Κυριακή 8 Ιουλίου 2018

ΤΡΑΓΟΥΔΙ / Κωνσταντίνου Μαρία

Θα μαζέψω τα χελιδόνια απ΄  όλα τα σύρματα 
να συνθέσω τραγούδι στο πεντάγραμμο της ελπίδος μου. 
Είναι τόσο ζεστός ο ήλιος- στοργικός
κι εσύ κρυώνεις. 
Η γη τόσο ανοιχτοχέρα κι εσύ πεινάς.
Που πήγες και κρύφτηκες;
Ψάχνω να βρω τη φωνή και το δρόμο μου. 

Συνάντησα τη χαρά λαβωμένη. 
Θα της φτιάξω ένα επίδεσμο
απ΄ τα αμόλυντα της γλάστρας μου.
Σ΄ τη στέλλω αδελφέ μου, έτσι πληγωμένη. 
Νανούρισε τη στα ζεστά σου μπράτσα.
Κι όταν κλείσει η πληγή της 
χάρισέ την στον κόσμο. 

Τ’ αθθύμιος σας / Λιπέρτης Δημήτρης

Αν έτυσιεν ο τόπος μας `πο Σας να ξωμακρίζει
τζι εν εν’ καθόλου βολετόν `νους τ’ άλλου να θωρούμεν,
το γαίμαν μας πον’ γαίμαν σας εν μας αποχωρίζει,
είμαστιν ούλλοι μιαν ψυσιή τζιαι τούτον δκιαλαλούμεν.

Να `ταν να συντυχάννασιν οι πέτρες τζιαι το χώμαν,
έθεν να το φωνάζουσιν τζιαι τούτες μ’ έναν στόμαν.

Να `ταν να συντυχάννασιν οι πέτρες τζιαι το χώμαν,
έθεν να το φωνάζουσιν τζιαι τούτες μ’ έναν στόμαν.

Καρτερούμεν / Λιπέρτης Δημήτρης

Καρτερούμεν μέραν νύχταν
να φυσήσει ένας αέρας
στουν τον τόπον πο `ν καμένος
τζι’ εν θωρεί ποτέ δροσιάν

Για να φέξει καρτερούμεν
το φως τζιήνης της μέρας
πο `ν να φέρει στον καθ’ έναν
τζιαι δροσιάν τζαι ποσπασιάν



το ακούτε: https://www.youtube.com/watch?v=_0wgBHDv3UQ

H φτώχεια / Δημήτρης Λιπέρτης


Φτώχεια, που κάμνεις τόσους λας να πκιάννουσιν καλάθιν,
να καρτερούν ‘πο ‘κει ‘πο δα έναν βούκκον ψουμίν,
φτώχ̌εια, που η χαρά ποττέ κοντά σου εν εστάθην
κ̌ι όσοι σε δούσιν, κλώθουσιν κ̌αι βρίσκουν αφορμήν
να μεν σε χ̌αιρετίσουσιν, με να σου κοντοφτάσουν,
φτώχ̌εια, πον έχουσιν καρτκιάν να σου χαμογελάσουν.


Φτώχ̌εια, που νιάτια κοκκαλιείς κ̌αι που τα μαρανκιάζεις
κ̌αι πον τ’ αφήνεις να χαρούν μήτε μιαν σταλαμήν,
που φευκατίζεις κ̌αι πολλούς κ̌αι που καταρημάζεις
κ̌αι ‘που την πείναν καταλυείς τ’ άχαρόν τους κορμίν,
που τους βωβώννεις κ̌ι εν μπορούν τα θέλουσιν να πούσιν,
πον τους αφήνεις να καμμούν, μήτε να κ̌οιμηθούσιν.


Φτώχ̌εια, που ‘σαι πάντα χ̌χ̌υφτή κ̌αι παραπονημένη
κ̌αι που σε τρώ’ η μισταρκά κι η βαρετή δουλειά,
που παρπατείς με το κονκ̌ιόν κ̌αι βαρυκαρτισμένη,
γιατί εν εδοκ̌ίμασες με χάδιν, με φιλιά,
φτώχ̌εια, κ̌ι αν τρων το δίκ̌ιον σου οι λας οι παραπάνω,
ποττέ μεν απορπίζεσαι κ̌ι έχ̌ει Θεόν ‘που πάνω.


