Παρασκευή 18 Μαΐου 2018

Ψυγείο / Πάμπος Κουζάλης


Μακρόσυρτα αλυχτίσματα βγαίνουν απ’ το ψυγείο
Ανοίγω την πόρτα απότομα
Απόλυτη σιωπή
Οι ήρωες ασάλευτοι
κρεμασμένοι απ’ το τσιγκέλι
Όσο είχαν αίμα το ’δωσαν
Στο δάπεδο που χόρεψαν
δεν βρίσκω ούτε σταγόνα



Πάμπος Κουζάλης 

Λάσπη / Πάμπος Κουζάλης


Σπίτι από λάσπη
Ναι
Να το λειώνει η βροχή η καλή μου
Να το πλάθω ξανά
Να ντύνομαι πηλό μέχρι τα μάτια
Να γίνομαι το σπίτι μου
Να με λειώνει η βροχή η καλή μου
Να επιστρέφω στη γη
Να ’ρχονται μυρμήγκια μετανάστες
Μαζί τους σε λαβύρινθους πνιγμένος ναυαγός
Ώσπου να ’ρθει άλλη βροχή
καλή μου
να πνίξει όσα δεν είπαμε
στο φως να βγούνε άγουρες
σταγόνες
να ζυμώσω



Ποιητική Συλλογή: ΣΧΕΔΟΝ 

ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ / Πάμπος Κουζάλης


Ετηλεφωνήσαν μου πως σε ηύρασιν
Κάτω που μιαν ελιάν, είπαν μου
τζι ήταν αλλό θκυο στρατιώτες μαζί σου
Δόξα σοι ο Θεός, λαλώ τους
τουλάχιστον ήταν κάτω που το δεντρόν
τζι εν τους έκρουζεν ο ήλιος τόσον τζιαιρόν
Νερόν είχασιν κοντά τους;
Πάμπος Κουζάλης

Τετάρτη 16 Μαΐου 2018

Γιάννος Λαμπής (βιογραφικά στοιχεία)

O Γιάννος Λαμπής γεννήθηκε στη Λεμεσό, Κύπρος, το 1962. Είναι πρόεδρος του «Πολιτιστικού Ομίλου Ζακακίου», Λεμεσού, γραμματέας του Πολιτιστικού Ομίλου « Νέοι Ορίζοντες » και μέλος της γραμματείας της Πολιτιστικής Εταιρείας «Πνευματική Συντροφιά», Λεμεσού. Ποιήματα και άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στον ημερήσιο τύπο, σε διάφορα περιοδικά και ανθολογίες. Θεατρικά έργα του έχουν ανεβεί στη σκηνή από θεατρικούς ομίλους. Έχει διακριθεί και τιμηθεί σε παγκόσμιους και πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, μεταξύ των οποίων Α’ Βραβείο διηγήματος από την ΠΕΛ, Α΄ Βραβείο ποίησης από τον Ελληνοαυστραλιανό σύνδεσμο Μελβούρνης, τον Δήμο Σκοπέλου, την Παγκόσμια Αμφικτιονία Ελληνισμού κ.ά., Β’ Βραβείο συγγραφής δοκιμίου από την ΠΕΛ. Εκδοτικό έργο «Ιοκάστη», μυθιστόρημα, 2009, εκδότης «Αναζητήσεις» « Ψάξε μέσα στη σιωπή μου», μυθιστόρημα, 2010, εκδότης «Αναζητήσεις» «Καταραμένο Πάθος», μυθιστόρημα, 2013, εκδότης «Αναζητήσεις» « Search within my silence», μετάφραση του Β’ μυθιστορήματος του στα Αγγλικά, 2013 «Το σημάδι του ταύρου», μυθιστόρημα, 2015, εκδότης «ΟΣΤΡΙΑ» «Αποχρώσεις μοναξιάς», ποιητική συλλογή, 2016 «Οδός ανέμων», ποιητική συλλογή, 2017



