Μη διερωτάσαι
αδερφέ, αν σε ξεγέλασαν
τα λούλουδα
και τ’ αηδόνια της ¨Άνοιξης
ακόμα
περισσότερο μην απορείς που δεν κατεβαίνει ο Εσταυρωμένος,
ανάμεσα μας με
μια χούφτα γεμάτη ελπίδα και φως
Ψάξε τον,
σίγουρα σε κάποια ρυτίδα πόνου και απόγνωσης έχει κρυφτεί
πάλι ίσως τον
βρεις στην αλμύρα των δακρύων ενός μικρού παιδιού
ή μιας μάνας
χαροκαμένης, κάποιας αγαπημένης ή αδελφής
Άκουσε, θα
αναγνωρίσεις τη φωνή του ανάμεσα
στους σταυρούς
που λυγάνε και στις πλάκες που σπάνε,
αφήνοντας τους
τάφους ανοικτούς,
κι άκουσε τον
καθώς κλαίνε οι πεθαμένοι, βλέποντας σε
σαβανωμένο
ζωντανό απ’ τους Ιούδες, με των ανθρώπων τις ψευτιές
Κοίταξε γύρω
σου, δεν σε ξεγέλασαν,
κοκκινίσανε οι
παπαρούνες, κι ήρθαν κουβαλώντας
στη πλάτη την
Άνοιξη, και την κοινωνούν
με κλώνια
φτέρης, από Θείο ποτήρι ψηλά στο σταυρό
μεθούν τ’
αηδόνια και υμνολογούν την Ανάσταση
Κρίνος λευκός
ας γίνει κ΄η ψυχή μας
κι ας μάθουμε
πως είναι ν’ αγαπάς,
πως ευωδιάζουν
τα φιλιά στο στόμα
και πως έχει
τέλειωμα ο κάθε Γολγοθάς.