Ποίηση, άχραντο μυστήριο
Ώρα πρώτη κι ο θίασος έξω απ’ την πόρτα.
Χτυπά κι ανοίγω ευλαβικά,
όπως έμαθα άλλωστε να κάνω.
Τα βλέμματά μας αντικριστά
και απ’ το μυαλό μου περνάς εσύ…
Έτσι όπως ξέρεις να με κερδίζεις κάθε φορά,
να με παρηγορείς, να με φροντίζεις, να με συντηρείς.
Με καταριέσαι πάλι με την ευλογία,
δεν αντιστέκομαι,
παραδίνομαι ερωτευμένος.
Υπόσχεσαι στιγμές
απ’ τη χώρα του αχωρήτου
και γνέφω θεληματικά.
Ολόδικός σου.
Στις λέξεις, στους στίχους, στις στροφές.
Ποίηση, άχραντο μυστήριο.
*
Τίμημα
Φοβάμαι,
που έμελλε να πορεύομαι
στα μονοπάτια των ποιητών,
να βλέπω τη ζωή μ’ άλλα μάτια
απ’ εκείνα του κόσμου.
Πονάει η κάθε μέρα, πονάει…
*
Ποίηση
Πόσες φορές δε σ’ άφησα να γεννηθείς ποίηση.
Πόσες φορές σ’ έκρυψα
να μη βρεθείς αντικριστά με τη σκέψη,
από εγωισμό,
τον φόβο μην πονέσω
καθώς οι στίχοι καρφώνονται σαν πρόκες στην ψυχή.
Φόρεσα το προσωπείο της ευτυχισμένης ζωής
και σ’ απαρνήθηκα
μην καταλάβουν οι άλλοι πως οι συναντήσεις μας
εξομολογούνται όλα τα μισά της ζωής.
Μη δουν τη μυστική αλήθεια
*
Ξημέρωμα
Ο Ήλιος απάλυνε πληγές,
συγχώρεσε τους φόβους.
Τι ευλογία Θεέ μου το ξημέρωμα…
Χάθηκα μες στο φως του πρωινού,
η ψυχή μου βρήκε και πάλι ρυθμούς.
Ποτέ δεν έπαψαν τα σκοτάδια της
και γω φοβούμενος μη χαθεί
διψούσα να τη σώσω.
Δεν αναζητώ την ευτυχία,
την ψυχή μου αναζητώ.
Να πορεύομαι μαζί της ως το τέλος.
Ίσως τότε, ευτυχισμένος…
*
Στη γη του ήλιου
Δεν είχα μερτικό στον ήλιο
μ’ αγάπησα τη ζωή για το δείλι.
Μες στο λιγοστό φως
και τους αποκαμωμένους ανθρώπους
βρίσκει κανείς τα χρώματα,
την ουσία απ’ τα μυρωδικά του προορισμού.
Αυτά, που δεν είναι ανάγκη ν’ αγγίξεις
για να πιστέψεις,
η καρδιά ξέρει να γνέφει σαν τα συναντάς,
χορεύει στους παλμούς της αγάπης.
Για λόγια αγάπης θέλησα να μιλήσω.
*
Απολογισμός
Πότε συννέφιασε μάτια μου,
πότε πέρασε η ζωή
κάτω απ’ τα μάτια μας και δεν το καταλάβαμε;
Ακόμα δεν κατάφερα
να σωπάσω τις φωνές μέσα μου.
Ακόμα ψάχνω για ροδοπέταλα γαλήνης.
Ίσως ο ήλιος μου χάρισε πολλά.
Ίσως ήρθε η ώρα να με κάψει.
*
Χωρίς λύτρωση
Σε όσους καρπούς στιγμιαίας ηδονής
χάρισαν στον κόσμο τούτο
και δε νοιάστηκαν τι έμελλε
να πάθουν οι ψυχές αυτών,
δεν αγάπησαν παρά μονάχα το εγώ,
αιχμαλωτίστηκαν σε άλλες
και πάλι ανούσιες ηδονές,
το φως της μέρας άδικα τους χαρίζεται.
