρο και ας μας φέρνει πόνο…






Αγαπώ το φθινόπωρο
και ας μας φέρνει πόνο
σαν κοιτάζω το πράσινο
να απλώνεται γύρω μου
νιώθω τον παράδεισο μέσα μου
και ας πατώ χώματα καταραμένα
δηλητηριασμένα απ τον άνθρωπο

**

Άτιτλο
Κορμιά που όργωσε το λιοπύρι
η φτώχεια τα έκανε μαχητές
στον αγώνα ρίχτηκαν με πόνο
μα άλλη οδός δεν σηκώνει τα βήματα τους
σε τούτη την ζωή δεν χωράνε οι δειλοί
και ας βασιλευει αιώνια η μεγαλοπρέπεια τους
**

Βουβές καμπάνες
Κάποτε χαρμόσυνα χτυπούσαν
διαλαλούσαν την υπεροχή της ευτυχίας
μα πέρασαν οι μέρες της αφθονίας
κυριαρχεί πλέον ο δαίμων του θανάτου
το μισοφέγγαρο απλώνει τον ίσκιο του
Πέρασε σχεδόν μισός αιώνας φίλε μου
μα τα σχοινιά τους ακόμα μένουν ακίνητα
δεν υπάρχουν πλέον μιλιούνια πιστών
σκορπίστηκαν στα πέρατα της οικουμένης
περιμένοντας τον αέρα της ελευθερίας


Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

Ο Αλέξανδρος (2) / Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου





Είδα τον Αλέξανδρο!
δεν ήταν αυτός, που
ήξερα·
μου φάνηκε πρόωρα
γερασμένος·
καθόλου σίγουρος
για τον εαυτό του.
Έδειχνε απομακρυσμένος
από κάθε τίτλο
και προσωνύμιο·
χαμογέλασε σαν πήγα
να τον προσφωνήσω
με το «μεγάλε»·
«μεγάλος!», έκανε,
 σα να τρόμαξε,
τινάζοντας από πάνω του
έναν τεράστιο ογκόλιθο
ή δρασκελώντας ένα
ανυπέρβλητο εμπόδιο.
Διέκρινα στη φωνή του
 το αίσθημα
της ματαιότητας προς κάθε
ανθρώπινο μεγαλείο.
Θυμήθηκε τη συνάντηση του
με το φιλόσοφο Διογένη·
«πόσα δε ξέραμε!»,
 μου’πε απολογητικά·
«και νομίζαμε, πως τα
 ξέραμε όλα!
τώρα καταλαβαίνω
τα λόγια του,
που βρίσκομαι στην
πραγματική σκιά·
τότε νομίζαμε, πως
 μπορούσαμε
να κρύψουμε τον ήλιο
με τη σκιά,
που ρίχναμε πίσω μας!».
Του θύμισα τις απέραντες
 κατακτήσεις του·
«μέχρι τον Ινδό!», του τόνισα
μ’έμφαση·
«και πόσες Αλεξάνδρειες
 σεμνύνονται,
που  φέρουν τ’όνομα σου!»
«Αλεξάνδρειες!», είπε
 μελαγχολικά·
«τι ματαιοδοξία κι εκείνη!
όλες περιέπεσαν σε παρακμή·
μια μόνο εξακολουθεί ακόμα
να βρίσκεται σ’ακμή κι αυτή νομίζω
αισθάνεται πιο κοντά σ’έναν μεγάλο
ποιητή, παρά σ’έναν μεγάλο
 κατακτητή!»
Μου’ρθε στα χείλη να του πετάξω
σαν γάντι κάτι
για τη Γοργόνα, την αδελφή του,
και συγκρατήθηκα τη τελευταία
στιγμή·
σα να διάβασε τη σκέψη μου
έδωσε ο ίδιος απάντηση
στην υποθετική ερώτηση μου.
«Ο Αλέξανδρος
ούτε ζει ούτε βασιλεύει!
προπάντων τον κόσμο
δε κυριεύει!
σαν τον Αχιλλέα αισθάνεται
τόσο φτωχός, που θ’αντάλλαζε
τη δόξα του με τη γύμνια
του τελευταίου φτωχού,
που μπορεί να χαίρεται το φως
του ήλιου,
χωρίς ν’αφήνει καμιά σκιά
πίσω του!»
Του’ριξα μια τελευταία
 ματιά,
καθώς απομακρύνονταν
 από κοντά μου,
μια σκιά του παλιού
 Αλέξανδρου,
και χωρίς να το θέλω
μου’ρθε στα χείλη
το τραγικά πάντα
 επίκαιρο·
«σκιάς όναρ, σκιάς όναρ
ο άνθρωπος!»…   
 