Εσούνι κάμνεις την τιμήν περίτου τιμημένην,
την αθρωπκιάν ψηλόττερα ακόμα να σταθεί,
κ̌ι αν σ’ έχουσιν ποριψιμιάν κ̌αι τσαλαπατημένην
κ̌ι εν πλάσκεται μήτε ψυχ̌η για να σε λυπηθεί,
τούτα ούλλα τα κάστια, πον το μαρτύριόν σου,
σηκώννουν σε κ̌αι βκάλλουν σε ψηλά πον ο Θεός σου
.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΠΕΡΤΗΣ (1866 - 1937) (βιογραφικό σημείωμα)

Ο Δημήτρης Λιπέρτης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Μιχαηλίδη) γεννήθηκε στη Λάρνακα, γιος του Θεοφάνη Μιχαηλίδη και της Κοκονούς Μοδινού, που καταγόταν από τη Λεμεσό. Στη Λάρνακα έμαθε τα πρώτα γράμματα κοντά στο θείο του εφημέριο Χαρίτωνα και τέλειωσε το αλληλοδιδακτικό σχολείο και το σχολαρχείο, ενώ μαθήτευσε και πλάι στον Ανδρέα Θεμιστοκλέους στη Λάρνακα. Ασχολήθηκε με την εκμάθηση της αγγλικής και της γαλλικής γλώσσας και από το 1880 ως το 1884 έζησε στη Βηρυτό, όπου σπούδασε στην Αδελφότητα των Ιησουιτών και στο Αμερικανικό Κολλέγιο. Μετά την επιστροφή του στην Κύπρο εργάστηκε ως γραμματέας των δικαστηρίων Λάρνακας και σε άλλες κρατικές υπηρεσίες στη Λάρνακα και στην κυπριακή ύπαιθρο (1885-1899). Το 1899 έφυγε για την Αίγυπτο και στη συνέχεια για τη Νάπολη της Ιταλίας, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και λογοτεχνίας για ένα εξάμηνο και την Ελλάδα, όπου παρακολούθησε ως ακροατής μαθήματα θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1901 επέστρεψε στην Κύπρο και εργάστηκε σε έκτακτες κυβερνητικές υπηρεσίες, στον οίκο Turner και ως καθηγητής στην αγγλική σχολή Newham στη Λευκωσία (1904-1936), στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και Παρθεναγωγείο Φανερωμένης (1910-1912) και για μικρό χρονικό διάστημα (10/1912 - 2/1913) στη σχολή Μιτσή της Λεμύθου, στην οποία διετέλεσε και διαχειριστής (1913-1916). Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε με την έκδοση της ποιητικής συλλογής Χαλαρωμένη Λύρα το 1891, γνωστός έγινε ωστόσο με την τετράτομη συλλογή Τζυπριώτικα τραγούδια (1923) που αγαπήθηκε από το αναγνωστικό κοινό. Η ποίηση του Λιπέρτη είναι γραμμένη κυρίως στην κυπριακή διάλεκτο και εντάσσεται στο χώρο της ηθογραφικής παραγωγής με έμφαση στην εξιδανίκευση της αγροτικής επαρχιακής ζωής. Τιμήθηκε με το γαλλικό τίτλο Officier d’ Academie. 


  •   Χαλαρωμένη Λύρα. Λευκωσία, 1891. 
  • • Στόνοι. Λάρνακα, 1899.
  • • Τζιυπριώτικα τραούδκια1-4. Λευκωσία, 1923, 1930, 1934, 1937.
ΙΙ.Συγκεντρωτικές εκδόσεις

Καλώς τους, καλώς ήρτετε / Λιπέρτης Δημήτρης

 
Χαιρετισμός στους Ελληνες απ' την Ελλάδα, 
που απαγγέλθηκε στους Πανελλήνιους αγώνες 
στο Στάδιο της Λεμεσού το Μάη του 1929.

