Το είχε
αποφασίσει καιρό,
να κάμει το
ωραίο γλυκό της Κυριακής,
να τρατάρει
τις γειτόνισσες, να κλείσει δέκα στόματα.
Δεν άντεχε τα
πειράγματά τους για την άτεχνη μαγειρική της
Ότι θυμόταν
μέσα στη στεναχώρια από τα μαγειρέματα της γιαγιάς
Μα θα άνοιγε
και κάποιο σχετικό μικρό βιβλίο.
Τα πρώτα υλικά
της ήτανε γνωστά.
Σημείωσε
σαλιώνοντας την άκρη μολυβιού:
Διακόσιες
ολόκληρες λέξεις.
Συνδέσμους
κατά την κρίση της.
Να προσέχει
τους διφθόγγους.
Και το τελικό
ν. Όπως την νίκη.
Τόνους και
άλλα σημεία στίξης, τα προβλεπόμενα.
Μολύβι, Χαρτί,
μαγιά ζωής .
Για το σιρόπι:
Λίγο
ηλιοβασίλεμα ,δείλι, κάποια δάκρυα μοναξιάς,
ίσως
αποχωρισμού, ένας καθρέφτης, σύννεφα, σκόνη
πέτρες, ένα
μικρό σπιτάκι στην άκρη της πόλης
και ζάχαρη,
πολύ ζάχαρη
να γλυκάνει το
μέσα της απ΄ τα κατακάθια των καφέδων στο πεζούλι.
Τα ανακάτεψε
καλά,
καθώς ο
συγγραφέας μα, και η φωνή της γιαγιάς προστάζανε.
Άλειψε μ΄
αρωματικό βούτυρο τη λαμαρίνα,
προθέρμανε τον
φούρνο, με ξύλα από το βουνό.
Άλλαξε σκέψη,
τα ΄ψησε στον
ήλιο της αυλής της.
Το ωραίο γλυκό
δεν πέτυχε
Είχε ξεχάσει
να βάλει την ψυχή της.