Της κολάσεως τους δρόμους αξίζουν,
διότι ανάξιοι έριξαν καρπούς.
Δε νοιάστηκαν αν θα ματώσουν.
Παραδόθηκαν μονάχα στη σάρκα,
στο κορμί που κατεύναζε την έξαψή τους
και έσπειραν απεγνωσμένες ψυχές
να μεγαλώνουν μάταια
ψάχνοντας για τη λύτρωση
μέχρι το θάνατο.
*
Αρπαχτικά
Μας πουλήσατε φόβο και πιστέψαμε σ’ αυτόν.
Σκορπίσατε τον πόνο, το ψέμα, τη φθορά.
Αφήσατε να πολλαπλασιαστούν στα ρολόγια μας
χρόνοι άχρονοι,
συναισθήματα που δε ζήσαμε.
Μας είπατε πως τώρα θα ’ναι πολυτέλεια
και δυστυχώς το δεχτήκαμε.
*
Με τη δικιά σου σκέψη
Ψάχνω δυο σου λόγια
να σκεπάσουν τη μοναξιά.
Να πείσουν τον θάνατο να μη με βρει νεκρό
και να ζω
μέχρι τη μέρα του τέλους.
Να μη σκοτώσω το χρόνο
μα να με σκοτώσει η φθορά του.
Να μην καταδεχθώ για τη δική μου ζωή
λίγο χώμα και δυο καλές κουβέντες
που θα σβήσουν στον άνεμο.
*
Νοσταλγικός χρόνος
Οι πόρτες έκλεισαν,
τα παράθυρα σφραγίστηκαν,
οι κήποι ξεράθηκαν.
Φέτος το σπίτι σου
δε γέμισε μυρωδιές του Πάσχα.
Η αγάπη έπαψε να ζει
στο καταφύγιο των παιδικών μου χρόνων.
Τούτες τις Άγιες μέρες
ο χρόνος σταμάτησε
στον επιτάφιο του Χριστού.
Την Ανάσταση, τη ζούσαμε μαζί…
*
Στην τσιμεντένια αυλή
Σε μια τσιμεντένια αυλή τα όμορφά μου χρόνια.
Σε θυμάμαι να βρέχεις το πάτωμα
για να δροσίσει το δειλινό
και με πειράγματα να μου ρίχνεις νερό στα πόδια
καθώς έκανα πως μ’ έπαιρνε ο ύπνος
στην κουνιστή καρέκλα.
Τώρα μονάχα σκιές απέμειναν
και ένα γιατί που με χαρακώνει,
κάνει την ψυχή μου
σαν το σκαμμένο τσιμέντο της αυλής.
Αναζητώ τ’ άρωμα απ’ τους λεμονανθούς,
τη φρεσκάδα απ’ τον αέρα του Μάη
που ξεκούραζε τη σκέψη μας
απ’ τη ζέστη του μεσημεριού,
τη χαμένη μου παιδικότητα
που ταξίδευε μέσα στ’ αστέρια για ώρες
καθώς μου μιλούσες,
τα χέρια σου που άγγιζαν το πρόσωπό μου
καθώς μεγάλωνε
πάντα με την ίδια αγάπη,
εκείνη τη δροσιά στις ψυχές μας
που ποτέ δεν ένιωσα ξανά.
Αναζητώ τη γαλήνη απ’ το πρόσωπο σου,
τα γέλια μας…
Τα δυο σου μάτια
να μου πλάσουν ξανά κόσμους ευτυχίας.
Αναζητώ τον Παράδεισο. Αναζητώ εσένα
*
Τα δυο χέρια
Βλέπω τον κόσμο να περνά αδιάφορα
καθώς μου είναι κι αυτός.
Χαμένες λέξεις, σχέσεις, βλέμματα.
Ακόμα και τώρα τρέχουν.
Ξέρουν βέβαια ένα κοντινό προορισμό
να ξαποστάσουν,
να πουν και δυο-τρεις κουβέντες.
Βλέπω κάτι κυρίες να περνούν
στην ίδια σειρά παραταγμένες, σαν τα όνειρά τους…
με το γνωστό μοτίβο τσάντας, γόβας και πέρλας.