Καλώς τους, καλώς ήρτετε, ψυχή, καρτκιά δική μας,
της Μάνας της αξήχαστης κ̌αι γέννημαν κ̌αι θρέμμαν.
Τώρα που μας εμπλάσετε, σιούσιν οι καμοί μας,
τωρά καταλαββαίννουμεν πως ζ’ιούμεν κ̌ι εν εν ψέμαν,
χίλια κακά σκουλλίζουν μας κ̌αι βάσανα μας τρώσιν
κ̌ι έχουμέν τα προχ̌χ̌έφαλον κ̌αι για κρεβατοστρώσιν.


Παιχνίδιν εγινήκαμεν της λύπης, συντροόλα.
Ορτοποδούν ξένα παιδτκιά της μητριάς κοντά της;
Μπορούν με διπλοπροσωπκιάν να ζ’ιούν, εν πράμαν κ̌ιόλα;
Τα στήθη της εν μάρμαρον, βυζάκα τα βυζ’ιά της,
κ̌ι αν έχουν γάλαν, πκοιος πελλός πά’ να τα πιππιλλίσει,
πον ομπυασμένον κ̌ι, άμα φά’, ποττ’ εν κ̌ι εννά λαχτίσει!


Τέθκοιαν ζωήν δκιαβαίννουμεν, που κόλαση λοάται,
συμπαλισμένη λαμπρακ̌ιά τα μέσα μας δκιαζώννει.
Ο καταρράχτης σιωπά, κοξ’ιάζει για κ̌οιμάται;
Έτσι κ̌ι ο σκλάβος εν καμμά, μήτε ποττέ μερώννει,
γείρνει κ̌αι πα’ στην Μάναν του μερόνυχτα ο νους του,
ούλα τον ήλιον πον βκαίνεει έξω ‘ποὐ τους γυρούς του.



Η θάλασσ’ άλλαξεν ποττέ τον τόπον της, αλλάσσει;
Χ̌ίλιοι ανέμοι κ̌ι αν φυσούν κ̌ι αν την ανακατώσουν,
‘πού κ̌εια χαμαί που ‘πλάστηκεν ποττέ της εν ταράσσει.
Έτσι κ̌ι εμείς το ίδιον κ̌ι ακόμ’ αν μας σκοτώσουν.
Το γαίμαν, ποννά χιονωστεί κ̌ι η γη να το ρουφήσει,
εννά διψά την Μάναν του κ̌ι ακόμ’ αν ποστρανκ̌ίσει.


Είμαστιν κ̌είνοι που ‘μαστιν, κ̌ι εμείς κ̌αι τα παιδτκιά μας·
ο σπόρος εν ο ίδιος, το ίδιον χωράφιν,
όσον κ̌ι αν πολλυνίσκουσιν τες πλήξες, τα κακά μας,
εν μας λυούν κ̌ι αν μάχουνται με βόλιν, με χρυσάφιν·
αν άλλασσεν το φυσικόν εύκολα του πλασμάτου
κ̌ι ο Πλάστης ενν’ αντρέπετουν για τουν τα έρκατά του.




Εν μας εφοηκ̌κ̌ιάσασιν οι μαύροι κ̌ειν οι χρόνοι,
κάψιμον κ̌αι παλλούκωμαν, σφάξιμον κ̌αι κρεμμάλλα·
το γαίμαν εποστόμωσεν πολλούς κ̌αι ποστομώννει
κ̌ι αν πάθουμεν χ̌ειρόττερα κακά ‘πο τούτα κ̌ι άλλα,
γλιτώννουμεν ‘που την σκλαβκιάν, στέκεται κ̌ι η τιμή μας,
στιμιάζεται κ̌ι η Μάνα μας περίτου κ̌ι η φυλή μας.


