Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

Βυρητός πολιορκημένη / Ζαφειρίου Λεύκιος





Δεν μπορείς να κοιμηθείς Βηρυτό

πέφτουν μπόμπες και σου τσακίζουν τα πλευρά

μυλόπετρες αλέθουν το πρόσωπό σου

ενώ μπουλούκια από μαμελούκους τουρί­στες

χαζεύουν τις οθόνες των τηλεοράσεων

όπου πίθηκοι διαφημιστές στοιβάζονται

με πετρελαιοκάπηλους —

πού είναι οι εθελοντές του ισπανικού εμφύ­λιου

όταν γρανιτένια σκυλιά ουρλιάζουν

και κανένα τραγούδι δεν αντηχεί

ενώ προϊστορικές μούμιες κατά εκατομμύ­ρια

παίρνουν το μπρέκφαστ τους

σε πολυτελή ξενοδοχεία

δίπλα σε παραδεισένιες πλαζ —

Βηρυτός πολιορκημένη

Βηρυτός απομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου

Βηρυτός της μοναξιάς του Αρη Βελουχιώτη

και της χαμένης επανάστασης

μόνη κατάμονη δέχεσαι το θάνατο

την πείνα τη δίψα τους σκοτωμούς

Βηρυτό δεν έχεις άλλα νοσοκομεία

για τα ακρωτηριασμένα παιδιά σου

και τους πληγωμένους αρχάγγελους

της ελευθερίας

Βηρυτό η Παλαιστίνη αναπνέει μαζί σου

έρχονται βρυκόλακες από το Αουσβιτς

και επιθεωρούν τη μαζική πειθαρχία

χωρίς όνειρα

ενώ στην Αγιάναπα δέκα χιλιάδες τουρί­στες

επιβλέπουν τον αργό θάνατο σου

τσαλαπατώντας το Γρηγόρη Αυξεντίου

και τους Παλαιστίνιους φενταγίν

όμως ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός

με το μαύρο παλτό του

το ξέρει πως σου λέει μεγάλα

και πολλά η τρίσβαθη ψυχή σου

ενώ το λυπημένο πρόσωπό του ρεμβάζει

το φεγγαρόφωτο της αθανασίας

και τηλεγραφεί επειγόντως

στα δυτικά προάστιά σου Βηρυτό:

       μεγάλο πράμα η υπομονή



Βηρυτός Βηρυτός είμαι μαζί σου

τραγουδώντας τη Διεθνή με το θείο Λένιν

στα Χειμερινά Ανάκτορα

είμαι μαζί σου ψάχνοντας με κλεφτοφάνα­ρο

για τους φοιτητές που σήκωσαν

μια νέα ελπίδα το Μάη του '68

και σήμερα διευθυντές επιχειρήσεων

παραθερίζουν στο Μόντε Κάρλο

Βηρυτός είμαι μαζί σου

στο θάνατο στον πόνο

είμαι μαζί σου με τα τρύπια

παπούτσια του αρχάγγελου διοικητή

Τσε Γκουεβάρα

είμαι μαζί σου εδώ τώρα

αγρυπνώντας και χτυπώντας

τα πλήκτρα των πολυκατοικιών

μοιράζοντας έστω αυτό το ψεύτικο ποίημα

είμαι μαζί σου καταγράφοντας τη δική σου κραυγή —

Βηρυτός φρικιαστικό σύννεφο

σε περιβάλλει κι οι κυβερνήσεις

μπουρδολογούν από τα ραδιόφωνα

ενώ η μοναξιά σου τριγυρίζει ανάμεσά μας

«Το λάθος του χρόνου» : Ποιητική Συλλογή της Σόνιας Κούμουρου, εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία 2011