Από την συλλογή  ΄΄ Ποιητικό κολάζ ή παραλλαγές πάνω σε ένα θέμα΄΄ .  ii
έκδοση 2016

Ο Αλέξανδρος ( 1 ) / Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου




Μου συστήθηκε απλά,
 ως «ο Αλέξανδρος»·
πήγα να ρωτήσω
«ο μέγας;» και μου’κοψε
τη φόρα με μια κίνηση
του χεριού του·
«όχι τέτοια», μου’πε,
«δε περνούν εδώ κάτω!»
Επέμενα στις συστάσεις·
«ο Μακεδών;»
«Πόσο φαίνεσαι
περιορισμένος
στα στενά σου όρια!»
μου’πε, με φανερή
απογοήτευση στην
έκφραση του·
«εδώ δεν υπάρχουν όρια·
οι σκιές μας κινούνται
ελεύθερες, χωρίς να
μπερδεύονται με συνοριακούς
σταθμούς, διαβατήρια
κι άλλα διαχωριστικά
σύμβολα!»
«Εδώ», του’πα, «σε μας,
σ’έχουμε περί
πολλού!
 κι ίσως σου φανεί
ακόμα πιο παράξενο·
τρωγόμαστε για
 τ’όνομα σου!
ποιοι να το φέρουν,
ως αναγνωριστικό
 στο πέτο τους,
να ξεχωρίζουν,
 ως γνήσιοι «Αλεξανδρείς»!
Γέλασε πλατιά για την
αστεία συμπεριφορά μας·
«πόσο φαίνεστε, πως είστε
ακόμα παιδιά!
μόνο που σας λείπει
η αθωότητα των παιδιών»!
«Στην ιστορία έχεις καταλάβει
ξεχωριστή θέση», του είπα,
επαναφέροντας τη συζήτηση
γύρω από τον εαυτό του·
σ’αποκαλούμε «μεγάλο»
κι αποκαλυπτόμαστε
μπροστά σου, αισθανόμενοι
τη μικρότητα μας».
Άνοιξες τους ορίζοντες του
κόσμου· τον έκανες πιο μεγάλο·
 γίναμε κι εμείς  πιο
εξωστρεφείς»…
Χαμογέλασε, αυτή τη φορά
με κατανόηση της ανθρώπινης
μωροφιλοδοξίας·
«και πήρατε τα όρια σας ακόμα
πιο μακριά·
ακούω, πως η γη σάς φαίνεται
πολύ στενή κι ετοιμάζεστε,
να ξανοιχτείτε για κάπου αλλού·
τρέμω από τη σκέψη του
φτερωτού μερμηγκιού!
Εδώ κάτω, μ’όλη τη γύμνια μας,
αισθανόμαστε μια ζέστα μέσα μας
κι όλα, ακόμα και το τίποτα,
μας φαίνεται περιττή πολυτέλεια.
Πάνω, ακούω, πως προσθέτετε
διαρκώς πλουμίδια στο φορτίο σας·
κι αυτό το λέτε «ο πλούτος
και το καύχημα μου!».
Είν’αλήθεια, του’πα, πως ξεφύγαμε
από το μέτρο·
μέτρο είναι η άμετρη
 φιλοδοξία μας, να μη σταματούμε
πουθενά·
αν σταματήσουμε κάπου, αυτό
θα είναι και το τέλος μας!»
«Θυμάμαι», μου’πε, «την πρώτη φορά
που καβάλησα τον Βουκεφάλα·
αισθάνθηκα, σα να μου φύτρωναν
φτερά!
και ξεχύθηκα μαζί του στο κάμπο
και γίναμε οι δυο μας ένα·
μια κινούμενη σφαίρα, που δε
τη σταματούσε τίποτα.
Λαχανιάσαμε, αισθανόμαστε
όμως τον αέρα της απλωσιάς· να
θες να ξανοιχτείς, χωρίς να φοβάσαι
τίποτα· μόνο τον εαυτό σου,
μήπως λιποψυχήσει