Ας κάμουν μ’ ό,τι θέλουσιν κακόν αδερφοσύνην,
την γην πηγήν ας κάμουσιν, τον κόσμον να χαλάσουν
κ̌αι πολασέλα μέσα δα ας άψουσιν καμίνιν·
άλλους να ψήσουν κ̌αι πολλούς να κατακομμαδκιάσουν
κ̌ι ας φάσιν τα κριάτα μας ατοί κ̌αι χ̌χ̌υλλολόιν,
με πρώτον, μήτε ύστερον εν το μαρτυρολόιν.


Τώρα, σγοιαν είστε μέσα δα, ο τόπος χαροπκοιέται·
σγοιαν νεφικόν τα βάσανα φεύκουν ξηδκιαλυσμένα,
καθένας μας, που σας θωρεί τωρά, ξαναγεννιέται.
Γίνουνται τα πικρά γλυκ̌ιά, τα όξινα μελένα,
μυρίζουν κ̌αι τα κόκκαλα τους λας πον πεθαμμένοι
κ̌ι εν οι ψυχές μας ούλλες μια κ̌αι παρηορημένη.


Θαρκούμαστιν κ̌ι εν όρωμαν πως είστε ομπροστά μας·
δκιαλοϊσμένοι χάχ̌χ̌ιουμεν, ψήχου κ̌ι εν πελλετούμεν,
αλάφρωσεν, φτεροπετά η άχαρη καρτκιά μας,
αλώπως εν κ̌αι ξέρουμεν μήτε ίντα λαλούμεν,
πκιάννει μας το τρεμουχ̌ιαρκόν κ̌ι εν κι η φωνή πνιμένη,
εν παραπάνω ‘πού χαρά τούτον ό,τιν κ̌ι αν ένι.


Μήαρε η παράδεισος εννά ‘χει τόσην χάρην
κ̌αι κ̌είνοι πον κ̌ει μέσα κ̌ει χαίρουνται παραπάνω;
Εννά ‘χουσιν, σγοιαν έχουμεν εμείς, τουν το καμάριν
κ̌ι ας είμαστιν δα κάτω δα κ̌αι κ̌είνοι ψηλά πάνω;
Παράδεισος για λλόου μας εν η γλυκ̌ιά θωρκά σας,
να σας σφιχταγκαλιάζουμεν κ̌αι νά ‘μαστιν μιτά σας.


Με τες ευκ̌ες μας συντροφτκιάν αγκαρδτκιακά κ̌αι κνήχ̌ια,
αδέρτκια μας, στην Μάναν μας κ̌ει κάτω τόμου πάτε,
αρκήν ‘πού την κουρίδαν της ως στων ποδτκιών τα νύχ̌ια
να κάμετε ‘πού τα φιλιά να μεν την παραιτάτε
κ̌αι να της πείτε κλάμοντα ίντα κακά τραβούμεν,
να ‘ρτει το γληορύττερον, να νεκραναστηθούμεν.

Το στομόχ̌ειλόν σου / Λιπέρτης Δημήτρης

Έχεις γλυκύν στομόχ̌ειλον πολλά,
πον το ‘χει άλλη μια μέσα στην χώραν.
Όπκοιος σε δει το γαίμαν του χογλά,
λουβάρκα να ‘χ̌ει, δκια τα ‘πού καλά
να το φιλήσει κ̌ι εν θωρεί την ώραν.



Ίντα να πω κ̌ι εγιώ που καταυτίς
για σέναν κ̌αι το γαίμαν μου χ̌ιονώννω!
Μιαν σταλαμήν να μου φιαρευτείς
να σε φιλήσω κ̌ι ύστερις ευτύς
‘πο τουν τον κόσμον τότες ξηχρεώννω.

Θωρώ σε κ̌ι ούλλον έναν αρωτώ / Λιπέρτης Δημήτρης

Θωρώ σε κ̌ι ούλλον έναν αρωτώ
ίντα λοής η ομορτκιά σου ένι,
δέρνω τον νουν μου, χάχ̌χ̌ιω, πελλετώ
κ̌ι οι κόποι μου, του κάκου, παν χαμένοι.


Μέλλιμον είσαι όρωμαν, δροχ̌ιά,
για μυρωδκιά των φκιόρων είσαι; πε μου,
μεν κ̌ι είσαι τάχατες θεάς οχ̌χ̌ιά;
χ̌ιαστίζω, πον εχ̌ιάστησα ποττέ μου.


