Απόμακρα, μες στη νύχτα
η γη με τους Σταυρωμένους
- Άραγε τους μέτρησε ποτέ κανείς;
και το κτύπημα της καμπάνας
σαν μια αιώνια, σάπια πληγή
αναγγέλλει τα όνειρα που έμειναν για πάντα ανάπηρα.
Τα λόγια μου χάνονται μέσα στο πόνο
κι ο αδελφός μου χορεύει ένα ζεϊμπέκικο,
έχει ανοιγμένα τα χέρια σαν φτερούγες
και το κεφάλι ψηλά, κοιτάει απέναντι
- Το χάραμα θα ανέβω το Γολγοθά και θα χορέψω ένα Ζάλογγο
φωνάζει και η φωνή του τρίζει σαν σπασμένο γυαλί.
Μας κέρασε με μια φέτα χαμόγελο
- δεν έχω τίποτα άλλο έξω απ’ το χαμόγελο, αδέλφια μου.
Βρόντηξε πίσω του τη πόρτα
και μας άφησε μέσα στη νύχτα
να ψάχνομε για την χαμένη μας ανθρωπιά.
η γη με τους Σταυρωμένους
- Άραγε τους μέτρησε ποτέ κανείς;
και το κτύπημα της καμπάνας
σαν μια αιώνια, σάπια πληγή
αναγγέλλει τα όνειρα που έμειναν για πάντα ανάπηρα.
Τα λόγια μου χάνονται μέσα στο πόνο
κι ο αδελφός μου χορεύει ένα ζεϊμπέκικο,
έχει ανοιγμένα τα χέρια σαν φτερούγες
και το κεφάλι ψηλά, κοιτάει απέναντι
- Το χάραμα θα ανέβω το Γολγοθά και θα χορέψω ένα Ζάλογγο
φωνάζει και η φωνή του τρίζει σαν σπασμένο γυαλί.
Μας κέρασε με μια φέτα χαμόγελο
- δεν έχω τίποτα άλλο έξω απ’ το χαμόγελο, αδέλφια μου.
Βρόντηξε πίσω του τη πόρτα
και μας άφησε μέσα στη νύχτα
να ψάχνομε για την χαμένη μας ανθρωπιά.