Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

ΓΚΟΥΕΡΝΙΚΑ ... της Μαρίας Παχίτη


                                                                                           


     Στάθηκε μπροστά από τον μεγάλο, λευκό καμβά που περίμενε το άγγιγμα που θα τον μεταμόρφωνε. Τα χρώματα, άτακτα διασκορπισμένα πάνω στην ξύλινη παλέτα, αδημονούσαν να επιλεγούν από το πινέλο, που για αρκετές μέρες παρέμενε ακίνητο στη θέση του. Το μυαλό του είχε κολλήσει. Η έμπνευση ήταν ανύπαρκτη.
     Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ένα μουντό, άχαρο χρώμα απλωνόταν παντού. Γκρίζες φιγούρες με καχύποπτα βλέμματα διέσχιζαν με επιφύλαξη τους δρόμους. Μαυροφορημένες γυναίκες περπατούσαν αργά, καθώς ο πόνος που έσερναν πίσω τους ήταν αβάσταχτος. Κάποια στιγμή, φάνηκε μια μάνα που κρατούσε το βρέφος στην αγκαλιά της. Εκείνο, έκανε να  κλάψει μα δεν πρόλαβε. Η λεπτοκαμωμένη παλάμη της μάνας του έκλεισε το στόμα. Το εναγώνιο βλέμμα της πλανήθηκε στον δρόμο καθώς το βήμα της επιταχυνόταν. Ο εμφύλιος είχε κάνει θεαματικά αισθητή την παρουσία του σε κάθε σημείο της σακατεμένης κοινωνίας. Κι ας είχε μπει για τα καλά η Άνοιξη. Κι ας προσπαθούσε η φύση να ξεπετάξει που και που έγχρωμες πινελιές. Κανείς δεν νοιαζόταν. Το μόνο που έβλεπαν μπροστά τους ήταν το μαύρο και το γκρίζο…
      Το θέαμα τον γέμισε μελαγχολία. Η στειρότητα που ενέπνεε η όλη ατμόσφαιρα τον έκανε να  ασφυκτιεί. Η παραγγελία είχε γίνει πριν από τέσσερις ολόκληρους μήνες. Η παγκόσμια έκθεση πλησίαζε και το μεγάλο πανί εξακολουθούσε να στέκει μπροστά του κενό. Μελαγχόλησε. Ο δείκτης του ρολογιού συνέχιζε την κυκλική του πορεία.
    Σκέφτηκε τους εφιάλτες που έβλεπε τα τελευταία βράδια. Οι φρικιαστικές σκηνές του πιο πρόσφατου αποτρόπαιου εγκλήματος, που είχε διαπραχθεί εις βάρος του άμαχου και ανυπεράσπιστου πληθυσμού της μικρής πόλης, στοίχειωναν τα όνειρά του. Σκηνές βίας, απελπισμένες σιωπές, εκτρωματικά όντα, αποκυήματα μιας αρρωστημένης  φαντασίας, συνέθεταν τους μακάβριους εφιάλτες που συντρόφευαν τα βράδια του. 
     Η αναπόληση τού εφιάλτη τον συγκλόνισε. Ένιωσε το κεφάλι του να βαραίνει, να γίνεται ασήκωτο. Προσπάθησε να διώξει την απαίσια εικόνα που είχε σφηνωθεί πεισματικά στο μυαλό του. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στον στόχο του. Στον στόχο, που για τέσσερις ολόκληρους μήνες παρέμενε ανεκπλήρωτος…
     Κοίταξε με απελπισία τον άδειο καμβά που τον κοιτούσε κατάφατσα. Διάφορες περίεργες μορφές είχαν αρχίσει να διαγράφονται πάνω του. Το μολύβι, που για αρκετή ώρα συνόδευε παθητικά την παλάμη που το φιλοξενούσε, άρχισε να ακολουθεί τις περίεργες γραμμές που άφηναν οι αλλοπρόσαλλες μορφές στο πέρασμα τους. Οι κινήσεις βιαστικές αλλά επιδέξιες.  Κινητήρια δύναμή τους το πάθος, που έμοιαζε με αρρωστημένη μανία.
     Πήρε να βραδιάζει αλλά δεν τον ένοιαζε καθόλου. Η σιωπηλή παρουσία τού χλωμού φεγγαριού του αρκούσε. Ο ύπνος ήταν μία έννοια που δεν πέρασε καθόλου από το μυαλό του. Εξάλλου, τις τελευταίες μέρες είχε καταστεί ένα ανώφελο και εξαντλητικό μαρτύριο.