και σ’αφήσει στο δρόμο.
Έτσι ξεκίνησα να κατακτήσω
τον κόσμο,
εγώ, ο Αλέξανδρος, ο μέγας
στρατηλάτης!
Θυμάμαι το σύνθημα·
«παραμερίστε τα σύνορα!
κάντε πέρα τα σύνορα!»
και σπρώχναμε κι όλο
μετατοπίζονταν τα σύνορα
και χανόμαστε στα πλήθη
των νέων ανθρώπων,
που προσπαθούσαν να
καταλάβουν, πού το πάμε·
μέχρι που τα σύνορα,
άρχισαν να κλείνουν
ασφυκτικά, να μας περιορίζουν
στα νέα τους όρια, που πια
ήταν τ’αναπόφευκτα νέα μας όρια.
Στάθηκα αναποφάσιστος·
να προχωρήσω ή ν’αρχίσω
την αντίστροφη πορεία;
και τότε, ως από αιφνίδια λάμψη,
φωτίστηκε το μυαλό μου και
συνειδητοποίησα, ό,τι πριν
 μου’ταν αδύνατο να καταλάβω.
 Εκεί είδα τη Μοίρα να’ρχεται
προς το μέρος μου και πιάστηκα
πάνω της, όπως ο πνιγμένος
από την πρώτη σανίδα,
που θα βρεθεί μπροστά του·
κι έτσι πέρασα, αβρόχοις
ποσί,  απέναντι,
 καβάλα στον Βουκεφάλα μου!»
«Μου φαίνεται σαν απόδραση
ή και συγκεκαλυμμένη
φυγομαχία και μάλιστα από
έναν στρατηλάτη, που έμαθε
να τραβά πάντα μπροστά!»,
σχολίασα με κάποια απογοήτευση·
«κι οι μεγάλοι», μου είπε, «κάποτε
ανακόπτονται από τα ίδια τους τα όρια,
που πέφτουν μπροστά τους
σαν αδιαπέραστα παραπετάσματα·
κι εγώ ανακάλυψα τα όρια μου
μόλις πήγα να τα ξεπεράσω!
Τώρα κάθομαι και περιδιαβάζω
την ιστορία σας·
στέκομαι στις μάχες, τους
 απίστευτους σκοτωμούς,
τ’αυλάκι το αίμα, που κάθε
φορά σαν ποτάμι, έπρεπε
να διαπλεύσουμε, για να
 βρεθούμε απέναντι·
κι όλο ανεβαίνει το ερώτημα
στα χείλη μου «προς τι;»
και δε βρίσκω απάντηση·
και πετώ την ιστορία σας
ή και την ιστορία μου
και τρέχω να κρυφτώ ανάμεσα
στις άλλες σκιές, που δε με ξέρουν
κι ούτε τις ξέρω κι αισθανόμαστε
ένα αδιαμόρφωτο τίποτα·
κι αισθανόμαστε
ένα αδιαχώριστο όλο!»…  


Από τη συλλογή  ΄΄Ποιητικό κολάζ ή παραλλαγές πάνω σε ένα θέμα ΄΄  ii

΄Εκδοση  2016  
  

 


Διογένης / Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου


                    

