Ειμ’ εγώ λεξουλοπλαθομπίχτης
μα κι όψιμος ευτραπελοαλγοπνίχτης.
Ειμ’ εγώ ιλαροτραγωδιοποιός
για ‘σένα όμως φάρος κι οδηγός.
μα κι όψιμος ευτραπελοαλγοπνίχτης.
Ειμ’ εγώ ιλαροτραγωδιοποιός
για ‘σένα όμως φάρος κι οδηγός.
Κουνουπομελισσόσφηκα το ποίημα αυτό,
να το γράψω ήθελα από καιρό.
Την οργή να διώξω άνωθεν
και εξηγούμε αμέσως κάτωθεν:
να το γράψω ήθελα από καιρό.
Την οργή να διώξω άνωθεν
και εξηγούμε αμέσως κάτωθεν:
Έλληνα περνιέσαι ως γνωστόν
πως δρας με τ΄αψηφολογικοθυμικόν.
Έλληνα εσύ σκουντουφλοπέφτουλα
και κουτομυαλοψεύτουλα.
πως δρας με τ΄αψηφολογικοθυμικόν.
Έλληνα εσύ σκουντουφλοπέφτουλα
και κουτομυαλοψεύτουλα.
Φίλε μου τάχα ηθικοταγμένε,
στ’ αλήθεια όμως οδοντονυχοκαλοβαλμένε.
Έλληνα εσύ αυταδελφοκακόφρονε,
και λίαν προστυχοτσεπόφρονε.
στ’ αλήθεια όμως οδοντονυχοκαλοβαλμένε.
Έλληνα εσύ αυταδελφοκακόφρονε,
και λίαν προστυχοτσεπόφρονε.
Των άλλων μεγαλοπαράφρονας
και κοσμοδοξασμένος,
στ’ αλήθεια όμως άφρονας
και τρισκαταραμένος.
και κοσμοδοξασμένος,
στ’ αλήθεια όμως άφρονας
και τρισκαταραμένος.
Σ’ όλους λοιδορομίσητος
και πάντοτε ριγμένος,
κατάντησες αγάπη μου
στον βούρκο βουτηγμένος.
και πάντοτε ριγμένος,
κατάντησες αγάπη μου
στον βούρκο βουτηγμένος.
Στους ξένους σκύλους γίνεσαι
ευθύς συγχωροχάρτι.
Σε ‘μένα όμως γίνεσαι
το σάπιο το κατάρτι.
ευθύς συγχωροχάρτι.
Σε ‘μένα όμως γίνεσαι
το σάπιο το κατάρτι.
Κύων και λέων γίνεσαι
στ’ αδέλφι σαν ορμίζεις·
τις σάρκες και τα κόκκαλα,
αλλήθωρα του σκίζεις.
στ’ αδέλφι σαν ορμίζεις·
τις σάρκες και τα κόκκαλα,
αλλήθωρα του σκίζεις.
Ανάθεμα σε φάτσα μου
και στραβομαναδελφοράτσα μου.
Με ‘σένα πάντα μένω εδώ
Μ’ ανάστα, πόλεμο και μ’ εμπαιγμό.
και στραβομαναδελφοράτσα μου.
Με ‘σένα πάντα μένω εδώ
Μ’ ανάστα, πόλεμο και μ’ εμπαιγμό.
Έλληνα μου,
Κλείνω προς το παρόν εδώ.
Κέφι δεν έχω πια εγώ.
Καθόλου δεν αλλάζεις…
Μια ζωή θα μας
Τυφλοσκοινοβατοκουτρουβελολυκοβελάζεις
Κέφι δεν έχω πια εγώ.
Καθόλου δεν αλλάζεις…
Μια ζωή θα μας
Τυφλοσκοινοβατοκουτρουβελολυκοβελάζεις