     Οι πρώτες αχτίδες, που εισέβαλαν απρόσκλητες στο στενόχωρο δωμάτιο, τον έφεραν αντιμέτωπο με το δημιούργημά του. Το απομεινάρι τού μολυβιού κειτόταν σαν σβησμένο αποτσίγαρο στο πάτωμα. Δεν μπορούσε να πιστέψει εκείνο που αντίκριζε. Ο εφιάλτης στεκόταν εκεί, μπροστά του, ολοζώντανος!
     Άφησε την ματιά του να περιπλανηθεί πάνω στο δημιούργημά του. Στο κέντρο, ένα αλλόκοτο, αφηνιασμένο άλογο κάλπαζε εγκάθειρκτο επιτόπου, σφαδάζοντας από τον πόνο που έμοιαζε  ατέρμονος. Ο λαός, ο βασανισμένος λαός, σε ένα εναγώνιο, μάταιο εγχείρημα. Διαμελισμένα σώματα, άτακτα σκορπισμένα. Δύσμορφα πρόσωπα, με την τρομαχτική έκφραση του πόνου και της απόγνωσης να διαγράφεται έντονα σε αυτά. Ο τραγικός απολογισμός του ολέθρου. Η βαρβαρότητα, ένα τερατοειδές ον που κοιτούσε με απάθεια τα θύματα του. Στην αριστερή πλευρά του πίνακα μια μάνα, με γερμένο το κεφάλι προς τα πίσω ούρλιαζε σιωπηλά για την απώλεια του παιδιού της, που κειτόταν  ανατριχιαστικά άψυχο μέσα στην αγκαλιά της.
     Οι οξείες γωνίες έκοβαν απότομα τις επίπεδες επιφάνειες και οι αντίθετες γραμμές τρέπονταν σε φυγή. Η απουσία χρώματος προσέδιδε στο σκίτσο μια ακαθόριστη τελειότητα. Για μια απροσδιόριστη, εντελώς παράλογη αιτία, είχε αρχίσει να του αρέσει εκείνο που έβλεπε. Είχε αρχίσει να εξοικειώνεται με τη συγκεχυμένη, εκκεντρική διάσταση που είχε πάρει ο εφιάλτης του. Η συνειδητοποίηση τον συγκλόνισε. Αδρές σταγόνες  άρχισαν να ακροβατούν στα βλέφαρά του.
     Έξω, η φύση είχε αρχίσει να ντύνεται με τα φωτεινά χρώματα της Άνοιξης. Τα ίδια χρώματα, που ξάπλωναν νωχελικά πάνω στην ξύλινη παλέτα και που έρχονταν σε μια κραυγαλέα αντίφαση με το αισθησιακά αποκρουστικό δημιούργημα του. Μόνο οι σκυθρωπές ανθρώπινες φιγούρες, που έμοιαζαν με  άτονες πινελιές στον πίνακα της φύσης, μπορούσαν να ταιριάξουν μαζί του. Η ζωή τους χαρακτηριζόταν από την ίδια αχρωμία που προσέδιδε την ακαθόριστη τελειότητα στο δικό του  έργο.
     Σε λίγο, η βρύση απολάμβανε τις χρωματιστές πορείες που σχημάτιζε το νερό στην προσπάθειά του να διαγράψει την πολυχρωμία που έντυνε την ξύλινη παλέτα. Ο καλλιτέχνης, την πήρε γυμνή στα χέρια του και την έντυσε με τα άχαρα χρώματα της δεδομένης ζωής.
     Πλησιάζοντας στο τερατούργημα, που αγκάλιαζε το μεγαλύτερο μέρος του δωματίου, σκεφτόταν τους μήνες που είχε αφήσει πίσω του ψάχνοντας μάταια την έμπνευση για το έργο που του είχε ανατεθεί. Μια έμπνευση, που τελικά του προσφέρθηκε από τους εφιάλτες που τάραζαν τον ύπνο του τα τελευταία βράδια.
     Με αποφασιστικές κινήσεις άρχισε να ντύνει το τερατούργημά του έχοντας μοναδική συντροφιά μία τραγική έπαρση…









Το χρονογράφημα, που αποτελεί μέρος της συλλογής διηγημάτων-χρονογραφημάτων «Σενάρια Ζωής», έχει διακριθεί σε διάφορους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, έχει μεταφραστεί στα αγγλικά και έχει δημοσιευθεί σε εφημερίδες και σε λογοτεχνικά περιοδικά.


Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

Εκ του σύνεγγυς

Θα τα πούμε 
από κοντά είπες 
Όχι , δεν θέλω 
τα κοντινά τα ψέματα 
με βλάπτουν 
οι χειραψίες 
οι εναγκαλισμοί 
οι ασπασμοί
Δεν ωφελούν

Σε ξένο τόπο

Ύστερα ήτανε κι ο ουρανός τους 
τόσο γαλανός, τόσο απέραντος
και τόσο βαθύς 
που μύριζε θάλασσας
Εκεί πνίγονται άραγε 
οι απελπισμένοι τους;
Στον ουρανό;

Στον τύμβο

Πίσω από κάθε ηρωικό ΟΧΙ 
κείτονται αναρίθμητα 
δολοφονημένα ΝΑΙ
σε ομαδικούς τάφους 
και λίκνα πεσόντων. 

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ (μικρό απόσπασμα)

Ω, πόσο τρόμαξα που σ΄ έχασα
στην πρώτη συστάδα των άστρων.
Είχαμε απολησμονηθεί με χέρια δεμένα, 
μετρώντας τα νυχτοπούλια που έγραφαν 
τους γρίφους της ύπαρξης.
Τότε χαρήκανε το καλοκαίρι
τρώγοντας τους καρπούς από τα δένδρα
και πίνοντας το νερό μέσα στις φούχτες μας.

ΑΝΟΙΞΗ

Μια πεταλούδα και μια τούφα θρουμπί
προετοίμασαν τν ερχομό σου.
Κι εσύ, περπάταγες δίνοντας χρώμα στα ρόδα. 
Δίνοντας νόημα στην ύπαρξη. 
Δημιουργώντας φως απάνω από τις θάλασσες.
Φτιάχνοντας το αστρικό γαλάκτωμα των νυχιών.
Πλάθοντας το παραμύθι των άλλων κόσμων.

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

Λευτέρης Ελευθερίου ( βιογραφικό σημείωμα)



Ο Λευτέρης Ελευθερίου γεννήθηκε στον  Άγιο Γεώργιο Σπαθαρικού της επαρχίας Αμμοχώστου το 1951.
Μεγάλωσε στην Αμμόχωστο όπου και τελείωσε το Β’ Γυμνάσιο το 1969
Σπούδασε οικονομικά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (πρώην ΑΣΟΕΕ) και ασκεί το επάγγελμα του Οικονομικού Αναλυτή σε  μεγάλο όμιλο επιχειρήσεων.
Από το 1970 ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Ασχολείται ερασιτεχνικά με την ποίηση, και τη λογοτεχνία καθώς και με τη ζωγραφική.
Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής του ΚΛΟΝ (Καλλιτεχνικός και Λογοτεχνικός Όμιλος Νέων) στη Λευκωσία το 1969 και 1970.
Δεν έχει εκδώσει έργα του.

Δημοσιεύει τα τελευταία χρόνια στο διαδίκτυο και σε Λογοτεχνικούς ιστοχώρους.

Σαν εικόνα…

Σαν εικόνα…

..ή ..τα χρόνια της αθωότητας
Έγειρες το κεφάλι σου συνεσταλμένα
κι ήταν σαν να μου θύμιζε
της αθωότητας τα χρόνια..
Τότε που ακόμα κάποιες «λέξεις»
τα μάγουλα έβαφαν σαν γινωμένα ρόδια
κι εγώ ξαναγινόμουνα αμούστακο και άβγαλτο
μάταια προσπαθώντας να ερμηνεύσω
τις αμήχανες αναστολές σου
και της καρδιάς οι χτύποι
ν’ ανεβαίνουν στη διαπασών
Ω! κείνο το «κοκκίνισμα»
Το αθώο..

