1. Εισαγωγή
-Αντάν αρτζιέψαν οι κρυφοί ανέμοι τζι' εφυσούσαν
τζι' αρκίνησεν εις την Τουρτζιάν να κρυφοσυνεφκιάζη
τζιαι που τες τέσσερεις μερκές τα νέφη εκουβαλούσαν,
ώστι να κάμουν τον τζιαιρόν ν' αρτζιεύκη να στοιβάζη,
είσιεν σγιαν είχαν ούλοι τους τζι' η Τζιύπρου το κρυφόν της
μεσ' στους ανέμους τους κρυφούς είσιεν το μερτικόν της.
Τζι' αντάν εφάνην η στραπή εις του Μοριά τα μέρη
τζι' εξάπλωσεν τζι' ακούστηκεν παντού η πουμπουρκά της,
τζι' ούλα ξηλαμπρατζιήσασιν τζιαι θάλασσα τζιαι ξέρη
είσιεν σγιαν είχαν ούλοι τους τζι' η Τζιύπρου τα κακά της.
Μιαν νύχταν, νύχταν σιανήν, τζιαιρόν Δευτερογιούνην,
νύχταν Παρασιευκόνυχταν, που τ' άστρα μιλιούνια
ελάμπασιν που πανωθκιόν τζι' εν έυρισκες ρουθούνιν
μέσα στης Χώρας τα στενά, στης Χώρας τα καντούνια,
σιανεμιά, εν άκουες δεντρούδιν να ταράξη
μήτε του σιύλλου λάξιμον, με πετεινόν να κράξη.
Ητουν μια νύχτα μουλλωτή, μια νύχτα μουρρωμένη,
που θάρειες πως χώνεται που του Θεού την κρίσην.
Σε τέθκοιαν νύχταν σιανήν οι Τούρτζιοι βαδωμένοι
μεσ' στο Σαράγιον είχασιν μιάλον μετζιηλίσιν.
2. Ο Κκιόρ-ογλους
Εγείραν τα μεσάνυχτα τζι' επήρεν το ξιφώτιν,
τζι' ο Κκιόρ-ογλους πούτουν καλή, πολλά καλ' η ψυσιή του
εξέβην πώσσω του κρυφά τζι' επήεν στον Δεσπότην,
τζι' εξύπνησέν τον τζι' έκατσεν κοντά του τζιαι λαλεί του:
"Εν' έσσω μου, Τζιυπριανέ, τ' αμάξιν μου ζεμένον,
τ' αμάξιν μου, Τζιυπριανέ, εν' έσσω αντροσιασμένον,
τζι' αν θέλης για να ποσπαστής που σίουρην κρεμμάλλαν
τζι' αν θέλης που τον θάνατον να φύης να γλυτώσης,
να πας με το χαρέμιν μου κρυφά κρυφά στην Σκάλαν,
τα κουσουλάτα εν' αννοιχτά, να πάης να τρυπώσης.
Ηρτεν του Μουσελλίμ-αγά φερμάνιν που την Πόρταν
τζι' εψές άρπα τζι' ανόρπιστα εγίνην μετζιηλίσιν,
τζι' έσιει πκιον εις το σιέριν του την μαύρην σας την σόρταν,
στο σιέριν του τον θάνατον, στο σιέριν του την κρίσην.
Να μεν αρκής, Τζιυπριανέ, να χάννης τον τζιαιρόν σου,
να πάης να φαραντζιστής αν θέλης το καλόν σου.
Πρέπει να πας, ει δε τζι' αν ου, εχάθης δίχως άλλον,
αν σ' εύρ' η μέρα το πωρνόν δα μέσα δα, εν νάσαι
νεκρός εις την κρεμμασταρκάν είτε νεκρός στον πάλλον.
Ανου να πάμεν γλήορα, τ' αμάξιν καρτερά σε!"
Εσιυψεν ο Τζιυπριανός τζι' έμεινεν νάκκον ώραν
τζι' εδκιαλοίστην νακκουρίν τζι' αννοίει τζιαι λαλεί του:
"Δεν θέλω, Κκιόρ-ογλου, εγιώ να φύω που την Χώραν,
γιατί αν φύω, το κακόν εν' να γινή περίτου.
Θέλω να μείνω, Κκιόρ-ογλου, τζι' ας πα' να με σκοτώσουν,
ας με σκοτώσουσιν εμέν τζι' οι άλλοι να γλυτώσουν.
Δεν φεύκω, Κκιόρ-ογλου, γιατί, αν φύω, ο φευκός μου
εν' να γενή θανατικόν εις τους Ρωμιούς του τόπου.
Να βάλω την συρτοθηλειάν εις τον λαιμόν του κόσμου;
Παρά το γαίμαν τους πολλούς εν' κάλλιον του πισκόπου."
Λαλεί του πάλ' ο Κκιόρ-ογλους: "Λυπούμαι σε, Δεσπότη,
να μεν σ' εύρη που το πωρνόν ο ήλιος μεσ' στην Χώραν,
γιατί ευτύς εν' να κοπή η τζιεφαλή σου πρώτη.
Ενας Μουρούζης τζι' έφυεν έσιει τωρά μιαν ώραν,
που κρεμαλλίστην του τεισιού τζι' εξέβην εις την στράταν,
τζιαι πα' κατά τον Λάρνακαν να μπη στα Κουσουλάτα.
