γ «…ήτοι πόλεμοι ήτται σποραί διακενής
υπεναντίων έδωδή καμάτων ημών…»
Διπλώννει το μαράζιν της ‘πού κάτω ‘ς την
μασκάλην
Έσυρεν την καρκιάν ποξιάν ‘ς τόν νώμόν της
μέν σπάση
Άρκοελιά τά σείλη της τα’ άμμάθκια πικραθάσιν
Οί τόποι που άγρώνιζεν τρανταφυλλούιν άλιν
Ένας καμπίτης άνεμος άπλώθει Μεσαρίτης
Χωρκάτης Θέ μου εύλόα τον γρουσόν
Κωσταντινάτον
‘Σ τα γόνατα προππέφτει της λαλεί της έλα ννά
τον
Τόν νήλιον πού ‘σκοτείνιασεν φέγγει σγοιόν
ποσπερίτης
Που ν ό τξαιρός πού έρεσσεν έκουβαλούσαν Θέ
μου
Τές μέρες νωστομέρωτες παρθένες κοπελλοϋδες
Σιτάρενες έλιόκλωνες ξημάσκαλες λουσούδες
Καλλιόττερες τής Μεσαρκάς Πλάστη αν είδες πέ
μου
Έφτάζυμοι έσπερινοί του κάμπου θεριστάδες
Άσκομαχούσαν τραουδκιάν χρυσάφενες
κουτσούλλες
Δρεπάνιν άστραφτεν καρπόν ευλοημένες ούλλες
Τρώαν άγγόνια τξαί παιθκιά ‘χορτάνναν οί
μανάδες
Σοθκειά π’ άδροουντύχαννεν άξιος πάντα
τέθκοια
Μέ’ ‘ς τό τξελλάριν σπιλαστόν χαρώ τό
συμιλόριν
Έκόντεψεν του ουρανού ξφτασεν ώς τά όρη
Άνόρπιστα τόσες χαρές ‘γινήκασιν καντρέθκια
Πέτρενα πήλινα βυζιά σφίγγεις τα νά καρπίσουν
Σέ κούππαν άνεξίθρησκην πού προ Χριστού ‘ς
την Λέμπαν
Φωνή πού φτάνν’ ώς σήμμερον ίνταλος την
έπέμπαν
Νά ‘σης ‘πού τότες άξαμον οί τόποι νά
όρπίσουν