Τι να τις χρεώσει κανείς κι αυτές;
Έτσι τα βρήκαν…
Οικογένειες, παιδιά, φίλοι,
καθένας με μια βουβή συντροφιά.
Όμως δυο χέρια προβάλλουν και με μαγνητίζουν.
Γερασμένα μα πιασμένα.
Δεν έχουν ανάγκη ούτε κουβέντες, ούτε βλέμματα.
Έχουν το ένα τ’ άλλο
ως προορισμό να γίνουν ποίηση.
*
Η γυναίκα με την μπούρκα
Τα μάτια της κοίταζαν χαμηλά,
βρήκε το χερούλι απ’ το κάγκελο και το ’σπρωξε
μα δεν ήταν μόνο αυτό που μας χώριζε.
Πέρασε μέσα διακριτικά,
όσο μπορούσε με την κλαδωτή της μπούρκα.
Φοβόταν να με αντικρίσει
έτσι της έμαθαν από παλιά
μα η επιμονή μου την έκανε να με κοιτάξει.
Χαμογέλασα.
Πάγωσε.
Δεν ανταπόδωσε.
Άφησε τα παιδιά της και έφυγε.
Και ένιωθα στον αέρα τις βρισιές
για το χαμόγελο που στερήθηκε,
για το χαμόγελο που φοβάται
πως θα χάσουν τα παιδιά της.
*
Νοσταλγία
Με μια ανθοδέσμη στον ώμο
σε βλέπω να φεύγεις,
είναι οι στιγμές μας
που δεν αφήσαμε να μαραθούν…
μαρτυρούν την αγάπη μας.
Τι κι αν η παρουσία σου
ήταν αναλαμπές στους χρόνους;
Ήταν ολόφωτες κι αυτό μετράει.
Δεν θα πολλαπλασιάσω όμως
λέξεις πληγώνοντας το νόημα.
Θα σου μιλάω πάντα με λίγα λόγια
μα γεμάτα αγάπη,
με κουβέντες μοναχικές, ολόδικές μας.
*
Ευτελής ψυχή
Θέλησες να με τσακίσεις,
ξέχασες πως με τσάκισαν άλλοι
πριν από σένα.
Πίστεψες πως ήμουν ανθός που θα μαραινόταν
μα εγώ είχα ξεραθεί προ καιρού.
Φρόντισα βέβαια πριν, να ρίξω σπόρους.
Δε σε φοβόμουνα.
Ήρθες να μου δείξεις τις επίγειές σου κατακτήσεις
και γω χαμογέλασα με την ανοησία σου.
Έχω γευτεί το χώμα πολλές φορές.
Δεν το φοβάμαι.
Τώρα δεν έχω τίποτ’ άλλο
παρά να λυπάμαι
που έμελλε να πατήσουμε μαζί
την ίδια γη.
*
Η αγάπη των φαναριών
Βλέπω τ’ όνειρό μου να περνά
βίαια απ’ το παράθυρό μου
αγκαλιασμένο σ’ ένα μηχανάκι.
Κρατά τα χρόνια μου στην αγκαλιά του,
αυτά που πέρασαν βιαστικά,
αυτά που χάθηκαν γιατί δεν είχαν χρόνο.
Κλεισμένος κι ασφαλής στο άδειο τροχοφόρο μου
μετακινούμαι γρήγορα.
Μην αντέξω και δω την αγάπη τους.
Μην καταλάβω πως μου έλειψαν δυο χέρια…
*
Απ’ το παράθυρό μου
Περίτρανο, περίγελο και συ.
Πέρασαν τα Χριστούγεννα
μ’ αναβοσβήνεις ακόμα ρυθμικά.
Τα λαμπάκια είναι πάντα εκεί
και η φωταγώγησή σου πιστή, στην ίδια ώρα
να μας θυμίζει την κατάντια μας,
να μη μας αφήνει να σε ξεχνούμε τις νύχτες.
Μα συνηθίσαμε βλέπεις πια το φως σου…
Δε μας τυφλώνει, δεν ενοχλεί.