Ό,τιν κ̌ι αν είσαι, πε μου, να χαρείς,
γιατί λλιοψυχούν όσοι σου μπλάζουν,
βαστά σε η καρτκιά σου να θωρείς
μιάλους μικ̌κ̌ιούς για σεν ν’ αναστενάζουν;



Νεράδ’ αν είσαι τόπου κανενού,
φανέρωσ’ μού το πκιον να μεν σε λάμνω,
ανκ̌έλισσα αν είσαι τ’ ουρανού,
να μάθω κ̌αι να ξέρω ίντα κάμνω.

Στη μάνα μου (απόσπασμα) / Λιπέρτης Δημήτρης

Πόσα ετράβηξες κακά, βασανισμένη μάνα,
 Όσο ν’ αφήσει το κορμί η άχαρη ψυχή σου!
Ήκουσα να χτυπά βωβά η νεκρική καμπάνα…
Μα δεν το πίστευα εγώ γιατ’ ήμουνα παιδί σου,
Εθάρρεψα πως ήθελε ευσπλαχνιστεί η Μοίρα
Εμένα τον πεντάρφανο και σένανε τη χήρα.

Η Αρκοντιά / Λιπέρτης Δημήτρης



Α παππού, ήρτεν ο Καλλής ‘που την Ληνούν, λαλούσιν,
Τζι επέζεψεν στου Γιάκουμου τζιαι πάσιν να τοδ δούσιν.
Εν ‘που τους πρώτους του χωρκού τζιαι τα γεννητικά του
Φτάννουσιν ‘πού τον τόπον μας, η Κακουλλού εθ θκειά του.

Αρκόντηνεν θέμι πολλά τζιαι για την αρκοντιάν του
Όπου σταθούν, φουμίζουν τον. Μμα για την αθθρωπκιάν του
Είπεν κανένας τίποτε; Αννοίξαν στόμαν, γυιέ μου;
Θεέ μου, κάψε τζι άφησε να μεν τοδ δω ποττέ μου

Τον πίσσην, τον λιμάντερον, τουν το κακόν κακκάτιν
Που πάντα πάνω στο δικόν του άλλου εσ’ αμμάτιν.
Αν έκαμεν, βρε Νικολή, ππαράδες τζιαι δανείζει,
Θαρεύκεσαι τζι αθθρώπεψεν; τίποτες έντζι αξίζει,

Η αρκοντιά καλή ένι, μμα να σ’η δικοσύνην
Με την αγάπην, την τιμήν, την ελεημοσύνην.
Ει δε τζιαν ου, ας μεν έσ’η ο άθθρωπος να φάη
Τζιαι νάνι ασπροπρόσωπος όπου σταθή τζιαι πάει.

Τούτος τζι όσοι του μοιάζουσιν, αφήτις ξισπιτώσουν
Τζιαι κάμουν σ’ίλια δκυο κακά τους λας τζιαι γερημώσουν,
Αφήτις πκιον τους κάμουσιν τ’ Άι Τζιεγκιά μανάλλιν
Τζιεν τους αφήσουν για να φαν με πρότσαν με κουτάλιν,

Αφήτις κάμουν τάρταλα τα έσ’ει τους, λαλούσιν
Πως τηφ φτωχολογιάν πονούν τζιαι πως την αγαπούσιν.
Τζι άμα γεράσουν τζι ύστερις πων να κλειδοστομιάσουν
Πων ημπορούν ν’ αρπάξουσιν, να κλέψουν τζιαι να πκιάσουν,

Κάμνουσιν τζιαι ταξίματα, στες εκκλησιές διούσιν
Για να τους μνημονεύκουσιν αντάν να λουτουρκούσιν.
Τζι ήνταν που δκιουν; Εν τους καμούς τ' ανήμπορου πλασμάτου
Της ορφανιάς τα δάκρυκα, του ψυχομασ’ημάτου,

Του γέρου τ’ αναστέναμαν, της ρκας το μοιρολόιν
Τζιαι της σ’ηρκάς τα κλάματα που κάμαν χωρκολόιν
Τζι ατσίππωτα στην εκκλησιάν δκιουν πρόσφορα τζιαι νάμαν
Τζ’είνοι που κάψασιν τους λας τζ’ εσύρτην τόσον κλάμαν.

