Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

ΠΡΟΤΟΜΕΣ ΡΥΘΜΩΝ







1

Σήμερα από αυτάρκεια
απωθήσανε την ποίηση.
Αύριο διαβατικά ο ήρωας
θα χαιρετάη το θάνατο
με δάκρυα μυρτιάς.

2

Όταν οι προτομές
θα ξεσκεπάσουν τις μορφές τους
οι αρμεγοί θ΄  αναζητούν 
χώρο διασποράς εν χώρω κρύπτης.


ΔΙΑΘΗΚΗ

του Τάκη Χριστοφίδη


(θα πάω εκεί που ο στοχασμός θα φτάση την καρδιά μου) 

Κάποτε τα μάτια μου μ΄ ανάπλασαν 
κι΄ ήταν οι κόσμοι μου
επίδοξες ερωτικές στιγμές.
Ντυμένες, ενάριες, βασιλικές
ντελίριες ευτυχίες μες την καρδιά μου
λύγιζαν τραγούδια. 
Τώρα τα μάτια δεν πεθαίνουνε ποτέ
αντιβουίζοντας απ΄ τη χώρα τ΄Αηδόνιου
κι΄ η ονειροπόληση με το κρασί και με τον έρωτα. 
Αργοί γαλανισμοί όπως και πριν 
σας αναγέννησε την ποίηση ο Μεγαλέξανδρος
με τους ενάλιους βυθούς να ξαναγεννηθούν. 
Εγκαταλελειμένη ιστορία
ματιές χλωμές που σε κοιτάζουν 
καθώς σε παίρνουνε στο πέλαγος 
αναπολώντας τους βαρβάρους. 

ΠΕΡΑΣΑΝ ΣΑΡΆΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ


Πέρασαν σαράντα χρόνια
λες και κράτησαν αιώνια
Μοιρασμένη μας πατρίδα '
μες στην πίκρας καταιγίδα 
Να προσμένεις στην σκλαβιά σου '
πότε θάρτει η λευτεριά σου.
Πέρασαν σαράντα χρόνια
κι ο δυνάστης καταφρόνια
να καρφώνει την καρδιά σου
και σκορπίσαν τα παιδιά σου
Νήσος των παθών αγία
Δευτερη μας Παναγία
Πέρασαν σαράντα χρόνια
κι οι κατακτητές δαιμόνια
στο σταυρό να σε κρατάνε
δίκιο να καταπατάνε
Την ανάσταση προσμένει
Η ψυχή σου σταυρωμένη
Πέρασαν σαράντα χρόνια
τώρα στο κεφάλι χιόνια
Γυρισμό να καρτερούμε
στα χωριά μας να διαβούμε .
Που τ' αφήσαμε παιδιά
κλαίει ακόμα η καρδιά
Πέρασαν σαράντα χρόνια
που μας δοιώξαν τα κανόνια
Του λαού σου οι φονιάδες
και της βίας οι αγάδες.
Κι έπνιξαν την γη στο αίμα
σε κρατάνε με το ψέμα
Μα η ελπίδα δεν πεθαίνει
Πάντα ζωντανή προσμένει ,
Ναρθει πάλι εκείνη μέρα
μες στης λευτεριάς αγέρα.
Κι οι φραγμοί να γκρεμμιστούνε
όπου σκλάβα σε κρατούνε.
Να φανεί η αδικία
νήσος των παθών αγία
Η αλήθεια σου να λάμψει
τ'αδικο τώρα να κάψει
που εσέ παραβιάζει
και τους τόπους μας βιάζει .
Πέρασαν σαράντα χρόνια
που ζητάμε με ομόνοια
Της ειρήνης ναρθει η λύση
κι ο κατακτητής να σβύσει
Και σαν όνειρο κακό
να γενεί πια παρελθό

Παλιές αγάπες


Οι παλιές αγάπες μένουν στη σοφίτα του μυαλού
σκεπασμένες, σκονισμένες και με γεύση του πηλού.