ως τυφλός

ο θάνατος ακυρώνεται
μόνο με θάνατο
έλεγες τότε
κι όταν το σκεφτόσουν
λυτρωνόσουν στη σκέψη
του δικού σου θανάτου
ελευθερία
δεν υπολόγισες σωστά
οι δρόμοι μπροστά σου
σχεδιάστηκαν τυχαία
χωρίς οδοδείκτες
κι εσύ ως τυφλός
άγγιζες τα πάντα
δεν έμαθες ποτέ σου
να φυλάγεσαι
ούτε να μετράς έμαθες
άνοιγες το νου σου
στις νέες εικόνες
κι ονειρευόσουν
ψεύτικες αλήθειες
ελευθερία
δεν πέθανες όμως
είσαι ακόμα εδώ
κι εκείνος ο θάνατος
ακόμα σπαράσσει
στο μυαλό σου
ποια ελευθερία
τώρα ούτε να πεθάνεις
δεν μπορείς
μάλλον μπορείς
αλλά δεν ξέρεις αν το θέλεις
για ποια ελευθερία
μου μιλάς
*
η κάμαρα

μια κάμαρα
όλη κι όλη
με τυφλά παράθυρα
και κλειδωμένες πόρτες
στο ταβάνι
κρεμασμένες οι μνήμες
στο πάτωμα
χαραγμένοι οι δρόμοι
και στους τοίχους
ζωγραφισμένα τα όνειρα
εσύ στο ενδιάμεσο
ζητάς ισορροπίες
χειρονομείς μιλάς γελάς
πονάς
μεγαλώνεις και μικραίνεις
υπάρχεις
ψάχνοντας την Αλήθεια
με τα χρόνια
οι μνήμες πληθαίνουν
τα όνειρα στοιχειώνουν
οι δρόμοι λιγοστεύουν
κατεβαίνεις
κάθε μέρα λίγο πιο κάτω
ώσπου οι δρόμοι
γίνονται τελικά τελεία
πάνω από το σώμα σου
ενώ οι μνήμες και τα όνειρα
εκφωνούν
τον επικήδειό σου
μέσα στην κάμαρα που έζησες

**
τόσο απλά;

το μισό του δέκα είναι το πέντε
του εκατό το πενήντα
του ενός κιλού το μισό κιλό
της πανσελήνου το μισοφέγγαρο
το μισό της αγάπης ποιο είναι;
κι αν μοιράσω ένα κουβάρι με κλωστή
τι θα έχω
θα έχω μισό κουβάρι κλωστής
ή κανένα κουβάρι
αλλά πολλές μικρές άχρηστες κλωστούλες
το μισό της αγάπης είναι το άχρηστο;
κι αν δέσω τις κλωστούλες;
ναι
μπορώ να έχω ξανά ένα κουβάρι
όχι το ίδιο
μα ένα άλλο
ένα μπερδεμένο κουβάρι
ανυπόφορα ασύμμετρο
τρομερά κακοπλασμένο
και εξίσου άχρηστο
το μισό της αγάπης είναι το άχρηστο;
κι αν μοιράσω το πάντα
θα καταλήξω στο κάποτε
ή στο ποτέ
ενώ αν μοιράσω το φως
θα μείνω στο μισοσκόταδο
ή στο μισόφως
οπωσδήποτε όμως
αν κόψω ένα επίσημο φόρεμα στη μέση
οριζοντίως ή καθέτως
μπαλωμένο δεν ξαναφοριέται
το μισό της αγάπης είναι το άχρηστο
κι αν το φορέσεις μένεις γυμνός
όχι μισόγυμνος
τόσο απλά
*
οι υπνώττοντες

ο φονιάς
έκανε βόλτες μέσα στην πόλη
ντυμένος θύμα
ξέρανε ότι είναι ο φονιάς
μα βλέπανε το θύμα
γιατί αυτό που φαινόταν
ήταν πιο εύκολο
απ’ αυτό που πονούσε
είναι τόσο ανάλαφρος
ο ύπνος
αυτών που συγχωρούν
αλίμονο
σ’ όσους θυμούνται
*
παγκοσμιοποίηση