Πώς σε κατάντησαν έτσι Πενταδάκτυλέ μου;
*
Αποκαμωμένη περηφάνια
Αν ντρεπόμασταν για τις μέρες
που περνούσαν και μας έβρισκαν
αποκοιμισμένους σ’ ολόχρυσα παπλώματα.
Αν ντρεπόμασταν για την ύλη
που φορτώσαμε στις ψυχές μας
νομίζοντας πως έτσι θ’ ανασάνει.
Αν ντρεπόμασταν που δε δουλεύαμε,
όταν ο τόπος μας είχε ανάγκη.
Αν ντρεπόμασταν για την ηθική
που συνοδεύσαμε στην τελευταία της κατοικία.
Αν ντρεπόμασταν για το φαί της Κυριακής
που το μάζευαν τα σκουπίδια της Δευτέρας.
Αν ντρεπόμασταν για τη γαλλική μας μπακέτα,
όταν ο διπλανός μας δεν είχε ψωμί.
Τότε δεν θα υπήρχε λόγος να ντρεπόμαστε σήμερα
για το συσσίτιο που παίρνουν τα παιδιά μας.
*
Όσο μπορώ
Όσο μπορώ θα υπερασπίζομαι την αλήθεια.
Τα χέρια που έδωσαν αγάπη
πιάνοντας δουλειά στις πέντε το πρωί.
Την αγκαλιά που απλώθηκε
σαν ανθισμένη αμυγδαλιά.
Τον άνθρωπο που έδωσε στα παιδιά του Χριστό.
Την ιδέα που άντεξε μέσα στις εποχές
και δεν την παρέσυρε
ο άνεμος του φθινοπώρου.
Την ευλογία του χρόνου
που πήρε αξία στο μοίρασμά του.
Την καθαρή ψυχή
που τόλμησε την υπέρβαση χωρίς φόβο.
Την επανάσταση
που γεννιέται στο πρόσωπο της νιότης
και μεγαλώνει με ευλάβεια.
Μα αν έρθουν καιροί δύσκολοι
και λησμονήσω τα λόγια αυτά,
κάψτε τα μαζί μου.
Ήταν μονάχα λέξεις…
Ώρα πρώτη κι ο θίασος έξω απ’ την πόρτα.
Χτυπά κι ανοίγω ευλαβικά,
όπως έμαθα άλλωστε να κάνω.
Τα βλέμματά μας αντικριστά
και απ’ το μυαλό μου περνάς εσύ…
Έτσι όπως ξέρεις να με κερδίζεις κάθε φορά,
να με παρηγορείς, να με φροντίζεις, να με συντηρείς.
Με καταριέσαι πάλι με την ευλογία,
δεν αντιστέκομαι,
παραδίνομαι ερωτευμένος.
Υπόσχεσαι στιγμές
απ’ τη χώρα του αχωρήτου
και γνέφω θεληματικά.
Ολόδικός σου.
Στις λέξεις, στους στίχους, στις στροφές.
Ποίηση, άχραντο μυστήριο.
*
Τίμημα
Φοβάμαι,
που έμελλε να πορεύομαι
στα μονοπάτια των ποιητών,
να βλέπω τη ζωή μ’ άλλα μάτια
απ’ εκείνα του κόσμου.
Πονάει η κάθε μέρα, πονάει…
*
Ποίηση
Πόσες φορές δε σ’ άφησα να γεννηθείς ποίηση.
Πόσες φορές σ’ έκρυψα
να μη βρεθείς αντικριστά με τη σκέψη,
από εγωισμό,
τον φόβο μην πονέσω
καθώς οι στίχοι καρφώνονται σαν πρόκες στην ψυχή.
Φόρεσα το προσωπείο της ευτυχισμένης ζωής
και σ’ απαρνήθηκα
μην καταλάβουν οι άλλοι πως οι συναντήσεις μας
εξομολογούνται όλα τα μισά της ζωής.
Μη δουν τη μυστική αλήθεια
*
Ξημέρωμα
Ο Ήλιος απάλυνε πληγές,
συγχώρεσε τους φόβους.
Τι ευλογία Θεέ μου το ξημέρωμα…
Χάθηκα μες στο φως του πρωινού,
η ψυχή μου βρήκε και πάλι ρυθμούς.