Κυριακή 13 Μαΐου 2018

[Ψιχαλίζει] / Γιάννος Λαμπής

Ψιχαλίζει
κι η θλιμμένη Ανοιξιάτικη σελήνη κάτι πασχίζει να μου πει,
δεν καταλαβαίνω όμως
και μια ανείπωτη γλυκιά μελαγχολία
σαν μαύρο ρούχο τυλίγει τη δική μου τη ψυχή.
Μου λείπεις
κι εδώ στη ξένη γη που δεν μου χαμογελά κανείς
μου λείπεις ακόμα πιο πολύ,
κλείνω τα μάτια να σε δω
και μέσα απ’ την γκρίζα ομίχλη
προβάλει ο βαρκάρης,
τ’ απλώνω το χέρι κρατώντας ένα κόκκινο τριαντάφυλλο
μα δεν το παίρνει ποτέ κι όλο απομακρύνομαι,
φτάνω στην απέναντι όχθη κι όταν κοιτάζω πίσω
η θολούρα σχεδιάζει στα μάτια μου
την δικιά σου, οδυνηρά γλυκιά μορφή,
μου λείπεις και δεν ξέρω αν θα μου φτάσει ο χρόνος
κι όμως ήθελα αγαπημένη μου
να σου χαρίσω τόση αγάπη,
όσες είναι κι οι σταγόνες στον ανάμεσα μας ωκεανό.

Ανάστασης ανατολή / Λαμπής Γιάννος



Μη διερωτάσαι αδερφέ, αν σε ξεγέλασαν
τα λούλουδα και τ’ αηδόνια της ¨Άνοιξης
ακόμα περισσότερο μην απορείς που δεν κατεβαίνει ο Εσταυρωμένος,
ανάμεσα μας με μια χούφτα γεμάτη ελπίδα και φως

Ψάξε τον, σίγουρα σε κάποια ρυτίδα πόνου και απόγνωσης έχει κρυφτεί
πάλι ίσως τον βρεις στην αλμύρα των δακρύων ενός μικρού παιδιού
ή μιας μάνας χαροκαμένης, κάποιας αγαπημένης ή αδελφής

Άκουσε, θα αναγνωρίσεις τη φωνή του ανάμεσα
στους σταυρούς που λυγάνε και στις πλάκες που σπάνε,
αφήνοντας τους τάφους ανοικτούς,
κι άκουσε τον καθώς κλαίνε οι πεθαμένοι, βλέποντας σε
σαβανωμένο ζωντανό απ’ τους Ιούδες, με των ανθρώπων τις ψευτιές

Κοίταξε γύρω σου, δεν σε ξεγέλασαν,
κοκκινίσανε οι παπαρούνες, κι ήρθαν κουβαλώντας
στη πλάτη την Άνοιξη, και την κοινωνούν
με κλώνια φτέρης, από Θείο ποτήρι ψηλά στο σταυρό
μεθούν τ’ αηδόνια και υμνολογούν την Ανάσταση

Κρίνος λευκός ας γίνει κ΄η ψυχή μας
κι ας μάθουμε πως είναι ν’ αγαπάς,
πως ευωδιάζουν τα φιλιά στο στόμα
και πως έχει τέλειωμα ο κάθε Γολγοθάς.

Παραίνεση / Λαμπής Γιάννος


Η ποίηση είναι μια ανοιχτή πληγή
Και τα ποιήματα αίμα
Οι στίχοι είναι λεπίδες
Γι’ αυτό, πρόσεχε, μην χαθείς μέσα στη ποίηση, θα σε πεθάνει
Μην διαβάζεις μεμιάς ένα ποίημα, θα πνιγείς από το αίμα
Ένα στίχο μονάχα διάβαζε την μέρα
Μια χαρακιά θα σου χαρίσει που, ίσως,
λέω ίσως, επουλωθεί την επόμενη μέρα



Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή " Οδός Ανέμων"

Κι όμως εσύ αγαπημένη μου / Λαμπής Γιάννος

Κι όμως εσύ αγαπημένη μου
κάθε μέρα λούζεσαι, κτενίζεσαι
και μου δίνεσαι σαν όστια
βουτηγμένη σ’ απόσταγμα παπαρούνας
Βασανιστικά σε γεύομαι
ηδονικά, νωχελικά, αργά
σαν θάνατος γεμίζεις τα σπλάχνα μου,
κι ένα δίχτυ βαρύ με αγκαλιάζει
μια πρωτόγνωρη γλυκιά ακινησία
λύνονται τα κόκαλα μου
κλείνουν τα μάτια μου από μια νύστα ασύνορη
κι εγώ εξακολουθώ να σ’ αποζητώ ακόμα περισσότερο