οι παπαγάλοι
κατέλαβαν όλους τους δρόμους
με απίστευτη ευκολία
πολύξερα πουλιά
από την Ασία την Ευρώπη
την Αμερική την Αφρική
απ’ όλα τα μέρη της γης
ένα ασύνταχτο κοπάδι
σ’ όλες τις πόλεις της γης
παπαγάλοι
με ποικίλα χρώματα
πετούσαν στους δρόμους
κι όλο μιλούσαν μεταξύ τους
γέμισαν οι πόλεις
άγνωστες λαλιές μουσικές
χρώματα μυρωδιές
όλα ανάμιχτα
ένα απροσδιόριστο χαρμάνι
οι δικοί μας στόχοι
άστεγοι κι αμήχανοι
γραμμένοι σε γλώσσα κενή
σπουργίτια οι στόχοι μας
πνιγμένα στο γκρίζο τους χρώμα
πού να φανούν στα χρώματα
των παπαγάλων
ωστόσο
στην τελευταία σύναξή τους
αποφασίστηκε μεγαλόψυχα
η μετάλλαξη
των γκρίζων σπουργιτιών
σε παπαγάλους
ως σπουργίτι εγώ
ποτέ μου δεν κατάλαβα
γιατί χειροκροτούσαν
τα σπουργίτια
έτσι τώρα έχουμε
τους παπαγάλους
και τους σαν παπαγάλους
κι ανάμεσά τους κρυφά
λίγα μικρά σπουργίτια
σαν μαγιά

Σόνια Κούμουρου (μικρή αναφορά)

Η Σόνια Κούμουρου γεννήθηκε στη Λεμεσό.
Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές
  •  Παλιά και νέα φεγγάρια, 1998.
  •  Ο ενδιάμεσος χρόνος, 2001.
  • Ο οδοδείκτης, 2007.
  • Το λάθος του χρόνου, 2011.

οι ψίθυροι / Κούμουρου Σόνια

οι αγάπες
δεν χάνονται
γιατί οι αγάπες που έζησες
είναι οι σταγόνες ελέους
στην ώρα του πόνου σου
είναι το άρωμα της Μαγδαληνής
και το μύρο της Μαρίας
οι μεγάλες αγάπες
δεν χάνονται
γίνονται ψίθυροι
στο στόμα του Θεού
που σου μιλά
μην τις ξεχάσεις

γνώση / Κούμουρου Σόνια

όπως έμαθες να δέχεσαι
τις πλήρεις συμφορές
και να σιωπάς
μάθε να δέχεσαι
και τις μικρές χαρές
και να γελάς
κι ακόμα πιο πολύ
μάθε να στύβεις τον πόνο
μέχρι να στάξει γέλιο
τόσο αρκεί

άρνηση / Κούμουρου Σόνια


εμείς στο σκοτάδι
κι εσείς στο φως
ίσως πάλι
να είσαστε εσείς στο σκοτάδι
κι εμείς στο φως
ποιος ξέρει;
κάποτε οι άνθρωποι
μιλούσαν μεταξύ τους
με λόγια απλά
πετούσανε τις λέξεις
κι αυτές αβίαστα κυλούσαν
στα μέτωπα των άλλων
σαν σταγόνες
τις νύχτες εμείς κοιμόμαστε

κι εσείς συλλαβίζετε
παγωμένα ρήματα
σε μια τετράγωνη οθόνη
κι όταν εσείς κοιμάστε το πρωί
εμείς καταμετρούμε στο φως
τα ανεκπλήρωτα όνειρά μας
έτσι ο κόσμος
αναπτύσσεται ασύμμετρα
σε δύο όχθες
να
τώρα εμείς πονάμε
κι εσείς χαζεύετε βιτρίνες
κι όταν εσείς πονάτε
εμείς κοιτάμε αλλού
στον κυβερνοχώρο
σας φορτώνουν γνώσεις
με λαμπρότητα
και χαίρονται
αρνιόμαστε
μένουμε στις σκιές των βιβλίων
που αγαπήσαμε
μένουμε στις σιωπές των ανθρώπων
που μας μίλησαν
μένουμε σʼ έναν κόσμο
που χάνεται
κι ας χανόμαστε μαζί του
εσείς τρέξτε
πετάξτε φύγετε μακριά
η νέα ζωή σας ανήκει
δεν σας προλαβαίνουμε πια
κι ούτε θέλουμε
να σας προλάβουμε
αρνιόμαστε
γεια σας

Εν μου αρέσαν τίποτες.... / Κακκής Κυριάκος (Ποιητάρης)

«Εν μου αρέσαν τίποτες οι ασιημοί σας τρόποι.
φαίνεται πως η αντροπή που λλόου σας εκόπη.
Μα σταματάτε τζιαι κανεί,
ποδκιάντραποι,
ελεεινοί,

πέλεντροι, παλιαδρώποι».