Δεν έχουν ποτέ γεράσει, δεν έχουν ποτέ χαθεί
κι όσο έχουνε πικράνει, τόσο έχουν πικραθεί.

Οι παλιές αγάπες πάντα γαληνεύουν τη ψυχή
δεν εξάπτουνε τα πάθη, δεν ανοίγουνε πληγή.

Κουβαλούνε αναμνήσεις σαν μυρμήγκια την τροφή
και γνωρίζουν ως που φτάνουν, ξέρουνε την οροφή.

Οι παλιές αγάπες έχουν κάτι απροσπέλαστο
μοιάζουν με τον ουρανό μας, το γλυκό και έναστρο.

Αγαπώ τη νοσταλγία, αγαπώ πολύ κι αυτές
δεν κομπάζω, μα ρεμβάζω και τις πεθυμώ σαν χθες.

Παλαιοπωλείο


Πέρασα βερνίκι όλες μου τις μνήμες
κόλλησα με γόμα όλες τις ρωγμές
πήρα τα σκαρπέλα, πήρα και τις λίμες
κι έχω αφήσ’ απ’ έξω όλες τις πομπές.

Παλαιοπωλείο είν’ οι μνήμες μας
καλογυαλισμένες μέσα στη ψυχή
έχουν μέσα φόδρα απ’ τις λύπες μας
μα και για σφραγίδα άλλην εποχή.

Έχω συντηρήσει τόσες αναμνήσεις
έχω βάλει λάδια κι άλλα υλικά
έχω αποβάλει τόσες αντιρρήσεις
έβγαλα τη σκόνη κι άλλα περιττά.

Έβαψα μ’ ασβέστη θύμησες ποικίλες
έβγαλα τα χόρτα τα πειρατικά
άνοιξα με φόρα της καρδιάς τις πύλες
κι άφησα να φέγγουν τα θαυμαστικά.

Λεμεσός


Στ’ακροθαλάσσι σου υφαίνουν
γιρλάντες τ’ αφροκύματα.
Και στην καρδιά μας ανασταίνουν
γυμν’ αλαφροπατήματα.
Σεργιανάνε ανεράδες,
τραγουδάνε μαχαλάδες,
στ’ ακροθαλάσσι σου.
Ολ’ η πλάση ταρσανάδες,
αγαλλιάζουνε μανάδες,
στ ’ακροθαλάσσι σου.
Στ’ ακροθαλάσσι σου διαβαίνουν
όνειρ’ ελπίδες και ευχές.
Και στο γιαλό σου όλοι ξεπλένουν
βάσανα, πίκρες κι ενοχές.
Στ’ακροθαλάσσι σου αγναντεύουν
καράβια, πλοία, φορτηγά.
Κι οι παφλασμοί βρε πώς νταντεύουν
γυναίκες, γέρους και παιδιά.

Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

ΡΩΤΗΜΑ

Όταν περιφρόνησαν την ψυχή
και ποδοπάτησαν την αγάπη
(Δεν ήταν τότε βλέπεις της σειράς τους )
Δεν το ' βαλε κάτω.
Δεν χάθηκε στην αυτολύπηση.
Οι ποδοπατημένες ελπίδες
Ορθοπόδησαν με τον καιρό.
Αγκομάχησαν και θέριεψαν
ζωντανεμένες.
Κι όταν μια μέρα
πραγματοποιήθηκε επιτέλους
η αργοπορημένη συνάντηση ,
Η δική της σειρά
τους κοίταζε τώρα αφ υψηλού ,απορημένη.
Παρ'όλο που είχαν τα πάντα
ποτέ δεν ξεχώρισαν .
Τι άξιζαν παραπάνω αλήθεια;

(Από την ποιητική συλλογή  “Χθες-σήμερα-αύριο” 2008)

ΤΟ ΑΓΑΠΩ ΣΟΥ ΓΙΑΤΡΙΚΟ

Στην ομορκιάν σαν άντζιελος
σαν τζιυπαρίσσνι μοιάζεις
με όμορφη κορμοστασιάν
σαν την εικόναν σ' εκλησιάν
τζιαι την καρκιά μμου σφάζεις.