Και συ! / Λαμπής Γιάννος

Και συ!
Εσύ μου μιλούσες, κι εγώ
ταξίδευα μέσα στα σπλάχνα σου,
άκουγα το αίμα σου καθώς κυλούσε
ποτισμένο με τις ακραίες και αδίστακτες ορμές σου,
και σ’ έπινα σταλιά – σταλιά , και συ
με αιχμαλώτιζες με δεσμά που δεν θα λύνονταν ποτέ,
το ήξερες, και συ γελούσες,
μα εγώ δεν σ’ άκουγα, δεν μ’ ένοιαζε
ότι δικό σου για πάντα εσύ θα με κρατούσες,
σε φυλακή που θα είχε το σχήμα του κορμιού σου
και ποτέ μου δεν θα χόρταινα, και σαν επαίτης,
υποταγμένος στην ηδονή που υπόσχεται
η γλύκα του φιλιού σου, θα σ’ αποζητούσα.

Απόψε θα ‘ρθεις / Λαμπής Γιάννος


απόψε που δεν πνέει έξω καμιά ανάσα
σε προσμένω, δεν γίνεται θα ‘ρθεις,
θα ξεπροβάλεις μέσα από τα δάση,
θα φανείς στην άκρη του φιδίσιου δρόμου,
απόψε το ξέρω, θα ‘ρθεις,
αφού σε ποθεί η ψυχή μου,
και θα μυρίζεις δυόσμο και βροχή,
σου ‘χω στρωμένο το κρεβάτι
απλώνω στο πάτωμα χαλί
και στο τραπέζι σου ‘χω ζεσταμένο
ψωμί και κόκκινο κρασί,
τι κι αν νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ,
εγώ ακόμα σε προσμένω
κι αρχίνησα να σου μιλώ
τόσο πολύ σε αποθύμησα
π’ ακούω τα βήματα σου
και νοιώθω στα χείλη μου
γλυκόπικρο φιλί.

Το βράδυ. / Λαμπής Γιάννος


Το βράδυ αχ! Και πως το καρτερώ,
να βγω μεταμεσονύχτια στους έρημους κήπους
και να τρυγώ ανθούς που στάζουνε τις κρύες σταγόνες θλίψης,
εκεί όπου μυρίζει σάπιο, και θάνατος υγρός απ’ τα πεσμένα φύλλα,
κι ο άνεμος, νεκρών κουβέντες κουβαλάει,
μάταια με τον χρόνο κανείς αναμετριέται, λένε,
γιατί η ζωή σταγόνα είναι και κυλάει,
γίνεται κρυστάλλινη λεπίδα και σε προσπερνάει.

Το βράδυ αχ! Και πως το καρτερώ,
σαν φίλος ν’ ανταμώσω με το φεγγάρι, να του μιλώ,
να το θωρώ, στο κυπαρίσσι σαν καθίσει,
πόσο όμορφο είναι, μελαγχολικό, ωχρό
μαυροντυμένο με ένα κλωνί βασιλικό
στο πέτο, μαραμένο.

Το βράδυ αχ! Και πως το καρτερώ
δεν έχω τίποτε άλλο πια να περιμένω
έγινε η καρδιά μου φίλος με το πόνο.

Ωδή στην Άγνωστη Γυναίκα / Λαμπής Γιάννος



Αναπνέοντας σε...

Χρυσό βέλος
στις αισθήσεις μου, καρφώνεις.
Γλυκόπικρο φαρμάκι στις φλέβες μου χύνει.ς
Αργά μα σταθερά, τη θέληση μου Εσύ, ναρκώνεις.

Αναπνέοντας σε...