ΣΤΗΝ ΜΑΝΑ ΕΛΛΑΔΑ / Κακκής Κυριάκος (Ποιητάρης)



Σαν ετζιοιμούμουν τζια μπροού, στο όρομά μου εία
τούτα που μας λαλούν τωρά, τούτα που αγροικούμεν
τζιαι πως μας αρωτήσασιν μάνα μ’ αν σ’αγαπούμεν.
Τζιαι μ’ έναν στόμαν είπαμε, όσ’ είμαστεν αντάμα
με έναν ενθουσιασμό τζι’ έτοιμοι για το κλάμα,
γιατί να μεν σε θέλουμεν, να μεν σε σεβαστούμεν,
ως μάναν μας χωρίς  εσέν, πού να εισακουστούμεν;
Δίχα τη μανα ποιος ιζιεί τζι εν’ ευχαριστημένος;
Αμάν εν’με τη μητριάν εν’ πικραναγιωμένος.
Ακούει λόγια φατσιητά πάντοτε που την θκειάν του
τζί έσιει έναν πόνον μέσα του τζιαι κλαι’ με την καρκιάν του

τζιαι κάθε ώραν μάνα μου, αχ μάνα μου φωνάζει
τζι άμα ΄ννα κόψει μόνος του, κλαίει τζι αναστενάζει.
Εν έσιει μάναν το παίδι τζι εν’ η καρκιά του μαύρη
τζιαι πατωμένη πείσματα τζιαι ζυμωμένη κάγρι.
Τζιαι τούτον εν το ίδιον, ούλοι να το σκεφτούμε,
την μάνα μας να θέλουμε τζιαι να την απαιτούμε.
Εν το λαλούμε φανερά, ‘μπόδίζει μας ο νόμος
αλλά εγιώ ελάλουν το στο όρομάν μου όμως.
Τες τελευταίες μου στιγμές πού ‘ννα ψυχομασιήσω
αγαπημένη μου πατρίς αθθύμιον ενν’ αφήσω.
Είπα που ‘ννα ψυχομαχώ, που ‘ννα ‘ρτω σ’ έτσι χάλι
ζήτω Ελλάς αθάνατη εννά φωνάξω πάλι.

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

Ζήνωνος Χρίστος Κ. (Μικρή αναφορά)

Ο Ζήνωνος Χρίστος Κ, γνωστός και ως Τάκης Ζούρκας, υπήρξε λαικός ποιητής από την Αραδίππου. Γεννήθηκε το 1937 και απεβίωσε το 2012. Ασχολήθηκε με τη λαική ποίηση από πολύ μικρός. Σημαντικό μέρος του έργου του ήταν εμπνευσμένο από τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-59. Την περίοδο αυτή εκτυπώνει τις παρακάτω ποιητικές φυλλάδες:

  • "Η δράσιςτηςΕΟΚΑ-Ζήτω η ΕΟ- ΚΑ" , 
  • "Αφιερωμένο προς τον ήρωα Μι- χαλάκην Παρίδην" και 
  • " Η δράσις και η θυσία του αειμνήστου ήρωος Πεττράκη Μ. Κυπριανού",το οποίο έγραψε και εξέδωσε σε συνεργασία με τον Αντρέα Μαππούρα, το 1959.