Περιφέρονταν σαν τα σκυλιά γνωρίζοντας καλύτερα από τον καθέναν πως η μοίρα μας, έτσι κι’ αλλιώς, είναι σκυλίσια.
Εξάλλου, με τα κόκκαλα αποζούσε και για ένα κόκκαλο έσερνε τις δύσκολες μέρες του.
Ήταν φερέοικος, πα να πει δεν είχε σπίτι,
 ή σπίτι του μπορούσε ν’ αποτελέσει και το πιο ευτελές και πρόχειρο πιθάρι.
Γι’ αυτό και λόγιαζε τον εαυτό του ελεύθερο άνθρωπο.
Ελεύθερο από τις ανάγκες της βιοπάλης∙ ελεύθερο από τις εξαρτήσεις των δυνατών,
ελεύθερο από πάσης φύσεως συμμαχίες και συνασπισμούς.
Ήταν πνεύμα ανοιχτό, δεν περιορίζονταν από συμβατικότητες και ανόητους υπολογισμούς.
Και σαν τέτοιος δεν δέχονταν μύγα να καθίσει στο σπαθί του.
Δεν έσκυβε το κεφάλι μπροστά σε καμιάν εξουσία απλούστατα γιατί δεν αναγνώριζε κανενός είδους εξουσία, προπάντων σαν αποδεικνύονταν ανίκανη να ανακόψει την τελευταία αχτίνα που διατρυπούσε τα κουρέλια του.
Ζούσε σαν το σκυλί ανεχόμενος το κρύο και τη ζέστη∙
ζούσε σαν αλητάρικο σκυλί, οικτίροντας το σκυλολόι ράτσας, που διήγεν βίον τρυφηλόν.
Με το φανάρι του ξεψάχνιζε τις γωνίες και τα στενορύμια, απεγνωσμένα ζητώντας τον άνθρωπο που σταράτα θα του απαντούσε ‘’τι εστίν άνθρωπος’’ και ‘’προς τι το ζην’’ ‘’τι το δούναι και λαβείν’’ ‘’τι το ενταύθα και τι το επέκεινα’’ ‘’τι το τώρα και τι το αεί’’ ‘’τι τέλος και τι η αρχή’’.
Σαν λυσσασμένο σκυλί δαγκώνει τη σοβαροφάνεια, ξεγυμνώνει την επίσημη αμφίεση, αποκαλύπτει γυμνή τη σάρκα κάτω από τα ρούχα, γυμνό το κόκκαλο κάτω από το κρέας, απελπισμένο ουρλιάζει ‘’ίδε ο άνθρωπος!’’ έξαλλο κραυγάζει ‘’ίδε ο άνθρωπος!’’
‘’Ιδέστε κάτω από τα μάτια σας’’ ‘’ ιδέστε κάτω από τα φύκια και τις μεταξωτές κορδέλες’’!
Σαν λυσσασμένο σκυλί περιπλανιέται δαγκώνοντας όποιο βρεθεί στο δρόμο του∙
σαν δαρμένο λυσσιάρικο σκυλί γαυγίζει τους περαστικούς, τους ανασκολοπίζει αποκαλύπτοντας τη φρικαλέα τους γύμνια!

Aπό τη συλλογή GLORIA MUNDI

Έκδοση 2009

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2020

Διάλεξη με θέμα: "Τα χαρακτηριστικά των παραδοσιακών χορών της Κύπρου"


Ο Πολιτιστικός Όμιλος "ΚΙΤΙΟΝ" στην Λάρνακα, διοργανώνει διάλεξη με θέμα: "Τα χαρακτηριστικά των παραδοσιακών χορών της Κύπρου"
την Δευτέρα 14/09/2020 και ώρα 7.45 μ.μ. στο οίκημα του Πολιτιστικού Ομίλου "ΒΑΣΙΛΙΤΖΙΑ"
Εισηγητής: Αντώνης Λαζάρου-Ερευνητής παράδοσης-Συγγραφέας.
Θα παρουσιαστεί καλλιτεχνικό πρόγραμμα
Είσοδος ελεύθερη.
Προκρατήσεις τηλ: 99624758
Χορηγός εκδήλωσης: Πολιτιστικές Υπηρεσίες Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. 

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

[Ήρθε η Δευτέρα να ανοίξει τη βδομάδα] Αλεξάνδρα Ζαμπά

Ήρθε η Δευτέρα να ανοίξει τη βδομάδα
και εκείνη
κτύπησε ελαφριά τα ματοτσίνορα, με κάρφωσε
Μόνη και το φως να θερίζει ασίγαστα
να την γδέρνουν τσίγκοι από παντού
- των υποσχέσεων ο ορίζοντας έλειπε -
όπου να΄σαι στην άμπωτη φτάνουν έρποντας οι σκιές
εκείνη μένει ρομανισμένη, το στόμα μόνη στενή ραφή
η παλίρροια φέρνει μαζί της ακραία απόγνωση
- με τη καρδιά σε αναταραχή ξέχειλο ποτάμι -

Το μέλι, το πετιμέζι, η αγάπη της Αλεξάνδρας Ζαμπά


Όπως τα σύκα ωριμάζουν
και διαφοροποιούνται οι λέξεις
οι ανεμοδαρμένες μέρες
στραπατσαρίζουν τα πουλιά
τραβάνε διάτρητες τις σκέψεις
και τα σύκα πέφτουν στη γή
όπως της αγάπης τις ανείπωτες λέξεις

Κυριακή 30 Αυγούστου 2020

Παπαϊακώβου Μάγδα: Διεκδικώ είς στήν ζωή, όσα εγώ πιστεύω...