Ποτέ δεν έπαψαν τα σκοτάδια της
και γω φοβούμενος μη χαθεί
διψούσα να τη σώσω.
Δεν αναζητώ την ευτυχία,
την ψυχή μου αναζητώ.
Να πορεύομαι μαζί της ως το τέλος.
Ίσως τότε, ευτυχισμένος…
*
Στη γη του ήλιου
Δεν είχα μερτικό στον ήλιο
μ’ αγάπησα τη ζωή για το δείλι.
Μες στο λιγοστό φως
και τους αποκαμωμένους ανθρώπους
βρίσκει κανείς τα χρώματα,
την ουσία απ’ τα μυρωδικά του προορισμού.
Αυτά, που δεν είναι ανάγκη ν’ αγγίξεις
για να πιστέψεις,
η καρδιά ξέρει να γνέφει σαν τα συναντάς,
χορεύει στους παλμούς της αγάπης.
Για λόγια αγάπης θέλησα να μιλήσω.
*
Απολογισμός
Πότε συννέφιασε μάτια μου,
πότε πέρασε η ζωή
κάτω απ’ τα μάτια μας και δεν το καταλάβαμε;
Ακόμα δεν κατάφερα
να σωπάσω τις φωνές μέσα μου.
Ακόμα ψάχνω για ροδοπέταλα γαλήνης.
Ίσως ο ήλιος μου χάρισε πολλά.
Ίσως ήρθε η ώρα να με κάψει.
*
Χωρίς λύτρωση
Σε όσους καρπούς στιγμιαίας ηδονής
χάρισαν στον κόσμο τούτο
και δε νοιάστηκαν τι έμελλε
να πάθουν οι ψυχές αυτών,
δεν αγάπησαν παρά μονάχα το εγώ,
αιχμαλωτίστηκαν σε άλλες
και πάλι ανούσιες ηδονές,
το φως της μέρας άδικα τους χαρίζεται.
Της κολάσεως τους δρόμους αξίζουν,
διότι ανάξιοι έριξαν καρπούς.
Δε νοιάστηκαν αν θα ματώσουν.
Παραδόθηκαν μονάχα στη σάρκα,
στο κορμί που κατεύναζε την έξαψή τους
και έσπειραν απεγνωσμένες ψυχές
να μεγαλώνουν μάταια
ψάχνοντας για τη λύτρωση
μέχρι το θάνατο.
*
Αρπαχτικά
Μας πουλήσατε φόβο και πιστέψαμε σ’ αυτόν.
Σκορπίσατε τον πόνο, το ψέμα, τη φθορά.
Αφήσατε να πολλαπλασιαστούν στα ρολόγια μας
χρόνοι άχρονοι,
συναισθήματα που δε ζήσαμε.
Μας είπατε πως τώρα θα ’ναι πολυτέλεια
και δυστυχώς το δεχτήκαμε.
*
Με τη δικιά σου σκέψη
Ψάχνω δυο σου λόγια
να σκεπάσουν τη μοναξιά.
Να πείσουν τον θάνατο να μη με βρει νεκρό
και να ζω
μέχρι τη μέρα του τέλους.
Να μη σκοτώσω το χρόνο
μα να με σκοτώσει η φθορά του.
Να μην καταδεχθώ για τη δική μου ζωή
λίγο χώμα και δυο καλές κουβέντες
που θα σβήσουν στον άνεμο.
*
Νοσταλγικός χρόνος
Οι πόρτες έκλεισαν,
τα παράθυρα σφραγίστηκαν,
οι κήποι ξεράθηκαν.
Φέτος το σπίτι σου
δε γέμισε μυρωδιές του Πάσχα.
Η αγάπη έπαψε να ζει
στο καταφύγιο των παιδικών μου χρόνων.
Τούτες τις Άγιες μέρες
ο χρόνος σταμάτησε
στον επιτάφιο του Χριστού.
Την Ανάσταση, τη ζούσαμε μαζί…
*
Στην τσιμεντένια αυλή
Σε μια τσιμεντένια αυλή τα όμορφά μου χρόνια.
