Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

θα σταθούμε στη γη που μας γέννησε / Κρανιδιώτης Νίκος

θα σταθούμε στη γη που μας γέννησε
σαν τα δέντρα που μάχεται ο άνεμος
που τα δέρνουν οι μπόρες μα ασάλευτα
τον καρπό ετοιμάζουν στα κλώνια

Θα σταθούμε στη γη που μας γέννησε

με τη μνήμη εκείνων που διάβηκαν
την αγάπη για κείνους που θα ‘ρθουνε
και τη θεία γαλήνη στα σπλάχνα

Μνήμη Κερύνειας / Κρανιδιώτης Νίκος




Συλλογιέμαι τα χρόνια που πέρασαν,
τη μικρή πολιτεία,
που ακουμπημένη στη θάλασσα λαμποκοπούσε στον ήλιο,
τη γιαγιά Ελένη
που κατέβαζε το Θεό στο σπίτι της
και τον φίλευε κόλλυβα και μέλι.


Τις μεγάλες καλοκαιριάτικες μέρες,
που κρατούσαν ακίνητο τον ήλιο στη θάλασσα,
την ταραχή του εφηβικού έρωτα
που κατέβαζε στη γη το φεγγάρι,
τα πρωινά, που χαμογελούσε το φως
μέσ’ απ’ τις χαραμάδες των κλειστών παραθυριών
κι άπλωνε στ’ αστραφτερά σεντόνια την κόκκινη δαντέλα του.


Κι ύστερα τους πραματευτάδες, που διαλαλούσαν την πραμάτια τους
ανάμεσα στον τρυφερό κελαϊδισμό μιας σιταρήθρας
και το φευγάτο καλπασμό του αλόγου
στο πασπαλισμένο μ’ ασημόσκονη πλακόστρωτο.


Ήτανε όλα ωραία:
Οι απλοί άνθρωποι που μηδένιζαν τη σκέψη τους στο αύριο,
ο αγέρας, που γέμιζε θαλασσινές νότες τα μικρά σπιτάκια,
οι πράσινες ελιές, που ασήμωναν το σιωπηλό κάμπο,
τα ζουζούνια, που μετεωρίζονταν στο χρυσό φως της μέρας,
τα μάτια των κοριτσιών, που βυθίζονταν στο γαλάζιο όραμα
των καραβιών, που φεύγανε απ’ το μικρό λιμανάκι,
σαν χάρτινα παιχνίδια, στα ξεχασμένα παιδικά τους όνειρα.


Πέρασαν όλα σαν φευγαλέο καλοκαιριάτικο όραμα.
Τώρα δε μένει πια παρά η νύχτα
η μαύρη νύχτα,
η σκοτεινή αυγή π’ ανάτειλε ύστερα χωρίς Θεό,
κι ο ήλιος που βυθίστηκε για πάντα στο μεγάλο θάνατο.

Το λιμάνι / Κρανιδιώτης Νίκος

Έφυγαν τα καράβια με τα γκρίζα
τ’ ακάθαρτα πανιά, και με τους ναύτες,
που βρίζαν και λερώναν το λιμάνι,
που βρίζαν και λερώναν το λιμάνι, οι ναύτες.

Έφυγαν τα καράβια, κι ιριδένιο
το φως με χρυσαχτίδες πλημμυρίζει
τον πράσινο βυθό και τ’ άσπρο κύμα,
τον πράσινο βυθό και τ’ άσπρο κύμα πλημμυρίζει.

Κι είν’ ήσυχοι όλοι οι μόλοι και καθάριοι
κι οι άδειες αποβάθρες νανουρίζουν,
κι οι άδειες αποβάθρες νανουρίζουν
τον ίσκιο τους στα χάδια των κυμάτων.

Και το λιμάνι έχει πια μεγαλώσει,
μα τα καράβια φεύγοντας, μαζί τους
πήρανε την ψυχή που του `χαν δώσει,
πήρανε την ψυχή που του `χαν δώσει, μαζί τους.

Εικοσιπέντε χρόνων / Κρανιδιώτης Νίκος



Σαν άρωμα από γιασεμί λεπτό, που σβήνει
και σμίγει με την αύρα της εσπέρας,
μοιάζει η θλιμμένη μου απόψε ετούτη μνήμη:

Δυο χρυσά μάτια, σα βελούδο χείλη,
κι ωραία καστανά μαλλιά, που ψαύει ο αγέρας,
η μακρινή μου των ’κοσπέντε χρόνων φίλη...

