Στάθηκε μπροστά από τον
μεγάλο, λευκό καμβά που περίμενε το άγγιγμα που θα τον μεταμόρφωνε. Τα χρώματα,
άτακτα διασκορπισμένα πάνω στην ξύλινη παλέτα, αδημονούσαν να επιλεγούν από το
πινέλο, που για αρκετές μέρες παρέμενε ακίνητο στη θέση του. Το μυαλό του είχε
κολλήσει. Η έμπνευση ήταν ανύπαρκτη.
Κοίταξε έξω από το
παράθυρο. Ένα μουντό, άχαρο χρώμα απλωνόταν παντού. Γκρίζες φιγούρες με
καχύποπτα βλέμματα διέσχιζαν με επιφύλαξη τους δρόμους. Μαυροφορημένες γυναίκες
περπατούσαν αργά, καθώς ο πόνος που έσερναν πίσω τους ήταν αβάσταχτος. Κάποια στιγμή,
φάνηκε μια μάνα που κρατούσε το βρέφος στην αγκαλιά της. Εκείνο, έκανε να κλάψει μα δεν πρόλαβε. Η λεπτοκαμωμένη παλάμη
της μάνας του έκλεισε το στόμα. Το εναγώνιο βλέμμα της πλανήθηκε στον δρόμο
καθώς το βήμα της επιταχυνόταν. Ο εμφύλιος είχε κάνει θεαματικά αισθητή την
παρουσία του σε κάθε σημείο της σακατεμένης κοινωνίας. Κι ας είχε μπει για τα
καλά η Άνοιξη. Κι ας προσπαθούσε η φύση να ξεπετάξει που και που έγχρωμες
πινελιές. Κανείς δεν νοιαζόταν. Το μόνο που έβλεπαν μπροστά τους ήταν το μαύρο
και το γκρίζο…
Το θέαμα τον γέμισε
μελαγχολία. Η στειρότητα που ενέπνεε η όλη ατμόσφαιρα τον έκανε να ασφυκτιεί. Η παραγγελία είχε γίνει πριν από
τέσσερις ολόκληρους μήνες. Η παγκόσμια έκθεση πλησίαζε και το μεγάλο πανί
εξακολουθούσε να στέκει μπροστά του κενό. Μελαγχόλησε. Ο δείκτης του ρολογιού
συνέχιζε την κυκλική του πορεία.
Σκέφτηκε τους εφιάλτες
που έβλεπε τα τελευταία βράδια. Οι φρικιαστικές σκηνές του πιο πρόσφατου
αποτρόπαιου εγκλήματος, που είχε διαπραχθεί εις βάρος του άμαχου και ανυπεράσπιστου
πληθυσμού της μικρής πόλης, στοίχειωναν τα όνειρά του. Σκηνές βίας,
απελπισμένες σιωπές, εκτρωματικά όντα, αποκυήματα μιας αρρωστημένης φαντασίας, συνέθεταν τους μακάβριους εφιάλτες
που συντρόφευαν τα βράδια του.
Η αναπόληση τού εφιάλτη
τον συγκλόνισε. Ένιωσε το κεφάλι του να βαραίνει, να γίνεται ασήκωτο.
Προσπάθησε να διώξει την απαίσια εικόνα που είχε σφηνωθεί πεισματικά στο μυαλό
του. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στον στόχο του. Στον στόχο, που για τέσσερις
ολόκληρους μήνες παρέμενε ανεκπλήρωτος…
Κοίταξε με απελπισία
τον άδειο καμβά που τον κοιτούσε κατάφατσα. Διάφορες περίεργες μορφές είχαν
αρχίσει να διαγράφονται πάνω του. Το μολύβι, που για αρκετή ώρα συνόδευε
παθητικά την παλάμη που το φιλοξενούσε, άρχισε να ακολουθεί τις περίεργες
γραμμές που άφηναν οι αλλοπρόσαλλες μορφές στο πέρασμα τους. Οι κινήσεις
βιαστικές αλλά επιδέξιες. Κινητήρια
δύναμή τους το πάθος, που έμοιαζε με αρρωστημένη μανία.
Πήρε να βραδιάζει αλλά
δεν τον ένοιαζε καθόλου. Η σιωπηλή παρουσία τού χλωμού φεγγαριού του αρκούσε. Ο
ύπνος ήταν μία έννοια που δεν πέρασε καθόλου από το μυαλό του. Εξάλλου, τις
τελευταίες μέρες είχε καταστεί ένα ανώφελο και εξαντλητικό μαρτύριο.
