Τάσσου Θάλεια
I
Ήμουν εκεί,
στ’ ακρογιάλια της Πάφου
την είδα ν’ αναδύεται απ’ τους αφρούς
την ώρα που έδυε ο ήλιος
πίσω από την Πέτρα του Ρωμιού.
Ύστερα την πήγαν
και την έστησαν
σ’ ένα μουσείο
στη Νέα Υόρκη
τα βράδυα χόρευε
το χορό της κοιλιάς
σε τραπέζια πλουσίων.
Αυτή την ξέρω
μου ψιθύρισε στ’ αυτί
ένας Έλληνας μετανάστης
μας την έκλεψαν οι Εγγλέζοι
όταν κατέλαβαν το νησί
τώρα προσπαθούμε
να την πάρουμε πίσω
με την καινούργια κυβέρνηση
υπάρχουν ελπίδες
η καινούργια υπουργός Πολιτισμού
θα κάνει το παν
θα φτάσει μέχρι και τον ΟΗΕ
λένε πως κοιμήθηκαν
πολλές φυλές στο κρεβάτι της
είναι όμως ακόμη ωραία
δεν μας την πήραν τυχαία
II
Χτες την είδα και τη λυπήθηκα
όταν έφευγε απ’ τη δουλειά
είχε τα μάτια ολόμαυρα
από την αϋπνία
ήταν άβαφτη
μου φάνηκε γερασμένη
της είπα
γεια σου πατριώτισσα
κι αυτή μουρμούρισε κάτι
μισά ελληνικά
μισά αγγλικά
(κάτι παράξενα ελληνικά)
ισιώνοντας το μαντήλι
που είχε στους ώμους της
θέλω να πάω στην Πατρίδα
μουρμούρισε τουρτουρίζοντας
έχω δισκοπάθεια
κι αρθριτικά
το παιδί μου υποφέρει
από άσθμα
έχω ανάγκη από ήλιο
είπε ο γιατρός
προτού όμως φύγω
πρέπει ν’ αγοράσω
το γούνινο παλτό
που ονειρεύομαι χρόνια
πώς μπορώ να πάω
χωρίς αυτό
στην Πατρίδα
πάρε με μαζί σου
απόψε
πατριώτη
φοβάμαι
τους εφιάλτες
τα βράδυα
τις κατσαρίδες
και τα ποντίκια
III
Όταν έφτασαν στο λιμάνι
ήταν όλα κάτασπρα
οι Ελληνίδες
χτυπιόντουσαν
κι οι Ιταλίδες
ξερίζωναν τα μαλλιά τους.
Στο σπίτι του πατέρα μου
στο καρτιέ Σεν Ανρί
εκεί που πήγα να πάρω
το γάλα απ’ τη ντουλάπα
τρόμαξα.
Μια τεράστια νυφίτσα
ασήμιζε στο φεγγαρόφωτο
κι όταν άναψα το φως
είδα πως κατσαρίδες
περπατούσαν επάνω μου
κι από τότε
παραμιλώ στον ύπνο μου
από τότε
ονειρεύομαι να φύγω
απ’ αυτό τον τόπο
IV
Τη συνάντησα
στη στάση
του λεωφορείου
παρά λίγο να
μη τη γνωρίσω
έμοιαζε με τις
κούκλες που βάζουν
στις βιτρίνες
Αφροδίτη του Βορρά
τυλιγμένη
στη ζεστή της γούνα
πώς ένοιωθε άραγε
εκεί μέσα
προσπάθησα
να ξαναβρώ
τις ρυτίδες
που πρόσεξα
εκείνο το βράδυ
στο πρόσωπό της
ήταν μακιγιαρισμένη
και το γούνινο
καπέλο
έκρυβε το μισό της
μέτωπο!
V
Στο σαλόνι της
έχει τις ομορφότερες
πορσελάνες του κόσμου
γεμάτες ασημικά
οι βιτρίνες της
οι τοίχοι του σπιτιού της
στολισμένοι με κάντρα
κεντρημένα απ’ τα χέρια της
η φρίζα της
γεμάτη με του πουλιού
το γάλα
απέκτησε και χρώματα
και πολλά
ηδονικά μυρωδικά
έχει ένα γάτο
που το λένε Φιοντόρ
εργάζεται χόστες
στο ξενοδοχείο Κουίν Ελίζαμπεθ
τις προάλλες
γύρισε κατάμαυρη
απ’ το Μπαρμπέϊτος
VI
Το μασίνι,
πάλι το μασίνι
στο μασίνι
οι ίδιες κινήσεις
κάθε μέρα
κάθε ώρα
κάθε λεπτό
κάθε δευτερόλεπτο
και το βράδυ
σκέφτεται
το καινούργιο
φόρεμα που θα
ράψει
με το καινούργιο
πατρόν
ράβει καμιά
δεκαριά
καινούργια
φορέματα
το μήνα
πώς θα μπορούσε
να παρουσιαστεί
στην εκκλησία
με το ίδιο φόρεμα
την Κυριακή;