Όλα τυλιγμένα σε μια θαμπή πάχνη ονείρου.
Τα μέλη του σώματος μου, δεν μου ανήκουν.
και μέσα απ’το όνειρο αναδύεται η κόρη
που οι Τιτάνες, έχουν γεννήσει.

Αναπνέοντας σε...

Ένα παγωμένι χέρι μου σφίγγει τη καρδιά.
Μια γροθιά μου χτυπά το στομάχι.
Με άδεια μάτια, το άδειο κοιτώ
και γύρω φωνάζει μια πρωϊνή, Κυριακάτικη σιωπή.

Αναπνέοντας σε...

Της λύπης τη γεύση, έχω στο στόμα.
Τα στερημένα από της κόλασης τα πάθη
ωσάν φρικιά ξεπηδούν και
σε μαγεμένες φλογέρες φυσούν.
Ενώ η μπαλάντα των στεναγμών ηχεί στα αυτιά μου
Κι’εγώ να προστρέχω σε ειδωλολάτρες ναούς
και σπονδή,σε πλάνους Θεούς να αναπέμπω.

Αναπνέοντας σε...

Ο αέρας δε σταματά να φεύγει μακρυά από εσένα.
Κι’εγώ, μια σταγόνα,σαν κόκκινο αίμα, έξω από τη σφαίρα.
Εγκλωβισμένος σε Διονυσιακή γιορτή, στο παραλήρημα
σπονδή και θυσία στη μαρτυρική ηδονή.

Αναπνέοντας σε...

Η νύκτα μόνη, παγωμένη, υγρή.
Το άρωμα σου βαρύ
τα πνευμόνια μου έχει γιομίσει.
Ο πόνος βουβό.ς
Η σκέψη σου λεπίδα.
Η οπτασία σου, στοιχειό.
Τα μάτια νεκρά και η νύκτα
υγρή και μούχλα ,μου μυρίζει.
Απλώνω το χέρι
Μα είναι μονάχα της ψυχής μου η σκιά
Πως τρεμουλιάζει, η καρδιά
σαν με αναγνωρίζει.

Αναπνέοντας σε...

Θέλω να φωνάξω, το στόμα ανοίγω.
Βγαίνει κραυγή, σαν μελλοθάνατου σπασμός
Διάφανο και άϋλο, απόψε το κορμί μου
Τα ξωτικά ουρές στο σώμα μου ορμάνε
Σάρκα και αίμα θέλουνε να πιούνε
Και αφήνουνε στη αναμονήτ
τη ψυχή μου, σαν τη βρούνε

Αναπνέοντας σε...

Η μυρωδιά σου, με γόρδιο δεσμό μας έχει δέσει
Έγινες συνείδηση.
Σάρκα , που όμως, από σάρκα δεν προήλθες.
Σιωπή που απ’όλες τις πληγές είναι η πιο ηδονική.
Ασυνείδητη, συνείδηση

Αναπνέοντας σε...

Πλάθω εικόνες μαγικές
Νύκτα ..σε παρθενικά λειβάδια
Γυμνή, κοιτάζοντας τον ουρανό
να’χεις τα μάτια σου ανοιχτά
στα χέλια σου κεράσια.
Τα στήθη σου, ορθά
να καρτερούν τη λύτρωση
Και εγώ, γονατιστός, στο πλαϊ σου
με τα χείλη υγρά
στο σώμα σου να γράφω.
Λόγια αγάπης, πόθου
χωρίς σκέψη ή δισταγμό
Έτσι απλά, γυμνά
Και στο βωμό
Το είναι μου, χωρίς αιδώ
Χωρίς φειδώ
Να καταθέτω εαυτόν.

Αναπνέοντας σε...

