1
Μέσα στο Βατοπαίδιον,
αν βκάλουν έτσι σκέδιον,
φέτη το καλοτζιαίρι,
σε θρόνον να με βάλουσιν,
γούμενον να με κάμουσιν,
να μου φιλούν το σιέρι,
ούλα χαμνώ τα του βουνού,
άμα μου πει η Ελενού,
εν να γινούμεν ταίρι.
Μέσα στο Βατοπαίδιον,
αν βκάλουν έτσι σκέδιον,
φέτη το καλοτζιαίρι,
σε θρόνον να με βάλουσιν,
γούμενον να με κάμουσιν,
να μου φιλούν το σιέρι,
ούλα χαμνώ τα του βουνού,
άμα μου πει η Ελενού,
εν να γινούμεν ταίρι.
2
Τα σιείλη σου εν ζάχαρης,
οι ρόγες σου εν μέλη,
τζι’ ολόκληρον το σώμα σου,
των μελισσιών κυψέλη.
Τα σιείλη σου εν ζάχαρης,
οι ρόγες σου εν μέλη,
τζι’ ολόκληρον το σώμα σου,
των μελισσιών κυψέλη.
3
Σ’έναν ποτζίν μιτσικουρίν,
να βάλω μέσα νακκουρίν,
αν μου το επιτρέπει,
που το νερόν πουν να νιφτεί,
όποιος τυφλός θα τ’αλειφτεί,
εφτείς θα ξαναμπλέπει.
Σ’έναν ποτζίν μιτσικουρίν,
να βάλω μέσα νακκουρίν,
αν μου το επιτρέπει,
που το νερόν πουν να νιφτεί,
όποιος τυφλός θα τ’αλειφτεί,
εφτείς θα ξαναμπλέπει.
4
Άμα μου είπεν καθαρά, καλέ μον να πεθάνω,
γιατ’ έχω όγκον στο κορμίν τζιαι δεν μπορώ να γιάνω,
έπιασενμε μια τρεμουσιά,
τζιαι νόμισα η στιασιά,
πως έππεφτεν που πάνω.
Άμα μου είπεν καθαρά, καλέ μον να πεθάνω,
γιατ’ έχω όγκον στο κορμίν τζιαι δεν μπορώ να γιάνω,
έπιασενμε μια τρεμουσιά,
τζιαι νόμισα η στιασιά,
πως έππεφτεν που πάνω.
5
Αν με δακκάσει μια κουφή,
τζιαι κάμει τζιει, πως εν να φει,
θα την ευκαριστήσω,
γιατί αφού μ’αρνήθηκες,
τζιαι δεν με ελυπήθηκες,
εν θέλω πιον να ζήσω,
όμως θα κάμω μιαν ευτζιήν,
για σέναν κόρη την κατζιήν,
προτού να ξεψυσιήσω,
άμα το σώμαν μου ταφεί,
έτσι τζιαι σέναν μια κουφή,
να σε βουρά που πίσω.
Αν με δακκάσει μια κουφή,
τζιαι κάμει τζιει, πως εν να φει,
θα την ευκαριστήσω,
γιατί αφού μ’αρνήθηκες,
τζιαι δεν με ελυπήθηκες,
εν θέλω πιον να ζήσω,
όμως θα κάμω μιαν ευτζιήν,
για σέναν κόρη την κατζιήν,
προτού να ξεψυσιήσω,
άμα το σώμαν μου ταφεί,
έτσι τζιαι σέναν μια κουφή,
να σε βουρά που πίσω.
6
Να δέχετουν να μ’έπαιρνεν, κοντά της σαν αρκάτη,
τζι’η πιερωμή μου ναν φιλιά,
νάμαι παιδίν του βασιλιά,
αρνιούμαι το παλάτι.
Να δέχετουν να μ’έπαιρνεν, κοντά της σαν αρκάτη,
τζι’η πιερωμή μου ναν φιλιά,
νάμαι παιδίν του βασιλιά,
αρνιούμαι το παλάτι.
7
Τηλέφωνον μου χτύπησεν, τζι’είπεν πως με πεθύμησεν,
κοντά της τουν τες ώρες,
τζι’ευτείς στα βούρη έππεσα,
τζι’όπως εβούρουν έρεσσα,
τζιαι κάρα τζιαι μοτόρες.
Τηλέφωνον μου χτύπησεν, τζι’είπεν πως με πεθύμησεν,
κοντά της τουν τες ώρες,
τζι’ευτείς στα βούρη έππεσα,
τζι’όπως εβούρουν έρεσσα,
τζιαι κάρα τζιαι μοτόρες.
Χαμπής Αχνιώτης