Η χώρα μου με βαμμένα μαλλιά και μισό ξυρισμένο κεφάλι ξενυχτά σε υγρά υπόγεια μιας εποχής αλλόκοτης Αποστήματα λουφάζουν στο κορμί της κινήσεις ύποπτες περιφράζουν τ' άδυτά της δασίτριχα κρύβουν το πρόσωπό της
Τις Κυριακές κανένας δε θυμάται. Μόνο στα γήπεδα βιάζεται η Μνήμη όταν ο απολιθωμένος αχινός ψάχνει να ξαναβρεί τα χαμένα του αγκάθια
Τα πρωινά τις νύχτες σε κλαίω μες στο κλουβί της βεράντας μου όταν κανένας δεν βλέπει τα δέντρα να λικνίζουν το μοιρολόι σου βιγλίζοντας κατά το πέλαγο των Φοινίκων αρχαία γιουχαΐσματα να ξαναζωντανεύουν
Μια μέρα ο Θεός θ' αποφασίσει να κοιτάξει στα παλιά του συρτάρια χώρες στερημένες το νερό θα ψάχνει στο χάρτη μαύρες κηλίδες δακρυσμένες κορφές ήχους παράξενα νεκρούς κι ακτές με πανιά τσιμεντένια
Ως τότε κρατώ γερά την πικρή γεύση μιας δίσεκτης χρονιάς