Τα χρόνια τώρα ίσως την έχουνε πια αλλάξει,
κι ίσως τα ωραία μαλλιά να ’γιναν γκρίζα,
και των ματιών της ίσως να ’σβησε πια η λάμψη.

Όμως τις ώρες του καλοκαιριού, μες στην ευδία
της νύχτας, που οι σκιές τη μνήμη αναδιφούνε*,
τα εικοσπέντε χρόνια της, εντός μου πάλι ζούνε






*αναδιφώ: ερευνώ εξαντλητικά

Γενέθλια πόλη / Κρανιδιώτης Νίκος



 ...

Μέσ’ από τις ανταποκρίσεις τού Τύπου
διαβάσαμε τη συμπάθεια των άλλων
για την καταστροφή μας.

Ύστερα σχίσαμε τις εφημερίδες
και τεμαχίστηκε η συμπάθεια.

Ποιος θα πάρει τα ράκη του Ιώβ
να ντύσει την υπομονή μας;

Ποιος θα σαλπίσει τη σάλπιγγα του χρέους
να πέσουν τα τείχη της Ιεριχούς;

Το τραγούδι της Μαριάννας / Κρανιδιώτης Νίκος



Μαριάννα!
Έξω σταμάτησε η βροχή
κι η ευδία άνοιξε τους γαλάζιους ουρανούς
πάνω απ’ την κόκκινη στέγη σου.

Το φεγγάρι κατεβαίνει μ’ ασημένιες κλωστές
στο ανοιχτό παραθύρι σου,
και δυο λαμπρά αστεράκια
αντιφεγγίζουν τη λάμψη τους στα μεγάλα σου μάτια.

Στον κήπο σου φύτρωσαν δυο ανθισμένες λεμονιές
και μια κερασιά αναδεύει τους καρπούς της στα χείλια σου.

Το Φθινόπωρο σού φέρνει καινούρια μηνύματα.
Όμως, μη στέκεις στο κατώφλι της αγωνίας
με τα δυο σου μάτια να κοιτάν ανυπόμονα
την προσδοκία της αυγής.

Κι η μέρα αυτή θα ξημερώσει για σένα,
θα ξημερώσει με χρυσούς ήλιους στα μαλλιά σου,
κι η πλήξη του κατεστημένου
θα φύγει στην άκρη του σύννεφου
που ετοιμάζεται να διαβεί τη γαλάζια θάλασσα.

Είσαι μια ερωτική παρουσία
στον ανθισμένο κάμπο της γνώσης.
Είσαι μια σοφή ανάταση
στον γαλάζιο ουρανό της ελπίδας.

Μαριάννα!
Έξω σταμάτησε η βροχή,
και μόνο τα μάτια σου
στάζουν ψιχαλιστά ακόμη την αγάπη.

Η ευγενής δέσποινα Μαρία Μανουήλ Ξηρού / Κρανιδιώτης Νίκος



Εν έτει σωτηρίω χίλια τριακόσια πενήντα έξι
απεδήμησεν εις Κύριον, εις ηλικίαν δεκαεπτά ετών,
η ευγενής δέσποινα
Μαρία Μανουήλ Ξηρού.

Οι ευσεβείς γονείς της αφιέρωσαν εις μνήμην της
εικόνισμα του Παντοκράτορος
στον ιερό ναό της Παναγίας Χρυσαλινιώτισσας.

Ενδεδυμένοι την στολήν του κοντοσταύλη
κρατάνε, κάτωθεν του Παντοκράτορος,
το εκπάγλου καλλονής ομοίωμα της Μαρίας.

Σήμερα, ύστερα από εφτακόσια χρόνια,
ξυπνάει άφθαρτη απ’ τον τάφο η ομορφιά της,
και διαπερνά,
σαν αστραπή σε ώρα καταιγίδας,
τη σκέψη εκείνων που αντικρίζουν, στο σεπτό εικόνισμα,
το νεκρικό, κι όμως αείζωο ομοίωμα της κόρης.