Τί είναι ή αγάπη Τί είναι ή αγάπη ρώτησα, ποιός θά μού απαντήσει, αυτή τήν απορία μου, εμένα γιά νά λύση; Αφουγκράστου τήν καρδιά σου, πού κτυπάει δυνατά, σάν ένα μικρό πουλάκι, νοιώθεις νά φτερωπετά. Είναι αίσθημα ωραίο, πλημμυρίζει μέ χαρά, νοιώθης μέσα στή καρδιά σου, κτυποκάρδια φοβερά. Νά αγαπάς καί ν' αγαπιέσαι, είναι αίσθημα γλύκο, καί ν' ανθίζει ή καρδιά σου, σάν κάτι μοναδικό. Σάν τριαντάφυλλο π' ανθίζει, μ' άρωμα μοσχοβολά, καί γλυκένει τήν ψυχή σου, πού γλυκά χαμογελά. Ονειρεύομαι ευτυχία, στά ουράνια νά πετω, σέ παράδεισο γεμάτο, κελαηδίσματα πουλιών. Μήν κανείς τήν καταστρέψει, τήν αγάπη στήν καρκιά, θά κλειστεί σ' ένα καβούκι, καί δέν θά ξανα αγαπά.

**

Όνειρα Όνειρα κάνουμε πολλά, οί άνθρωποι όσο ζούμε, γιατί χωρίς αυτά, ποτέ δεν προχωρούμε. Πάντα πρέπει νά κάνουμε, καί νά διεκδικούμε, νά πολεμούμε γιά αυτά, νά μήν τά παρατούμε. Πάντα ονειρευόμαστε, μπροστά νά προχωρούμε, καί πάντα ένα όνειρο, πρέπει νά κυνηγούμε. Διεκδικώ είς στήν ζωή, όσα εγώ πιστεύω, νά γίνομαι καλύτερη, μόνο γιά αυτό παλεύω

**

Όλη μου ή ζωή Νομίζω πώς εγέρασα, άρκεψα τζιαί βαρκούμε, έν θέλω νά κάμνω τίποτε, εβάρεσα θαρκούμε. Εδούλεψα πολλά σκληρά, τά κόκκαλα μου ελιώσαν, ολημερίς εδούλευκα, ανάθεμα τήν φτώσια. Ή προσφυγιά μέ έφερε, ξένο τόπο νά ζήσω, χωρίς νά έχω τίποτε, σπίτι νά κατοικίσω. Ώρες πολλές άτελειωτες, εδούλευκα καπάλι, νά βάλω ένα τζεραμί, απάνω στό κεφάλι. Καί πάντοτε εδούλευα, παιδκιά νά μεγαλώσω, νά μήν τούς λείψη τίποτε, όλα νά τούς τά δώσω. Τά παιδιά όμως μεγάλωσαν, άνοιξαν τά φτερά τους, παντρεύτηκαν καί έκανα, κι' αυτοί παιδιά δικά τους. Καί τότε τά ανάλαβα, κί αυτά νά μεγαλώσω, μέ.όση υπομονή μου έμεινε, αγάπη νά τούς δώσω. Τώρα νομίζω μεγάλωσα, εμπείκα είς τά χρόνια, θέλω καί γώ ξεκούρασει, γιατί έν θά ζώ αιώνια.

**

Μιά επιθυμία Περπάταγα καί πήγαινα, στό δρόμο μιά ημέρα, εβγήκα έξω νά σκεφτώ, λίγο εγώ νά δκιανεφτώ, νά πάρω λίγο αέρα. Σκέψεις πολλές απανωτές, γυρίζουν στό κεφάλι, όλες θά πρέπει νά λυθούν, μά εμέν μέ πιάνει ζάλη. Δέν ξέρω άν μπορώ νά βρώ, σέ όλα απαντήσεις, κι' αφηρημένα προχωρώ, κι' αναζητώ τίς λύσεις. Στήν άκρη ενώς χωραφιού, κάθησα ν' αγναντέψω, ένας νεαρός εφάνηκε, νά έρχεται απ' έξω. Φένεται είχε πρόβλημα, μέσα είς στό κεφάλι, δέν γύρισε ούτε νά μέ δεί, τραγούδαγε καπάλι. Εκάθουμουν καί θώρουντον, πόση χαρά μεγάλη, αυτός εδιασκέδαζε, τίποτε δέν τόν ένοιαζε, στήν τόση του τήν ζάλη. Τά μάτια μου δέν έφευγα, στιγμή από κοντά του, καί ένοιωθα νά ζήλευα, τήν ανεμελιά του. Εσκέφτηκα άν μπόραγα, τήν θέση του νά πάρω, νά ζήσω τήν ανεμελιά, καί τήν γλυκιά τήν τεμπελιά, προτού εγώ σαλτάρω. Πού εκατάντησα εγώ, νά θέλω νά τού μοιάσω, απ' τά πολλά προβλήματα, τόν νού μου νά μήν χάσω. Έν τόσα τά προβλήματα, πού προσπαθώ νά λύσω, τό βάρος μου ασήκωτο, αλλά καί ανεκπλήρωτο, ζωή τρελού νά ζήσω