Απού την πρώτη αμμαδκιάν
ψυσιήν εμ πόν ορίζω
πρέπει εν πρέπ' εν αρωτώ
τζι όσο στην γη θα παρπατώ
για λλόου σου ορπίζω .

Πως θα' μαι εγιώ το ταίρι σσου
τζιαι γλήορα χαρά μου
μαν μμεν σσε πάρω κλάψε με
βάλε φωδκια τζιαι κάψε με
ξερίζως την καρκιά μου .

Μα πρόσεχε μεν πληγωθείς
άμαν την ξηριζώσεις
μέσα της είσαι στα βαθκιά
για σέν το αίμαν της εδκιά
τζιαι μεν την καταχνώσεις

Το μόνον της το φταίξιμο
ήτουν που σ' ερωτεύτην
τζιαι δεν ηβρίσκει γιατρικό.
Μα αν της πείς το “σ' αγαπώ “
ευτύς εν που γιατρεύτειν .

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

ΕΡΩΣ ΑΝΕΡΑΣΤΟΣ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΣ


Β΄’ Επαινος στον 6ο  Πανελλήνιο Λογοτεχνικό  Διαγωνισμό « Δημήτριος Βικέλας», Μάρτιος 2014

Ι
Αυτό το σπίτι μεγαλώνει με γκρίζα μαλλιά στα κεραμίδια
Ρυτίδες πάνω απ΄τα παράθυρα
Ρόζους στα πόμολα των πόρτων
Γερνάει  σαν αδιέξοδος έρωτας
Με ανίατες παθήσεις
Στις αρθρώσεις των λόγων και των έργων
Εκεί κρύβεσαι προτού ακόμα σε γνωρίσω
Προτού ακόμα μάθεις πως με λένε Μοίρα
Κάποιοι έρωτες γεννιούνται
Για να πεθάνουν από έλλειψη
Κι είναι η αγάπη που πολύ ποθήσαμε
Γριά πλέον ξεδοντιάρα που μας περιγελάει
Για τις φωτογραφίες που δεν έγιναν ζωή
Κι όλο με διώχνει από το σπίτι
Ανήμπορη να θρέψει τόση πείνα  της καρδιάς
Τώρα θαρρώ πως είναι   οριστικό
Δεν προλαβαίνω να χώσω πετραδάκια μες στην τσέπη


ΙΙ
Δεν κοιμήθηκα, δεν έχω πεθάνει
Τεχνητό μάλλον κώμα με κρατάει πρίγκιπα
Σ΄αναμονή του γενεσιουργού φιλιού σου
Αλλιώς θα με είχα ήδη σκοτώσει
Σε μια ευθανασία των αγίνωτων καρπών
Εσύ καλπάζεις με ένα άλογο κουτσό
Με πανοπλία τρύπια από  τον άνεμο
Που θέλει να κουρδίσει τα φυλλώματα
Λίγο να παίξουνε τον καλπασμό σου
Την ώρα που τα βήματά σου σβήνουνε στην έρημο
Αντικατοπτρισμός
Με παρ-αισθήσεις  δεν αισθάνομαι Χιονάτη


III
Μαζεύει στάχτη ο ουρανός
Ρίχνει τις τούφες του στο χώμα
Τρέχω σαν Σταχτοπούτα να νοικοκυρέψω τόσες πτώσεις
Με έμαθε η μάνα μου λίγο  προτού  μού γίνει μητριά
Παστρική να είναι η μέρα μου
Νοικοκυρεμένη η πλήξη μου
Σε  ακριβά κιλίμια να πατάνε  η τιμή και η υπόληψή μου
Πέρασαν άρχοντες πολλοί απ΄το κατώφλι μου
Δεν ξέρω αν με γλυκοκοίταξαν
Αν μου κρατούσαν το χαμένο μου γοβάκι
Ποτέ δε σήκωσα τον πόθο μου στα μάτια τους
Ποτέ τα μάτια τους δεν έψαξαν
Τη σπίθα κάτω από τις  στάχτες
 Κάθε βράδυ
Στις δώδεκα ακριβώς 