Εγιώνη θέλω αντίπαλο..../ Πανατσιάς – Κογκονιάς Γεώργιος (Ποιητάρης)


Εγιώνη θέλω αντίπαλο πόψε να τραουδήσω τσιέ να του δόκο μουστουνιές οσπου να τόν κερτίσω.
Επωλοπέτησες πολλά τσιέ επαρτό τσιέ χαπάρι Τσιέ βάλω σου στό στόμα σου διό πράτσα χαλινάρι.
Τούτο το ψεύτη τόν τουνιά εν τσιέ χαρησαμάς τον Εδώκαμας τον δανικόν τσιέ πάλε επήραμας τον.
Τούτο το ψεύτη τον τουνιά πιός εν νά τό κερτίση, Θά τον κερτίσουν τά βουνά τσιέ τό νερό που τρέχει.


πηγή: http://kypros.org/Occupied_Cyprus/marathovounos/article_4.html

Γεώργιος Πανατσιάς (βιογραφικά στοιχεία)

 Ο Γεώργιος Πανατσιάς ( Κογκονιάς ) γεννήθηκε 1888 και απεβίωσε το 1963 στό Μαραθόβουνο. Ήταν γεωργός στο επάγγελμα. Ασχολήθηκε με την λαική στιχοπλοκή των τσιατιστών και αποτέλεσε από τους αξιολογότερους λαικούς ποιητές της περιοχής του Μαραθόβουνου.  Ήταν παντρεμένος με τη Βασιλλού Καλόηρου απόκτησε δύο κόρες τή Χρυστάλλα καί τή Ανδριανή. Διακρίθηκε στους διαγωνισμούς τσιατιστών με τους  κοκκινοχωριάτες.

Ένα ποίημα και ένα Τσιατιστό του Γεώργιου Πανατσιά – Κογκονιά

Εγιώνη θέλω αντίπαλο 
πόψε να τραουδήσω 
τσιέ να του δόκο μουστουνιές 
οσπου να τόν κερτίσω.

Επωλοπέτησες πολλά 
τσιέ επαρτό τσιέ χαπάρι 
Τσιέ βάλω σου στό στόμα σου
διό πράτσα χαλινάρι.

Τούτο το ψεύτη τόν τουνιά 
εν τσιέ χαρησαμάς τον 
Εδώκαμας τον δανικόν 
τσιέ πάλε επήραμας τον.

Τούτο το ψεύτη τον τουνιά 
πιός εν νά τό κερτίση, 
Θά τον κερτίσουν τά βουνά 
τσιέ τό νερό που τρέχει.


***


 Εγιώ έπεπσα τσιέ φέρα μου ρύζη πού τή Ευρώπη 
Τσιέ καμά τό μαχαλεπί νά φάσει οι ανθρώποι.

Ξενής Πάτσαλος (βιογραφικό)

Ο Ξενής Πάτσαλος γεννήθηκε στις 4 Ιανουαρίου του 1901 στο Παραλίμνι Αμμοχώστου. Το επίθετο του Πάτσαλος αποτελούσε παρατσούκλι του πατέρα του Ανδρέα Πιερέττη, γιατί είχε γκρίζες κηλίδες στο πρόσωπό του. Για βιοποριστικούς κυρίως λόγους εγκατέλειψε από πολύ νωρίς το σχολείο και ασχολήθηκε με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Το έμφυτο ποιητικό του ταλέντο το ανέπτυξε και κέρδισε πολλά βραβεία σε διάφορους ποιητικούς διαγωνισμούς τσιαττιστών. Τα θέματα του τα αντλούσε από την αγροτική ζωή, την αγάπη, τα προβλήματα του κόσμου, τα εθνικά ζητήματα. Πέθανε στις 28 Φεβρουαρίου 1984


[Γέννημα νήλιου...] / Πάτσαλος Ξενής (Ποιητάρης)

Γέννημα νήλιου πού ΄ρκουμουν επέτουν φαινεσταί μου

ελάλουν εν παράδεισος τούτη ζωή, Θεέ μου.

Το μεσομέριν έπασκα να τη διασκεδάσω

τζι' ενόμισα πως έκαμα φτερά τζι' εν να πετάσω

τζιαί πού το παραδέχουμουν πως είχεν να γεράσω.

Τώρα εν ηλιοβούττημαν, για μεν εν να νυχτώσει

τζι' εν πρόκειται για λλόου μου να ξαναξημερώσει