Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗΝ ΤΗΛΛΥΡΙΑ / Λυκαύγης Άνθος

Γαρούφαλα ολοπόρφυρα, κορμιά πυροκαμένα, 
ανάσες όλο θάνατο της προδομένης γης
θρύψαλα, σάρκες όμορφες στο πόνο ζυμωμένα, 
το μοιρολόι της Τηλλυριάς, προζύμι της οργής. 

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ / Λυκαύγης Άνθος

Ερατεινή, Πάλευκη μνήμη της γης μου, 
γείρε στοχαστικά κι απόθεσε φίλημα
στις καρδιές που σηκώνουν την ιστορία σου. 

Μου το 'παν οι νεράιδες

[Κι έτσι έπιναν ...]

Κι έτσι έπιναν κ΄έτσι έτρωγαν αράδα ολημερίς, 
από τα σπίτια τους χωρίς 
να φέρνουν τίποτα κι αυτοί γιατί είχεν ο Αγαμέμνονας 
φροντίσει για όλα από ενωρίς. 

[Και με τον ούριον άνεμο..]

Και με τον ούριον άνεμο και τη γαληνεμένη 
τη θαλασσαν ο Αλέξανδρος φτάνει απ΄τη Σπάρτη στο Ίλιο
- γοργό ταξίδι τριήμερο - φέρνοντας την Ελένη

Ο ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ ΚΑΙ Η ΜΟΡΦΟΥ (επιστημονική ημερίδα)


Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Η ένδοξη


Κυκλοφοράς σαν φάντασμα στο κέντρο της πόλης.
Η περιφέρεια δε θα σ’ άντεχε
στο κέντρο πάντα κρύβονται οι κατατρεγμένοι.
Σ’ ένα παλιό καμαράκι μου ’δειξαν πως μένεις
στο νοίκι κι αυτό σαν τα όνειρά σου.
Περιφερόμενο λείψανο κατάντησες.
Τα βλέμματα των περαστικών
αναρωτιούνται πώς και δεν πέθανες ακόμη;
Μα εσύ εκεί, κάθε μέρα εκεί
να θυμίζεις στον κάθε καλό οικογενειάρχη
μια στιγμή δικής του και δικής σου ματαίωσης,
κάθε εφήβου την πρώτη του λαχτάρα
χωρίς ίχνος έρωτα.
Μηχανικά, γρήγορα, αηδιαστικά.
Το πρόσωπό σου δεν μαρτυρά καμιά ομορφιά
κι ας λένε οι άλλοι.
Θα το ’χουν αγγίξει
όπως το σώμα σου πολλοί.
Δεν ξέρω αν ένιωσαν ποτέ για σένα.
Τώρα μονάχα περιφέρεσαι, να μας θυμίζεις.

Συνάντηση ψυχών


Οι ζωές μας σε κοινή τροχιά.
Οι έρωτές μας,
λάθη που μας μαστίγωσαν.
Η ευτυχία,
όνειρο που ψάχναμε σ’ όλη τη διαδρομή
πάντα με τη θυσία της αγάπης.
Αφήσαμε το παρελθόν να εισβάλει
διότι δεν το συγχωρέσαμε,
θελήσαμε να τ’ αλλάξουμε.
Αυτό δε δέχθηκε
και έτσι ζήσαμε με το φόβο της καταστροφής.

Νυχτερινή διαδρομή


Αιμορραγούν οι μέρες μακριά σου
και γω μες στης ζωής μου το δίπολο προχωρώ.
Αυτό της ζωής και του θανάτου,
αυτό του έρωτα και της απόγνωσης.
Θύμησή μου το χαμόγελό σου,
καθρέφτισμά του
τα φρεσκοποτισμένα μου μάτια…
Φοβάμαι μάτια μου τον αντίλαλο της σιωπής,
την αδειανή σκέψη, το ξεφτισμένο συναίσθημα.
Φοβάμαι μην έρθουν μέρες
που δε θα ματώνω πια για σένα.

Νοσταλγικός χρόνος


Οι πόρτες έκλεισαν,
τα παράθυρα σφραγίστηκαν,
οι κήποι ξεράθηκαν.
Φέτος το σπίτι σου
δε γέμισε μυρωδιές του Πάσχα.
Η αγάπη έπαψε να ζει
στο καταφύγιο των παιδικών μου χρόνων.
Τούτες τις Άγιες μέρες
ο χρόνος σταμάτησε
στον επιτάφιο του Χριστού.
Την Ανάσταση, τη ζούσαμε μαζί…

Στη γιορτή σου


Σήμερα θα γέμιζα την αγκαλιά σου με λουλούδια.
Θα χωνόμουν μέσα της για να μου πεις ευχαριστώ,
να με φιλήσεις μ’ αγάπη, να σε δω να γελάς.
Αντί γι’ αυτό μαρτυράω το χρόνο,
αυτόν που δεν έμελλε να ’μαστε μαζί.
Αντί γι’ αυτό ήρθα και πέταξα δυο γαρύφαλλα
σ’ ένα κομμάτι γης
αφιλόξενο, ξένο.
Θα λιώσουν κι αυτά σε λίγες μέρες
σαν τις ζωές που θάφτηκαν,
σαν τις ζωές που έμειναν να μαρτυράνε τη φθορά.

Με τη δικιά σου σκέψη


Ψάχνω δυο σου λόγια
να σκεπάσουν τη μοναξιά.
Να πείσουν τον θάνατο να μη με βρει νεκρό
και να ζω
μέχρι τη μέρα του τέλους.
Να μη σκοτώσω το χρόνο
μα να με σκοτώσει η φθορά του.
Να μην καταδεχθώ για τη δική μου ζωή
λίγο χώμα και δυο καλές κουβέντες
που θα σβήσουν στον άνεμο.