ΧΡΥΣΟΠΡΑΣΙΝΟ ΜΟΥ ΦΥΛΛΟ / Πατσαλίδου Συλβάνα


Φθινόπωρο ήτανε..
Φυσούσε δυνατά ..
Όλα τα φύλλα έπεφταν από τα κλαριά τους..
Από τον κορμό τους...
Έπεσαν όμως σιμά..πολύ σιμά ...Στην ρίζα τους....Εσύ γιατί;
Γιατί ήθελες να πετάξεις τόσο μακριά από τον κορμό σου; Σάμπως και όταν θα ερχόταν η Άνοιξη δεν θα ξαναπρασινιζες;
Γιατί ήθελες να φτάσεις μέχρι την άκρη της Μεσογείου; Δεν ήξερες;
Δεν στο πανε; Το θεριό από πάνω σε προσμενε...καιρό τώρα. Και είναι φυλλοφαγο .
Δεν είσαι πια Χρυσοπρασινο , σε έβαψε με αίμα...κόκκινο αίμα ......Και θέλει να σε καταβροχθισει όλο ...
Γιατί δεν πέταξες πιο κοντά;
Γιατί να ...κειτεσαι μακράν ;
Πέταξε ξανά , από την άλλη μεριά τώρα .
Πέταξε φυλλαράκι μου κοντά...να ξαποστάσεις.....
Κύπρος είναι το όνομά σου..
Ελλάδα ο κορμός σου

ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ / Πατσαλίδου Συλβάνα


Μεσόγειο σε είπανε
Θάλασσα ονειρεμένη
Μέσα στης γης τον ομφαλό
Σε έχουνε βαλμενη
Εγώ αυτήν τη θάλασσα.
Την έχω αγαπήσει
Στο κύμα σου μεγάλωσα
Τα πρώτα μου σκιρτήματα
Εκεί τα έχω ζήσει
Μα τώρα μεγαλώνοντας
Εχθρός μου έχει γίνει..
Γιατί κοντά στην μάνα μου
Να φτάσω δεν αφήνει..
Μεσόγειος μου θάλασσα
.εμένα εμποδίζεις
Φτερά να βάλω και να ρθω
Στην αγκαλιά της μανας..
Ελλάδα μου μητέρα μου............
Σαν βρίσκομαι σιμά σου
Για πάρε με κοντά σου
Στου Σόλωνα του Περικλή
Και των Θεών τη χωρα.............
.Εκεί θέλω να βρίσκομαι...
Εκεί να είμαι τώρα
Μα μην ξεχνάς Ελλάδα μου
Πώς έχεις μια κόρη..
Κύπρο την λένε μάνα μου
Κι ας βρίσκεται μακράν σου.....
Θάλασσα μου γαλανη
Φύγε από την μέση
Άσε να ξαποστασουμε
Μάνα μας δως μας θεση .....
Άνοιξε την αγκαλιά
Και εμείς χαρά να δούμε
Μετά από χρόνια και καιρούς....
Την λύτρωση να βρούμε ..

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2020

Ποίηση σε κατάσταση τόλμης από την Κύπρο*



Κώστας Μακρίδης

Έρχομαι λοιπόν αγαπημένη
να πλαγιάσω τρυφερά στην αγκαλιά σου
να κτενίσω ηδονικά τα μαλλιά σου
να ξεδιψάσω με γάλα απ΄ τα στήθη σου
 να ψήσω αυγό στο αιδείο σου.