Σαν βέλος πώς καρφώθηκε στο στήθος μου…

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ ΙΙ


Θυμάμαι ακόμα αυτή την πρώτη μας συνάντηση,
μα πιό πολύ θυμάμαι αυτή..
την τόσο αισθησιακή αναμονή στο σπίτι.
Είχαμε κουραστεί να περιφέρουμε
και να ξοδεύουμε τον έρωτά μας στα παγκάκια.
Θυμάσαι ; Σου εκμυστηρεύτηκα αμέσως την αγάπη μου
και συ φανέρωσες το φόβο σου μη μ' αγαπήσεις και πονέσεις...
Πόσο αλήθεια άλλαξαν τα πράγματα !
Τώρα υποφέρω εγώ γι' αυτό που εσύ φοβόσουνα.

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΟ / Γιαννίδης Λευτέρης

Νυστάζουμε για θάνατο! Κι είμαστε ακόμα νέοι 
-νέοι πολύ που τίποτα δεν έχουμε χαρεί- 
κι όμως δεν είναι τίποτα μες στη ζωή να εμπνέει
τη σκέψη μας, που στέφανον ακάνθινο φορεί!.....

Σ ΄ ΕΝΑ ΒΑΠΟΡΙ ΠΟΥ ΦΕΥΓΕΙ (απόσπασμα) / Γιαννίδης Λευτέρης

Να ΄μουνα στη χρυσή σου τώρα πλώρη
και να κινούσα αντάμα σου βαπόρι, 
κάπου, για κάποιες χώρες, μακρινές, 
που δεν έχω ποτέ μου εγώ γνωρίσει
κι έχει η ψυχή μονάχα νοσταλγήσει
κάποιες θολές του ονείρου μου στιγμές. 


Ν΄ αφήσω πια για πάντα αυτή την πόλη
που την πικρή ζωή σπατάλησα όλη 
σε χίμαιρες και μάταιες προσμονές, 
που ξεχασμένος χρόνια μοναχός μου
τις πιο μικρές δε γνώρισα του κόσμου, 
μήτε γνωστές μήτ΄ άγνωστες χαρές!

...............

ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ / Γιαννίδης Λευτέρης

Στην εμορφιά σου τη γλαυκή με φέρνει ο πόθος ο κρυφός.
Νοσταλγικά στου καραβιού καθόμαστε την πρύμνη 
κι άπλωνες γύρω τ΄  όνειρο του στοχασμού και του φωτός, 
ήρεμη καθώς λίμνη. 

Α! πως σε λαχταρώ ξανά, πρώτο ταξίδι αλαργινό,
της Μεσογείου λαμπρόθωρα τριαντάφυλλα και κρίνα
-  και πάντα να σε νείρουμαι και πάντα να σε νοσταλγώ, 
αξέχαστη μου Αθήνα!

ΚΥΡΙΕΣ ΦΘΟΝΟΠΩΡΟΥ / Νίκος Βραχίμης

Ήρθαν κι αυτές διαβατικές, 
πουλιά γοργόφτερα, περαστικές, 
να μας λαμπρύνουν με χαρές
τη  ρεμβική που χρόνισε ανία. 

Ήρθαν κι αυτές όπως κι εκείνες
να μας θυμίζουνε κυρίες, 
που, αλί, πριν τις χαρούμε
θα μας φύγουνε και κρύες
τις καρδιές μας θα γρικούμε, 
ίσως, όπως και κείνες.

Ήρθαν κι αυτές
για να μας πούνε πράγματα
χίλιες φορές, αλί, λεγμένα,
πως το Φθινόπωρο, φύλλα ριγμένα, 
είναι να φτάσει
και φοβάμαι
πως θα περάσει;

ΟΝΕΙΡΟ / Νίκος Βραχίμης

[  ]

Κάποτε, ένα χαμόγελο κοντά μου γυναικείο, 
να θυμάμαι και να λησμονώ τον εαυτό μου
πάνω στο τελευταίο του φορείο.

ΔΙΑΓΝΩΣΙΣ / Νίκος Βραχίμης

Ωχροί σαν το κερί
διαβαίνουν οι καιροί.
Μικροί γευτήκαμε πικρή
τη γλύκα της  ζωής, νεκροί. 

Αισθήσεις μη ζητήσεις.
Σα βουητό θα το συγχύσεις
το χάρμα μες στο χάραμα, 
την όραση στο χρώμα.