Εφέραν του τζι' εφόρησεν μιαν αλλαήν, 'πο τζιείνες
τους Πίτσιλλους, συλλούριτζιην, λιμίν λιμίν, σαλάταν,
τζιαι σέρτουκα τζιαι μέρτουκα στα πόδκια του ποδίνες,
μεν τύσιη τζι' αγρωνίση τον κανένας εις την στράταν."
"Ευκαριστώ σου, Κκιόρ-ογλου," λαλεί του ο Δεσπότης.
"Θωρώ σε με καλόν γάλαν πως είσαι βυζασμένος,
μα φύε, μεν σε δουν τζιαι πουν πως γένεσαι προδότης."
Λαλεί τ': "αν μεν θέλης πολλά νάσαι ξωμακρυσμένος,
αμμάγγου πάμεν έσσω μου, να μεν μείνης δαπάνω."
"Εγιώνη θέλω, Κκιόρ-ογλου, να μείνω τζι' ας πεθάνω."
Ο Κκιόρ-ογλους εμάσιετουν να κάμη καλωσύνην,
αμμά επήεν άδικα ο κόπος του χαμένος.
Περίτου ώραν δεν είσιεν τζι' εν έπρεπεν να μείνη,
τζι' έφυεν πκιον περίλυπος τζιαι παραπονημένος.
3. Η Προσευχή
Η νύχτα πκιον αρκίνησεν περίτου ν' αναρκώνη,
εγίνην η ανατολή κροκότσιηνη περίτου,
άρτζιεψεν πκιον το Σάββατον να πικροξημερώννη
τζι' ακούστηκεν του ξύλενου σημάντρου η φωνή του.
Εξέβην ο Τζιυπριανός με τζιείνον τον καμόν του,
τζι' επήεν εις την εκκλησ'ιάν τζιαι βάλλει τον σταυρόν του
τζι' ήτουν όσον τζι' εκάμασιν αρκήν της λειτουργίας,
τζι' εστάθηκεν περίλυπος τζιαι σγιαν να δκιαλοίστην,
τζι' επήεν τζι' εγονάτισεν ομπρός της Παναίας
τζιαι κάτι εψουψούρισεν τζι' ευτύς εκλαμουρίστην.
Εμεινεν, δεν ετάραξεν, ούλα που να καρφώθην,
γονατιστός τζιαι πληξιμιός με σιέρκα σταυρωμένα,
αρτζιέψαν το κοινωνικόν τζιαι τότες εσηκώθην,
τζι' εστάθηκεν τζι' εφαίνουνταν ταμμάδκια του κλαμένα,
τζιαι προσκυνά τρεις τέσσερεις φορές την Παναίαν,
εθάρειες ποσιαιρετά τζιαι κόσμον τζι' εκκλησίαν.
Εσυχχωρήθην με τους λας τζι' έμπην μεσ' στάγιον Βήμαν,
εμπήκεν τζι' εκοινώνησε τζι' εξέβηκεν τζι' εστάθην,
τζι' έμοιαζεν ούλα τον νεκρόν που βάλλουν εις το μνήμαν,
εθάρειες που πάνω του το γαίμαν πως εχάθην.
4. Η Σύλληψη
Εξέβην που την εκκλησιάν με την συναπαρτζιάν του,
τζιαι Τούρτζ' ευτύς του Σαραγιού επλάστησαν ομπρός του.
Ευτύς έριψεν πάνω τους μιαν άρκαν αμμαδκιάν του
τζι' εδήθηκεν το βρύδιν του τζι' εφάνην ο θυμός του.
Εμειναν τζι' εθωρούσαν τον ομπρός τους θυμωμένον
τζι' εθάρειες το στόμαν τους πως ήτουν πουμωμένον.
Λαλεί τους: "Πκοιός σας έπεψεν πωρνόν-πωρνόν κοντά μου;
Πέτε μου το, συντύσιετε τζιαι μεν βαρυκωλιήτε,
αν εν τζι' ελυπηθήκετε, εν πέτρα η καρδκιά μου,
πέτε μου, είντα θέλετε χωρίς να μ' αντραπήτε.
"Ηρταμεν να σε πκιάσωμεν, είμαστον προσταμένοι
από τον Μουσελλίμ-αγάν τον άρκονταν της χώρας."
Λαλεί τους: "Με καλόν γάλαν αν είστε βυζασμένοι,
σταθήτε, καρτεράτε με πέντε λεφτά της ώρας."
(τζιαι πκοιός ηξέρ' ειντά 'κρυφεν που μέσα στην καρδκιάν του!)
Εξέβην πάνω βκιαστικός τζι' ενέην στον νοτάν του
τζι' άψεν λαμπάδιν τζι' έκρουσεν κάτι χαρκιά γραμμένα
τζι' ύστερα στράφην τζι' είπεν τους: "Ελάτ', αντρειωμένοι,
τώρα πώχω τα πράγματα σγιαν θέλω τελειωμένα,
επάρτε με να πάμεντε σγιαν είστε προσταμένοι.
Επάρτε με να πάμεντε ν' αδικοθανατήσω,
επάρτε με, σκοτώστε με χωρίς καμμιάν αιτίαν."
Τζι' άλλοι δεξιά τζι' άλλοι ζαβρά τζι' άλλοι ομπρός τζιαι πίσω
ευτύς ετριυρκάσαν τον τζι' επήραν τον τζι' επήαν.