Οι πρώτες αχτίδες, που
εισέβαλαν απρόσκλητες στο στενόχωρο δωμάτιο, τον έφεραν αντιμέτωπο με το
δημιούργημά του. Το απομεινάρι τού μολυβιού κειτόταν σαν σβησμένο αποτσίγαρο
στο πάτωμα. Δεν μπορούσε να πιστέψει εκείνο που αντίκριζε. Ο εφιάλτης στεκόταν
εκεί, μπροστά του, ολοζώντανος!
Άφησε την ματιά του να
περιπλανηθεί πάνω στο δημιούργημά του. Στο κέντρο, ένα αλλόκοτο, αφηνιασμένο
άλογο κάλπαζε εγκάθειρκτο επιτόπου, σφαδάζοντας από τον πόνο που έμοιαζε ατέρμονος. Ο λαός, ο βασανισμένος λαός, σε
ένα εναγώνιο, μάταιο εγχείρημα. Διαμελισμένα σώματα, άτακτα σκορπισμένα.
Δύσμορφα πρόσωπα, με την τρομαχτική έκφραση του πόνου και της απόγνωσης να
διαγράφεται έντονα σε αυτά. Ο τραγικός απολογισμός του ολέθρου. Η βαρβαρότητα,
ένα τερατοειδές ον που κοιτούσε με απάθεια τα θύματα του. Στην αριστερή πλευρά
του πίνακα μια μάνα, με γερμένο το κεφάλι προς τα πίσω ούρλιαζε σιωπηλά για την
απώλεια του παιδιού της, που κειτόταν
ανατριχιαστικά άψυχο μέσα στην αγκαλιά της.
Οι οξείες γωνίες έκοβαν
απότομα τις επίπεδες επιφάνειες και οι αντίθετες γραμμές τρέπονταν σε φυγή. Η
απουσία χρώματος προσέδιδε στο σκίτσο μια ακαθόριστη τελειότητα. Για μια
απροσδιόριστη, εντελώς παράλογη αιτία, είχε αρχίσει να του αρέσει εκείνο που
έβλεπε. Είχε αρχίσει να εξοικειώνεται με τη συγκεχυμένη, εκκεντρική διάσταση
που είχε πάρει ο εφιάλτης του. Η συνειδητοποίηση τον συγκλόνισε. Αδρές
σταγόνες άρχισαν να ακροβατούν στα
βλέφαρά του.
Έξω, η φύση είχε
αρχίσει να ντύνεται με τα φωτεινά χρώματα της Άνοιξης. Τα ίδια χρώματα, που
ξάπλωναν νωχελικά πάνω στην ξύλινη παλέτα και που έρχονταν σε μια κραυγαλέα
αντίφαση με το αισθησιακά αποκρουστικό δημιούργημα του. Μόνο οι σκυθρωπές
ανθρώπινες φιγούρες, που έμοιαζαν με
άτονες πινελιές στον πίνακα της φύσης, μπορούσαν να ταιριάξουν μαζί του.
Η ζωή τους χαρακτηριζόταν από την ίδια αχρωμία που προσέδιδε την ακαθόριστη
τελειότητα στο δικό του έργο.
Σε λίγο, η βρύση
απολάμβανε τις χρωματιστές πορείες που σχημάτιζε το νερό στην προσπάθειά του να
διαγράψει την πολυχρωμία που έντυνε την ξύλινη παλέτα. Ο καλλιτέχνης, την πήρε
γυμνή στα χέρια του και την έντυσε με τα άχαρα χρώματα της δεδομένης ζωής.
Πλησιάζοντας στο
τερατούργημα, που αγκάλιαζε το μεγαλύτερο μέρος του δωματίου, σκεφτόταν τους
μήνες που είχε αφήσει πίσω του ψάχνοντας μάταια την έμπνευση για το έργο που
του είχε ανατεθεί. Μια έμπνευση, που τελικά του προσφέρθηκε από τους εφιάλτες
που τάραζαν τον ύπνο του τα τελευταία βράδια.
Με αποφασιστικές
κινήσεις άρχισε να ντύνει το τερατούργημά του έχοντας μοναδική συντροφιά μία
τραγική έπαρση…
Το χρονογράφημα,
που αποτελεί μέρος της συλλογής διηγημάτων-χρονογραφημάτων «Σενάρια Ζωής», έχει
διακριθεί σε διάφορους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, έχει μεταφραστεί στα αγγλικά
και έχει δημοσιευθεί σε εφημερίδες και σε λογοτεχνικά περιοδικά.