Η ΣΤΕΤΕ / Λιπέρτης Δημήτρης




Τούτα τα ρούχα πώκαμες τζι ακρόστηκες του νου σου
Μεν τα φορής τζι εν αντροπή,
Όποιος σε δη 'νταν πων να πη;
Φόρηννε του πρεπού σου.

Χογλοκοπώ σγιάν σε θορώ να ρέσσης π' ομπροστά μου
Έγιώ 'ν είδα έτσι κακόν
Νάχουσιν τόσον τιτσιρκόν
Τ’ αγγόνια, τα παιδκιά μου.

Κοπέλλες ήμαστιν τζι εμείς του στόλου — καλή ώρα
Σγιάν είστ' εσείς, κόρη, τορά —
Σαγιάν τζιαι σάρκαν μια χαρά
Τζι έμύριζεν ή χώρα.

Τζι ¨οϊ κλατσούνια αζαγιές, μανίτζια που φεντζιάζουν
Έν κάλλιον για την κορασιάν
Νάσιη μιαν άλλην φορησιάν,
Ρούχα που να ταιρκάζουν.

Εσείς του τορινού τζαιρού κάμνετε τους σκαπούλλους
Να μεν έχουσιν αναπάν,
Να μεν ήξαίρουν που να πάν
Λαώννετέ τους ούλλους.

Θέλω σε νάσαι νούσιμη, με τσίππαν, προκομμένη,
Για μέναν εν παρηορκά
Νάσαι βκιολέττ' άντροπιαρκά
Στά φύλλα σου χωσμέγη.

Να σε θωρούν τζιαί να δικλάς χαμαί, να κοτσινίζης
Σγιάν κοτσινίζει τζι ή άβκη
Ίσια την ώραν πών να βκή
Τζι εσού να ξιφωτίζης.

Κογκάς, μα με τηδ δύναμιν θεού, με τες ευτσιές μου
Ύστερις πών να σπιτωθής
Να δής πώς εν ν' άθθυμηθης 
Τζιαι τές παραντζιελιές μου.

"Μαύρα Μάτια" του Δημήτρη Λιπέρτη

Το μέσα φόρεμα: Ποιητική Συλλογή της Ευφροσύνης Μαντάς Λαζάρου που εκδόθηκε το 2011

ΤΟ ΜΕΣΑ ΦΟΡΕΜΑ

Καθόλου δεν μου μοιάζει
αυτή που συναντήσατε προχθές.
Εκείνη έφευγε.
Εγώ ερχόμουν.
Επέστρεφα με ένα χαμόγελο ασφοδέλους.
Μη μας τρομάζεις, είπατε όλοι σας.
Μα δεν υπάρχει πιο εγκάρδιο χαμόγελο
από τα χείλη πού πόνεσαν θανατηφόρα.
Έτσι καθώς ανοίγει η καρδιά και πάλι σαν πρώτη φορά.

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Κι’ όταν νυχτώνει όμορφα
ο ήλιος ξενυχτάει αθώρητος.
Το τρυφερό του φως ατό παραθύρι μου ακουμπάει
στρογγυλό σημάδι της αγάπης μου.
Το ζήτημα είναι αυτό:
Να αγαπώ αθάνατα και θαμμένη στο χιόνι της έρημου
να μπορώ ν’ αγαπώ κι’ εμένα κι’ εσένα χαρούμενα.
Το τι θα κάνεις και για ποιους είναι η δική σου νύχτα.
Δεν μπορεί κάτι θα έχει να σε ντύσει.
Γυμνός δεν έμεινε ποτέ κανείς
ούτε κι’ ο θάνατος ούτε και η αλήθεια.

