το Φως
ντυμένο στα λευκά
βγαίνει σεργιάνι κάθε βράδυ στα σοκάκια
τα βήματά του στο πλακόστρωτο
του δειλινού καμπάνες
στη μνήμη μου ξυπνούν
φθινόπωρα και χειμωνιές ατέλειωτες
μα που στην πόρτα μου μπροστά εναποθέτουν
ολάνθιστα χρυσάνθεμα
σημάδι κάποιας άνοιξης που πάντα καρτερώ
μα που δεν καταδέχτηκε
έστω μια μαδημένη ανθοδέσμη
στην πόρτα μου μπροστά να εναποθέσει
ντυμένο στα λευκά
βγαίνει σεργιάνι κάθε βράδυ στα σοκάκια
τα βήματά του στο πλακόστρωτο
του δειλινού καμπάνες
στη μνήμη μου ξυπνούν
φθινόπωρα και χειμωνιές ατέλειωτες
μα που στην πόρτα μου μπροστά εναποθέτουν
ολάνθιστα χρυσάνθεμα
σημάδι κάποιας άνοιξης που πάντα καρτερώ
μα που δεν καταδέχτηκε
έστω μια μαδημένη ανθοδέσμη
στην πόρτα μου μπροστά να εναποθέσει
τα βήματά του στο πλακόστρωτο
κατάλευκα μαντίλια γλάρων π’ αρμενίζουν
στο γλαυκό βλέμμα της θάλασσας
δίπλα σε σκάφη γκρίζα με κόκκινα πανιά
που πάντα προγραμμάτιζαν τη ρότα τους
μα πάντα βρίσκαν κόντρα τον καιρό
κι ακόμα ψάχνουν
χρόνια τώρα
για να βρουν λιμάνι.
κατάλευκα μαντίλια γλάρων π’ αρμενίζουν
στο γλαυκό βλέμμα της θάλασσας
δίπλα σε σκάφη γκρίζα με κόκκινα πανιά
που πάντα προγραμμάτιζαν τη ρότα τους
μα πάντα βρίσκαν κόντρα τον καιρό
κι ακόμα ψάχνουν
χρόνια τώρα
για να βρουν λιμάνι.
Ποιητική Συλλογή: «ΦΩΣ ΕΚ ΦΩΤΟΣ», 1994