Στο βουνί του Κύκκου / Κρανιδιώτης Νίκος

του Νίκου Κρανιδιώτη 

Όταν μίλησες, 
στάθηκαν οι στιγμές, 
στάθηκαν οι ώρες, 
έσκυψαν τα κυπαρίσσια
στο βουνί του Κύκκου
να σ΄ ακούσουν. 

Το δειλινό έμεινε ακίνητο 
μέσα στα μάτια σου, 
κι ο λόγος
στα παλαικά εξωκκλήσια του Τροόδους. έγινε ψαλμωδία εσπερινού

"Επιστροφή" 1974

Σάββατο 26 Μαΐου 2018

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ: Ποιητική Συλλογή της Τουμαζή Έλενας – Ρεμπελίνα που εκδόθηκε το 1974

[...]

Οι δρόμοι της Λευκωσίας είναι γεμάτοι
από αγνοούντες δολοφονημένους
από αποσταγμένα δέρματα που βρωμοκοπάνε πτωμαΐνη
δε ξέρω ποιός φταίει γι αυτό θάταν όμως θλιβερό να μη φταίει κανείς

Στη πόλη των προβάτων κανείς δε ξεχωρίζει
οι ποιητές θα γεννηθούν στο μέλλον
το ίδιο κι η ζωή
αργότερα ακόμη πολύ αργότερα
δε θα το πίστευε κανείς: πόσες γωνιές πόσες ατσάλινες αιχμές
υπάρχουν σ ένα βρέφος !

[...]

Ανθρώπινο δέρμα
λουλούδι του φωτός και του αίματος
Γυμνώνοντας τον άνθρωπό για να τον εξαγνίσεις
πρέπει να σταματάς στην επαφή με το τρυφερό του δέρμα
πιο κάτω βρίσκεται ο παγωμένος θάνατος των οστών


Κατεβαίνουν οι άνθρωποι τώρα απ τον πέτρινο αγέρα
στο νερό της φωτιάς
αυτί στήνουν για ν ακούσουν των μύθων τη ρίζα τη πικρή
στο βυθό των χεριών

[...]

Είναι ακόμη μέρα
τα χρώματα καθαρά
κι όμως η σελήνη λάμπει
όπως και τα φώτα των δρόμων
Πλάι σ ένα πελώριο χρυσό δίσκο
που καθρεφτίζεται στα τζάμια μιας πολυκατοικίας
ένα χρυσό δίσκο που στάζει αίμα

Ήλιος ωχρός η πανσέληνος

[...]

Μια φορά κάθε έξη χρόνια η σελήνη κατεβαίνει βόλτα
στα σοκκάκια
είναι τότε οι εποχές των λιμών των καταποντισμών και της διάλυσης
όταν επιστρέψει πίσω πάλι, εμείς
έχουμε ήδη γνωρίσει τη γεύση της… Παρ όλα αυτά είμαστε πάντα οι ίδιοι

μόνο που ο καθένας μας τότε αρχίζει να ονειρεύεται τη σελήνη
είμαστε όμως πάντα οι ίδιοι

[...]

Πάρε το φεγγάρι
κι άφησε το στο σπασμένο πεζοδρόμιο
απόψε βασιλεύει ο ήλιος στο στερέωμα

το σύννεφο είναι νερό
το κόκκινο σύννεφο της Δύσης αίμα

Οι λαψανούδες στο αυλάκι φωτίζονται
απ το φεγγάρι του δειλινού
και μια λάμπα του δρόμου
εγώ φωτίζομαι από τα κλαριά της μαρτιάτικης ροδακινιάς

Συνάντησαν για πάντα το φως τα φτερά της παπαρούνας

Μέρα γεμάτη φεγγάρια και δέρματα κιτρινισμένα

Έλενα Τουμαζή - Ρεμπελίνα (μικρό βιογραφικό)


Η Έλενα Τουμαζή - Ρεμπελίνα γεννήθηκε στη Λευκωσία και μεγάλωσε στην πόλη της  Αμμοχώστου. Σπούδασε στη Γενεύη πειραματική ψυχολογία του παιδιού. Εργάστηκε στο Ραδιόφωνο και στην Τηλεόραση της Κύπρου. Το 2011 βραβεύτηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης για το έργο της : Έρχου. Απεβίωσε το 2023.