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

΄ΓΡΑΦΟΥΜΕ / Κανάκης Άντης

Κάτω  από τα πεύκα 
                                 και τις χαρουπιές 
Μέσα στα αντίσκυνα 
                                με μουσική τη βροχή 
Και τον άνεμο να μπαινοβγαίνει 
                                  από τις χαραμάδες.
Γράφουμε ποιήματα 
           ν΄ ανάψουμε μια σπίθα 
           στη στάχτη των ονείρων μας. 

Ο δολοφόνος Ποιητής



Κάποιες νύχτες σκοτεινές, το φεγγάρι γυρίζει την πλάτη, 
τα παράθυρα στις γειτονιές κλείνουν με δύναμη και κρότο , 
και βάζει αυτός τα καλά του. 
Τίποτα το ιδιαίτερο δηλαδή. 
Εκείνο το ξεφτισμένο (πλέον) γαμπριάτικο κουστούμι
με το άσπρο λουλουδάκι στο πέτο και 
την σκιά στο μέρος της καρδιάς, 
μια γυναικεία σκιά που περίμενε χρόνια να δει τη σκιά της. 
Τέτοια παγωνιά δεν είχε ξανασυναντήσει πάνω του. 
Μια σκιά που έγινε φύλλο και πετούμενο.
Γύρω από το μαύρο ζωνάρι, 
ένα κοφτερό μαχαίρι, πιστόλι, πέννα και τεφτέρι. 
Πάντα έγραφε. Ήταν καλός έτσι πίστευε. 

Κείνες τις σκοτεινές νύχτες, 
που το νανούρισμα της μάνας δεν έφτανε ποτέ στα αυτιά του, 
σύχναζε στους φιδίσιους δρόμους του κήπου 
με τα κυπαρίσσια και τις γερασμένες συκιές  και σκότωνε. 
Σκότωνε απλά με μαεστρία και σεμνά. 
Χαμήλωνε τα γαλανά του μάτια. 
Κοίταζε πάντα το φίδι να σέρνεται. 
 Η πράξη του μέσα στην τιμιότητα του φόνου. 

Κείνες τις σκοτεινές νύχτες που το φεγγάρι του γύριζε την πλάτη
Αυτός έκρυβε τους αδικοχαμένους πίσω από τις λέξεις. 
Και πάντα επέλεγε μεγάλες λέξεις με πολλά γράμματα. 
Να σύρει πίσω τους,  όσους περισσότερους μπορούσε. 
Ευτυχώς,  τα γράμματα είχαν πολλές γωνίες, κρυψώνες καλές 
απόρθητες στους τυμβωρύχους.

Άφηνε  στο μέσο της κλειστής τους παλάμης ένα δικό του μικρό ποίημα, 
σαν αυτά που γράφονται κατά δεκάδες στις  μυστικές ώρες των ποιητών 
και που ποτέ δεν θα δουν την μοίρα της δόξας να επαληθεύεται
που  ποτέ δεν  θα δουν το φως του ήλιου να τα φέγγει 
παρά, ένα σκότος στο βαθύ του συρταριού. 


 Τι όμορφη που είναι η ζωή, 
όταν γελάμε και κλαίμε, 
υψώνουμε ποτήρια με μπρούσκο κρασί,
« εις την υγεία σας» λέμε...  

Μα κάποιοι υποφέρουν και στέκονται εκεί, 
στις πίσω σελίδες, 
σαν θέαμα που δίνεται 
σε άδειες κερκίδες.....

Δεν τον πιάσανε ποτέ.
Δεν έκανε τέλεια εγκλήματα, μα δεν τον συλλάβανε  ποτέ. 
Είχε  ετοιμάσει και σχετικούς λόγους. 
Θα σήκωνε το δεξί χέρι με το δείκτη υψωμένο
Θα μιλούσε με στόμφο 
Θα έλεγε μιλώντας στον εαυτό του

«Γιατί καταραμένε ποιητή, δεν σκότωσες και μένα; 
Που είναι η δύναμη της θανατερής λέξης σου;  
Ποιο είναι το μαύρο γράμμα που θα με θάψεις; 
Σε ποια γωνιά τους θα χτιστεί ο ασύλητος τάφος μου;»

Κι ύστερα θα πέσει ολάκερος στο μελάνι 
μαζί με το μαχαίρι, το πιστόλι, την πέννα και το τεφτέρι»


(βραδυνή ενασχόληση,.... με την έρμη την ποίηση)

Λάρνακα 12 Νοε 2014

Φθινόπωρο / Πενταράς Νίκος

Μας ήλθε το Φθινόπωρο χλωμό
μαδήσανε του κήπου τα λουλούδια
τα φύλλα στήσανε χορό τρελό
και των πουλιών σώπασαν  τα τραγούδια

Τον ουρανό σκεπάζει συννεφιά
και βουρκωμένος τώρα μας κοιτάζει
το δάκρυ απ’ την υγρή του τη ματιά
στη διψασμένη γη βροχούλα στάζει

Η θάλασσα με γκρίζα φορεσιά
στα βράχια με παράπονο βουίζει
και στα κλαδιά των δέντρων τα γυμνά
τ’ αγέρι μελαγχολικά σφυρίζει

 Φθινόπωρο! μια θλίψη στην καρδιά
μα τα χρυσάνθεμα που τώρα ανθίζουν
σαν μας κοιτάνε χαμογελαστά
την άνοιξη και τη χαρά θυμίζουν.


(από την ποιητική συλλογή για παιδιά "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΜΟΥ ΞΕΚΙΝΑ", 1987)