Σε θυμάμαι να βρέχεις το πάτωμα
για να δροσίσει το δειλινό
και με πειράγματα να μου ρίχνεις νερό στα πόδια
καθώς έκανα πως μ’ έπαιρνε ο ύπνος
στην κουνιστή καρέκλα.
Τώρα μονάχα σκιές απέμειναν
και ένα γιατί που με χαρακώνει,
κάνει την ψυχή μου
σαν το σκαμμένο τσιμέντο της αυλής.
Αναζητώ τ’ άρωμα απ’ τους λεμονανθούς,
τη φρεσκάδα απ’ τον αέρα του Μάη
που ξεκούραζε τη σκέψη μας
απ’ τη ζέστη του μεσημεριού,
τη χαμένη μου παιδικότητα
που ταξίδευε μέσα στ’ αστέρια για ώρες
καθώς μου μιλούσες,
τα χέρια σου που άγγιζαν το πρόσωπό μου
καθώς μεγάλωνε
πάντα με την ίδια αγάπη,
εκείνη τη δροσιά στις ψυχές μας
που ποτέ δεν ένιωσα ξανά.
Αναζητώ τη γαλήνη απ’ το πρόσωπο σου,
τα γέλια μας…
Τα δυο σου μάτια
να μου πλάσουν ξανά κόσμους ευτυχίας.
Αναζητώ τον Παράδεισο. Αναζητώ εσένα
*
Τα δυο χέρια
Βλέπω τον κόσμο να περνά αδιάφορα
καθώς μου είναι κι αυτός.
Χαμένες λέξεις, σχέσεις, βλέμματα.
Ακόμα και τώρα τρέχουν.
Ξέρουν βέβαια ένα κοντινό προορισμό
να ξαποστάσουν,
να πουν και δυο-τρεις κουβέντες.
Βλέπω κάτι κυρίες να περνούν
στην ίδια σειρά παραταγμένες, σαν τα όνειρά τους…
με το γνωστό μοτίβο τσάντας, γόβας και πέρλας.
Τι να τις χρεώσει κανείς κι αυτές;
Έτσι τα βρήκαν…
Οικογένειες, παιδιά, φίλοι,
καθένας με μια βουβή συντροφιά.
Όμως δυο χέρια προβάλλουν και με μαγνητίζουν.
Γερασμένα μα πιασμένα.
Δεν έχουν ανάγκη ούτε κουβέντες, ούτε βλέμματα.
Έχουν το ένα τ’ άλλο
ως προορισμό να γίνουν ποίηση.
*
Η γυναίκα με την μπούρκα
Τα μάτια της κοίταζαν χαμηλά,
βρήκε το χερούλι απ’ το κάγκελο και το ’σπρωξε
μα δεν ήταν μόνο αυτό που μας χώριζε.
Πέρασε μέσα διακριτικά,
όσο μπορούσε με την κλαδωτή της μπούρκα.
Φοβόταν να με αντικρίσει
έτσι της έμαθαν από παλιά
μα η επιμονή μου την έκανε να με κοιτάξει.
Χαμογέλασα.
Πάγωσε.
Δεν ανταπόδωσε.
Άφησε τα παιδιά της και έφυγε.
Και ένιωθα στον αέρα τις βρισιές
για το χαμόγελο που στερήθηκε,
για το χαμόγελο που φοβάται
πως θα χάσουν τα παιδιά της.
*
Νοσταλγία
Με μια ανθοδέσμη στον ώμο
σε βλέπω να φεύγεις,
είναι οι στιγμές μας
που δεν αφήσαμε να μαραθούν…
μαρτυρούν την αγάπη μας.
Τι κι αν η παρουσία σου
ήταν αναλαμπές στους χρόνους;
Ήταν ολόφωτες κι αυτό μετράει.
Δεν θα πολλαπλασιάσω όμως
λέξεις πληγώνοντας το νόημα.
Θα σου μιλάω πάντα με λίγα λόγια
μα γεμάτα αγάπη,
με κουβέντες μοναχικές, ολόδικές μας.