Κομματιάζω κολοκύθες που αρνήθηκαν τα μάγια 

[Είναι ένα μεγάλο πρόβλημα ο Πενταδάκτυλος.] / Μόντης Κώστας


«Είναι ένα μεγάλο πρόβλημα ο Πενταδάκτυλος, μητέρα. 
Στο κάτω-κάτω το Μόρφου δεν το βλέπουμε, 
στο κάτω-κάτω την Κερύνια δεν τη βλέπουμε, 
την Αμμόχωστο δεν τη βλέπουμε, 
όμως αυτός είν’ εκεί απέναντί μας 
όμως αυτός είναι διαρκώς εκεί απέναντί μας 
και μας κυτάζει 
και μας κυτάζει μ’ ένα τρόπο, 
και κάθεται βραχνάς και μολύβι στο στήθος μας, 
όμως αυτός είν’ εκεί απέναντί μας 
και δεν μπορεί να κρυβή σαν το Μόρφου, και δε μπορεί να κρυβή 
σαν την Κερύνια και σαν την Αμμόχωστο. 
Και λέει: «Λοιπόν»; 
Και μας ρωτά: «Λοιπόν»; 

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

ΧΑΜΕΝΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου



Της είπε όχι
κι εκείνη έφυγε από τη ζωή του.
Χωρίς δεύτερη κουβέντα
τον εγκατέλειψε οριστικά.
Να του έδινε τουλάχιστον
μια μικρή παράταση χρόνου
να σκεφτεί καλύτερα
να μετανιώσει
να αλλάξει γνώμη ίσως…
Να του υποσχόταν
πως θα περνούσε άλλη μια φορά…

ΑΠΡΟΝΟΗΣΙΑ / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου



Πάλι αδιάβαστο τον έπιασε η ζωή!
Πάλι απέτυχε στις εξετάσεις!
Και του το είχανε πει:
Την ώρα που εκείνη διδάσκει
κανείς δεν πρέπει να είναι απών
κανείς δεν πρέπει να ονειρεύεται.

ΑΠΟΘΗΚΗ / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου



Έτσι που είναι σκοτεινή
κι όπως σκέπασε η σκόνη τα πράγματα
δεν μπορεί κανείς να δει
τις πληγές στα σώματά τους
τη θλίψη στην επιφάνειά τους.
Ωστόσο, κανείς δε λογάριασε
πως ούτε η σκόνη ούτε το σκοτάδι
μπορούν να κρύψουν
τους αναστεναγμούς τους.
Κι εκείνοι τους άκουσαν.
Τώρα ξέρουν.

ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου



Τα γυρίσματα των καιρών
άλλαξαν τον προορισμό του ταξιδιού
ξεθώριασαν τα ονόματα των οδών
έσβησαν τις επιγραφές
στα κτίρια
στις στάσεις των λεωφορείων
στους σταθμούς των τρένων.
Κι εμείς χάσαμε τον προσανατολισμό μας.
Ψάξαμε επί ματαίω
με πυξίδες
τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
ξανά και ξανά.
Ύστερα είπαμε:
"Δεν πειράζει, ας το ξεχάσουμε, ας πάμε κάπου αλλού".
Και φύγαμε χωρίς να γυρίσουμε το κεφάλι πίσω.

ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΕΝΟΣ ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΠΟΥ ΕΠΕΣΕ ΣΤΗ ΓΗ / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου



Με συγχωρείς
που δεν έγινε η ευχή σου αποδεχτή.
Λυπάμαι που δεν μπόρεσα
να πραγματοποιήσω τ' όνειρό σου.
Για άλλον έπεφτα χτες βράδυ.
Δεν ήταν η δική σου σειρά.