Από την Ποιητική του συλλογή : Άσκηση δολιοφθοράς / Θεμέλιο/ 1987

**

Ανδρέας Πάντζης

… Ο Βερλέν κόλλησε με το Ρεμπώ
και γω αυνανίζομαι
πάνω σε γυμνά του Πλαίυμπόυ
λερώνω το όφσετ
με χύμα και φτύμα…

**

Φροσούλας Κολοσιάτου

ΑΤΙΤΛΟ 

Σα γριά πόρνη στις εκκλησιές να εξιλεώνω
τις ενοχές περασμένων εποχών και τωρινών,
 εγώ η Ηλέκτρα έβαζα τη Μαγδαληνή
ν΄ ανάβει καντήλια στο σταυρωμένο Χριστό.
Εγώ η Μαγδαληνή προτιμούσα
 να του χαϊδεύω τα γεννητικά όργανα.

Εσύ αυτοπροβάλλεσαι με το πέος σου
μα εγώ θέλω να στο ζωγραφίσω
με τα πιο απαλά χρώματα.

Θέλω μ΄ αυτό να σε κρατήσω μέσα στο αιδείο μου
παθιασμένο σύμπαν
για να σε γράψω με τις ακτίνες του ήλιου
στον ουρανό και στους στίχους της κάμαρης
που μας είδε να σμίγουμε αρμονικά, παράξενα
φως και σκοτάδι.

 Από την ποιητική συλλογή: Κατοχική Εποχή/ Διογένης/1079

**

ΖΩΓΡΑΦΙΑ της Φροσούλας Κολοσιάτου από την ποιητική της συλλογή: Κατοχική Εποχή/ Διογένης/1079

Ο Μέγας μαζοχιστής Χριστός
με μια υπερβάλλουσα χειρονομία
αναζητούσε μανιωδώς το σταυρό
την ώρα που ο σαδιστής πατέρας θεός
χαμογελούσε

*
Σάββας Πατσαλίδης

ΌΛΑ ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ

Όλα επιτρέπονται 
τοιχοκολλήσεις και πλακάτ 
γκράφιτι και συνθήματα 
«αιμομίχτες ενωθείτε» 
«Χριστιανοί γαμάτε εξαφανιζόμαστε»  

η στροφή πιθανώς αντιποιητική 
μα και το απόγευμα ασυνάρτητο 
κουραστικό λες και δεν θα τελειώσει.

Από την ποιητική συλλογή : Διάφραγμα / Καλώδιο/ 1984

**

Έλενα Ρεμπελίνα – Τουμαζή

Το σώμα μας ένα θέατρο
μαυσωλείο σημάτων
της γυναίκας πικρό δεύτερο τύπωμα
Παναγιά ή πόρνη το ίδιο

Από την ποιητική συλλογή: Τα σώματα της Χρυσόθεμης / 1977

**

Δώρος Λοίζου

ΝΕΟΕΛΛΗΝΕΣ (απόσπασμα)

[…]
Δία, Δία, φτηνέ θεέ
ο τόπος σου ρημάζεται και συ κακό χρόνο να χεις
ερωτοτροπείς με τον Ερμή;

**

Λεύκιος Ζαφειρίου

Ο Διαρρήκτης του δημοσίου χρήματος
που κατουράει στα μούτρα του διπλωμάτη
έχω βίτσια εξάρσεις τρυφερότητας

από την Ποιητική συλλογή:  Ο Μιγάδας Άγγελος / 1980

Επισήμανση

Η αντιγραφή των ποιημάτων έγινε από το εξαιρετικό βιβλίο του Γιάννη Η. Ιωάννου, καθηγητή  Γαλλικής και Συγκριτικής λογοτεχνίας : Η Ποιητική γενιά του 74 στην Κύπρο. (Η γενεαλογία και η έκφραση της αμφισβήτησης)


**




Άντης Ροδίτης

Μεγάλοι έρωτες

Περνά μπροστά μου στον διάδρομο,
έχοντας άλλα στο μυαλό.
Της κόβω τον δρόμο και τη ρουφώ
σαν στρείδι μέσα από το κέλυφος.
Εντός της μετουσιώνομαι, το κέλυφος πετά.
Τίποτε απ’ όλ’ αυτά.
Ανοίγω από ’να φάμιλυ πακ
ένα συντηρημένο κρουασάν
με γέμιση βερίκοκο,
το κάνω μια μπουκιά.