*
Ευτελής ψυχή
Θέλησες να με τσακίσεις,
ξέχασες πως με τσάκισαν άλλοι
πριν από σένα.
Πίστεψες πως ήμουν ανθός που θα μαραινόταν
μα εγώ είχα ξεραθεί προ καιρού.
Φρόντισα βέβαια πριν, να ρίξω σπόρους.
Δε σε φοβόμουνα.
Ήρθες να μου δείξεις τις επίγειές σου κατακτήσεις
και γω χαμογέλασα με την ανοησία σου.
Έχω γευτεί το χώμα πολλές φορές.
Δεν το φοβάμαι.
Τώρα δεν έχω τίποτ’ άλλο
παρά να λυπάμαι
που έμελλε να πατήσουμε μαζί
την ίδια γη.
*
Η αγάπη των φαναριών
Βλέπω τ’ όνειρό μου να περνά
βίαια απ’ το παράθυρό μου
αγκαλιασμένο σ’ ένα μηχανάκι.
Κρατά τα χρόνια μου στην αγκαλιά του,
αυτά που πέρασαν βιαστικά,
αυτά που χάθηκαν γιατί δεν είχαν χρόνο.
Κλεισμένος κι ασφαλής στο άδειο τροχοφόρο μου
μετακινούμαι γρήγορα.
Μην αντέξω και δω την αγάπη τους.
Μην καταλάβω πως μου έλειψαν δυο χέρια…
*
Απ’ το παράθυρό μου
Περίτρανο, περίγελο και συ.
Πέρασαν τα Χριστούγεννα
μ’ αναβοσβήνεις ακόμα ρυθμικά.
Τα λαμπάκια είναι πάντα εκεί
και η φωταγώγησή σου πιστή, στην ίδια ώρα
να μας θυμίζει την κατάντια μας,
να μη μας αφήνει να σε ξεχνούμε τις νύχτες.
Μα συνηθίσαμε βλέπεις πια το φως σου…
Δε μας τυφλώνει, δεν ενοχλεί.
Πώς σε κατάντησαν έτσι Πενταδάκτυλέ μου;
*
Αποκαμωμένη περηφάνια
Αν ντρεπόμασταν για τις μέρες
που περνούσαν και μας έβρισκαν
αποκοιμισμένους σ’ ολόχρυσα παπλώματα.
Αν ντρεπόμασταν για την ύλη
που φορτώσαμε στις ψυχές μας
νομίζοντας πως έτσι θ’ ανασάνει.
Αν ντρεπόμασταν που δε δουλεύαμε,
όταν ο τόπος μας είχε ανάγκη.
Αν ντρεπόμασταν για την ηθική
που συνοδεύσαμε στην τελευταία της κατοικία.
Αν ντρεπόμασταν για το φαί της Κυριακής
που το μάζευαν τα σκουπίδια της Δευτέρας.
Αν ντρεπόμασταν για τη γαλλική μας μπακέτα,
όταν ο διπλανός μας δεν είχε ψωμί.
Τότε δεν θα υπήρχε λόγος να ντρεπόμαστε σήμερα
για το συσσίτιο που παίρνουν τα παιδιά μας.
*
Όσο μπορώ
Όσο μπορώ θα υπερασπίζομαι την αλήθεια.
Τα χέρια που έδωσαν αγάπη
πιάνοντας δουλειά στις πέντε το πρωί.
Την αγκαλιά που απλώθηκε
σαν ανθισμένη αμυγδαλιά.
Τον άνθρωπο που έδωσε στα παιδιά του Χριστό.
Την ιδέα που άντεξε μέσα στις εποχές
και δεν την παρέσυρε
ο άνεμος του φθινοπώρου.
Την ευλογία του χρόνου
που πήρε αξία στο μοίρασμά του.
Την καθαρή ψυχή
που τόλμησε την υπέρβαση χωρίς φόβο.
Την επανάσταση
που γεννιέται στο πρόσωπο της νιότης
και μεγαλώνει με ευλάβεια.
Μα αν έρθουν καιροί δύσκολοι
και λησμονήσω τα λόγια αυτά,
κάψτε τα μαζί μου.
Ήταν μονάχα λέξεις…