Χαρακτηριστικό των βιβλίων της η συνοδεία των κειμένων με δικά της σχέδια. 


Ποιητικές Συλλογές/ έργα της :
  • Ο μικρός τυφλοπόντικας και ο ήλιος, 1972, Αμμόχωστος.
  • Λειτουργία του νεκρού παρόντος, Ιούνιος 1974, Λευκωσία.
  • Τα σώματα της Χρυσόθεμης μετά το δημόσιο αποκεφαλισμό της στα τέλη του 20ου αιώνα μ.Χ, 1977, Λευκωσία.
  • Παραλλαγές για τη γη, εκδοτική των γυναικών, 1981, Αθήνα.
  • Ανάσες αληθινού ονόματος- σύνθεση, με στίχους αγαπημένων ποιητών και
    αποσπάσματα παραμυθιών – εκδόσεις Αφή, 2008, Λεμεσός
  • Έρχου, εκδόσεις Αφή, 2011, Λεμεσός (κρατικό βραβείο ποίησης).
  • MARGINALIA Δυο γυναικείες φωνές εκδ. ΑΦΗ (2016)

Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΤΥΦΛΟΠΟΝΤΙΚΑΣ ΚΑΙ Ο ΗΛΙΟΣ: Ποιητική Συλλογή εκδοθείσα το έτος 1972 / Τουμαζή Έλενα – Ρεμπελίνα

Περίπολος στο δρόμο
-Μη φοβάσαι το θάνατο Μαρία —
«Παρουσιάστε όπλα! Προβάλατε αιχμές!»
-Δεν ανασταίνεται το φώς Μαρία —
Κλείστε τις πόρτες, τα παράθυρα
την καπνοδόχο.
Μαντρώστε τις αυλές! Βουλώστε τρύπες.
Περίπολος στο δρόμο.
ώ, να φτιάξω τις γραμμές μου στον αέρα!
Ένα μικρό ύπνο στο νερό!
Ένα κοίλωμα!
Ό καθρέφτης μου! —
«Ετοιμάσετε όπλα!
Σημαδέψετε: Πυρ!»
-μη φοβάσαι το θάνατο Μαρία —


....

Δεν έχουνε καιρό να μετρούν
τα στρώματα σκόνης
πού στοιβάζονται και πήζουν
κάθε μέρα
πάνω στο μαλακό κρεβάτι τους
στα έπιπλα του σπιτιού
τά παράθυρα τις πόρτες


Για σκούπισμα ούτε λόγος’
πάει καιρός που τα πράγματα μπήκαν
σ’ ένα ρυθμό
που δεν επιτρέπει καμιά ελπίδα

...

Κοσμήματα από άχρηστες λέξεις βαραίνουν το κορμί σου περπατώντας’
ντύνεσαι προκλητικά το θάνατο σου και
φοβάσαι
αυτό   αυτό   αυτό
το λουλούδι


τα πέταλα του έχουν τις παραστάσεις
των πολλών του θανάτων
ίσως και
του δικού σου
Να περπατήσεις

Έρχου: Ποιητική Συλλογή εκδοθείσα το 2011( απόσπασμα) / Τουμαζή Έλενα – Ρεμπελίνα

Το πλάγιο πέταγμά της 
Ο κυματισμός των φτερών τους
Σαρώνουν σαν άνεμος δυνατός
Ξεπλένουν σα βροχή 
Το ψέμα


Το πλάγιο πέταγμά τους 
Ασπίδα
στις παρερμηνείες όλες


σελ:13

***

Μικρή επίσκεψη της νιότης
Δώρο από τα λαμπερά μαλλιά της 
Άνεμος



Στιγμή καίρια
Που η ομορφιά επιλέγει
Να συντονίσει το αίνιγμά της 
Με δυο γυμνά βλέμματα

Τότε γεννιέται το μπλε
Και ο άνεμος

σελ: 14

***


Ευκάληπτοι και φοίνικεςΣτον άνεμο
Μιμούνται τις κινήσεις της ψυχής σου

Ποιος άκουσε την κραυγή
Όταν ξεκολλούσες από την τελευταία αγκαλιά
Και ξανοιγόσουν στο πυκνό πέλαγος;
Χρειάστηκε ένας άλλος πλανήτης
Για να σε αναπάψει
Για σε δεν υπήρχε Ιθάκη
Μήτε του μύθου
Μήτε του γέρου