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2018

[Κατάρα έχει ο ποιητής..]΄/ Ανδρέου Ειρήνη

Κατάρα έχει ο ποιητής να ψάχνει χίλιους τρόπους
να μετατρέψει μάχεται, τα τέρατα σ΄ ανθρώπους.
Σε μια γωνιά μονάχος του με ξίφος το στυλό του
μ' αυτό ματώνει μοναχά το στήθος το δικό του.
Γδέρνει χαρτί, γδέρνει ψυχή ,αναπαμό δεν βρίσκει
μες στο σκοτάδι ψάχνει φως, ψάχνει την Θεία δίκη.
Πείτε μου που' ναι ο Θεός , τι φταίνε τα παιδάκια
και λεν πως τα αγάπησε, τα θέλει γι' αγγελάκια ;
Μόνο σαν έρθει το κακό στην πόρτα μας νοούμε
γιατί τα ξένα τα παιδιά γρήγορα τα ξεχνούμε.
Τα δύστυχα σαν ξεψυχούν τον ουρανό κοιτάζουν
Θεό δεν βλέπουν πουθενά, όσο και αν τον κράζουν.
Τ΄ακούει μόνο ο ποιητής κι η οργή του είναι μεγάλη
π΄ αντί αγάπη να' χουνε έχουν του Χάρου αγκάλη.
Στα μαύρα τα μεσάνυχτα αρπάζει το στυλό του
και κυνηγά τα τέρατα, σαν φταίξιμο δικό του.
Αν και το ξέρει μέσα του πως είναι ουτοπία,
Λερναίες Υδρες μάχεται και δίποδα θηρία,
θαρρεί πως με την ποίηση ο κόσμος θα σωθεί
κι αν όχι, το' χει τάξιμο μαζί του να χαθεί..

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2018

Ο ΝΩΕ ΣΤΗ ΠΟΛΗ (2012): Ποιητική Συλλογή της Μαντά Λαζάρου Ευφροσύνη΄(ΚΡΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ ΥΠ. ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ)




Κόκκινη πληγή.


Κλείνει την πόρτα του κάθε αυγή. Τον διώξανε
απ ’ το χωριό, γιατί ξεμυάλιζε τους άντρες.
Έκθαμβος μένει τώρα, εδώ, όπου τον δέχονται,
με τις μελαγχολίες του και τα ξεσπάσματά του,
ζωγράφοι, ποιητές και φοιτητές. Όταν
οι άντρες τον παίρνουν στο κρεβάτι τους,
ανοίγουν κόκκινοι κρουνοί τα μάτια του, διψασμένα
γι αγάπες και τρυφερά συντροφέματα.




**

Μαύρα απόνερα.

Απόβλητα της νοικιασμένης τρώγλης ραίνουν
τις πλάκες στο πεζοδρόμιο. Οι αλλοδαποί
εργάτες γυρίζουν έξω, όταν δεν εργάζονται,
και κλειδώνονται μέσα τις ελάχιστες ώρες
πού μοιράζονται με τη σειρά κρεβάτι, φώς,
νερό και κάθε πρώτη του μηνός το νοίκι.

**

Ένα ζευγάρι.


Πίσω από την κλειστή πόρτα ενός παλιού
σπιτιού γερνά τίμια κι άπλα με τούς ειλικρινείς
τρόπους της ρυτίδας. Στο αχνό φωτισμένο
παράθυρο φέγγουν οι δυο τους πλάι πλάι,
όπως οι λαμπάδες στο μανουάλι της γειτονικής
εκκλησιάς. Λιώνουν.
 **

Γυναίκα παλαιάς κοπής.

Ψιθυρίζει μέσα της σαν προσευχή πώς δεν
μπορεί, κάπου δύο άνθρωποι θα κοιμούνται
αγκαλιά, αιώνια ερωτευμένοι. Όλο και πιο
σπάνια συναντά ζευγάρια στους δρόμους.

**

Ούτε ένα μωρό δεν γεννήθηκε φέτος εδώ.

Κανένα φαρμακείο δεν διανυκτερεύει. Μια
μέρα δεν θα υπάρχει και κανένας για να πεθάνει
εδώ σ’ αυτή τη γειτονιά.