Και όταν καμπάνες θα ηχήσουν
Στο πρόσωπο σου
Ένα δάκρυ θα κυλίσει
αλμυρό
στοο στόμα μου
Ανθόνερο, η γεύση που θα αφήσει

Απουσίες / Λαμπής Γιάννος

Σε κάλεσα, αδερφέ, στην κάμαρα μου,
Να σε φιλέψω με καφέ και με τσιγάρο,
Έτσι όπως κάνουνε δυο φίλοι τα δειλινά

Κάθισες αμήχανα στην άκρη
Στο αδειανό μισό, του ανώφελα μεγάλου κρεβατιού

Δεν ανταλλάξαμε ματιά, ούτε και μια λέξη
Σπαταλήσαμε την ώρα μας, αγναντεύοντας
τη βραδινή ακινησία, και αποκρυπτογραφώντας
τα σχήματα που έγραφε η βροχή στο τζάμι

Μου μίλησες με το καπνό που έφευγε από τα χείλη σου,

Δεν υπάρχει τίποτε πιο ακίνητο από το βράδυ
Με τις νεκρώσιμες τελετές του
Το ερμητικό κλείσιμο της κουρτίνας
Τα φώτα να ψυχορραγούν μέσα στο υπναλέο δωμάτιο
Τις γρίλιες που πνίγουν κάθε όρεξη να βγεις ν’ αγοράσεις τσιγάρα
Τον θαμπό φωτισμό του δρόμου
Που ρίχνει νεκρούς ίσκιους στο λιθόστρωτο
Που ψάχνουν απέλπιδα να βρουν παρέα.

Κι εγώ γι’ αυτά ήθελα να σου μιλήσω, αδερφέ, αλλά,

Για ποιούς πεθαμένους μου μιλάς;
Αν δεν γεννήθηκες, τότε, πως θες να πεθάνεις;

Έκλεισες, αδερφέ, την πόρτα πίσω σου,
Ντροπιασμένος που δεν μπόρεσες να υπερασπιστείς τα όνειρα σου
Κι αφήνοντας τα αργά σου βήματα να μιλούν, για σένα
Ήξερα, σίγουρα, πως δεν θα σε ξαναδώ, γιατί,
Η μοναξιά καταλήγει να αδελφώνει το πόνο

Έκλαψα, για μένα και για σένα
Ακόμα μια απουσία, κι εσύ , έτσι γεμάτος με απουσίες,
Ούτε που θα κατάλαβες, αδερφέ, τις δικές μου.

Πένθιμος ύμνος της αγάπης / Λαμπής Γιάννος

Δ’ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ 

‘ΚΑΙΣΑΡΙΟΣ ΔΑΠΟΝΤΕΣ’, ΣΚΟΠΕΛΟΣ
 Β’ βραβείο ποίησης



Μην μιλάς! Είναι ασέβεια! Μονάχα άκου!
άκου τους λυγμούς όταν το φέρετρο
μιας προδομένης αγάπης στο τάφο κατεβάζουν,
άκου τις πέτρες που κλαίνε καθώς ραγίζουν,
άκου τα δάκρια στη γη όταν σταλάζουν,
καμπάνας πένθιμης ο κτύπος της καρδιάς, ουρλιάζει,
σβήστε τον ήλιο, πάρτε το φεγγάρι κι αλυσοδέστε το
κ’ ύστερα μαχαιρωμένο ρίξτε το στο ποτάμι, κόκκινο απ’ το αίμα να το κάνει,
κλείστε τα ραδιόφωνα κι αφήστε ελεύθερα τα σκυλιά ν’ αλυχτούν
θρήνος και κλάμα ν‘ ακουστεί, να ξεραθεί η πλάση
νερό να μην ξανακελαρύσει πια, αλάτι κι άμμο οι θάλασσες να μείνουν,
αρπάξτε σιδεριές κι άγρια ραβδίστε τα τριαντάφυλλα
να πέσουνε τα πέταλα, να μαραθούν, να ξεραθούν,
τίποτα όμορφο ξανά να μην υπάρξει,
σβήστε όλα τα φώτα, φορέστε μωβ κορδέλα στ’ αστέρια,
μονάχα ένα κερί αφήστε αναμμένο, το φως του να είναι ωχρό
σκιές τη γη να τη γεμίσει, πιο σκοτεινή να είναι κι απ’ τον Άδη,
σπάστε τα ρολόγια ο χρόνος να παγώσει,
σχίστε τα ημερολόγια καμία εποχή να μην ξανάρθει
μονάχα για πάντα χειμώνας βαρύς και σκοτεινός, τον κόσμο να σκεπάσει