σελ: 15

***

σε κύματα αστραφτερά


Γράφεις με ευγνωμοσύνη
Βουτώντας την πέννα σου
στο ασήμι της θάλασσας
Που σε κοιτάζει αμετάβλητη

Γράφεις κοιτάζοντας κατάματα
Αυτό που σε κοιτάζει
Ανυπεράσπιστο
Και ολόκληρο

***

νύχτα

Όπως κάποτε
Ένα καράβι
Αναμμένο
Βαθειά μέσα ατή νύχτα
Αγκυροβολεί ησυχάζοντας
Λικνίζεται απαλά
Στο ύψιλον δύο σκοτεινών δέντρων
Βαθειά μέσα στη νύχτα
Προστάζει
Τη ψυχή σου
Να μιλήσει
Σαλεύει
Όπως το κύμα
Τη μνήμη του κορμιού…

***



MARGINALIA Δυο γυναικείες φωνές (2016) : Ποιητική Συλλογή (Απόσπασμα ) από τα Ποιήματα της Έλενας Τουμαζή

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Δέντρο
δίδαξέ με
τη γυμνότητα σου.
Δίδαξέ με το ρίζωμά σου \
δίδαξέ με το πείσμα σου
δίδαξέ με την οικονομία σου
δίδαξέ με την πληρότητα σου.
Έστω
κι αν μ’ έχουν πετσοκόψει
τα τσεκούρια τους.
Κάτι πρέπει να έχει απομείνει
κάτι να αντέχει ακόμα
για να με συγκινείς τόσο…

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

Το όνομα ως ρήμα
η λέξη ως ρήμα
ο λόγος ως ρήμα
το όνομα ως σαρκωμένος χρόνος
η σάρκα ως ρήμα…

 ΕΚΕΙΝΟ
Πόση Άνοιξη
πόσες ηδονές
πόση δροσιά
πόσα γαλήνια πέλαγα
πόσα ταξίδια
πόσα καλοκαίρια
μου αρνήθηκες.
Πόσες κίτρινες μαργαρίτες
σβήνοντας κάθε φορά
το πρόσωπό μου
τη φωνή
το όνομά μου
και γράφοντας βίαια επάνω του
ένα άλλο
κάθε φορά ένα άλλο,
κάθε φορά…
Λες και δεν μας περιμένει
τον κάθε ένα
την κάθε μια
στη στροφή του δρόμου,
εκείνο,
πού σβήνει
οριστικά
όλα τα πρόσωπα
όλες τις αναπνοές
όλα τα ονόματα
(ίσως γι’ αυτό…).

[Αυτοί οι άνθρωποι μου κλείνουν τον δρόμο] / Τουμαζή Έλενα – Ρεμπελίνα

Αυτοί οι άνθρωποι μου κλείνουν τον δρόμο
με τους ωκεανούς των ματιών τους
και την εικόνα του παράδεισου
ζωγραφιστή στα βλέφαρα-
κατεβαίνουν αδιάκοπα, δυο-δυο, δέκα-δέκα, μυριάδες
από τις στέγες και τους καπνούς
της ξένης πολιτείας,
κι όπως η πνοή του άστρου στην άκρη κάθε κύκλου
πρασινίζει τα χόρτα
περνώντας σκύβουν και με φιλούν στο μέτωπο.

Αυτοί οι άνθρωποι ξεχάστηκαν στο δρόμο μου…
έχουν χτίσει τα σπίτια τους στα πόδια μου,
κάθονται λύνοντας ασκήσεις ή γράφοντας μουσική
μέσα στις παλάμες μου…

Κι αυτός που στέκεται στους ώμους μου γελώντας τρανταχτά
κι αυτός που τρώει τα μαλλιά μου παίρνοντάς τα για μολόχες…
πού να τους βάλω πού να τους αφήσω.
Αυτοί οι άνθρωποι έχουν όμορφα μάτια
μα το σώμα τους είναι βαρύ σαν σίδερο.
Ακόμα και το φιλί τους χαράχτηκε στο δέρμα μου
όταν με πήραν για λειβάδι
Αναρωτιέμαι πώς θα σβήσω τις γραμμές και τα χρώματα

τώρα που φεύγουν.