Β΄’ Επαινος στον 6ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό « Δημήτριος Βικέλας», Μάρτιος 2014
Ι
Αυτό το σπίτι μεγαλώνει με γκρίζα μαλλιά στα κεραμίδια
Ρυτίδες πάνω απ΄τα παράθυρα
Ρόζους στα πόμολα των πόρτων
Γερνάει σαν αδιέξοδος έρωτας
Με ανίατες παθήσεις
Στις αρθρώσεις των λόγων και των έργων
Εκεί κρύβεσαι προτού ακόμα σε γνωρίσω
Προτού ακόμα μάθεις πως με λένε Μοίρα
Κάποιοι έρωτες γεννιούνται
Για να πεθάνουν από έλλειψη
Κι είναι η αγάπη που πολύ ποθήσαμε
Γριά πλέον ξεδοντιάρα που μας περιγελάει
Για τις φωτογραφίες που δεν έγιναν ζωή
Κι όλο με διώχνει από το σπίτι
Ανήμπορη να θρέψει τόση πείνα της καρδιάς
Τώρα θαρρώ πως είναι οριστικό
Δεν προλαβαίνω να χώσω πετραδάκια μες στην τσέπη
ΙΙ
Δεν κοιμήθηκα, δεν έχω πεθάνει
Τεχνητό μάλλον κώμα με κρατάει πρίγκιπα
Σ΄αναμονή του γενεσιουργού φιλιού σου
Αλλιώς θα με είχα ήδη σκοτώσει
Σε μια ευθανασία των αγίνωτων καρπών
Εσύ καλπάζεις με ένα άλογο κουτσό
Με πανοπλία τρύπια από τον άνεμο
Που θέλει να κουρδίσει τα φυλλώματα
Λίγο να παίξουνε τον καλπασμό σου
Την ώρα που τα βήματά σου σβήνουνε στην έρημο
Αντικατοπτρισμός
Με παρ-αισθήσεις δεν αισθάνομαι Χιονάτη
III
Μαζεύει στάχτη ο ουρανός
Ρίχνει τις τούφες του στο χώμα
Τρέχω σαν Σταχτοπούτα να νοικοκυρέψω τόσες πτώσεις
Με έμαθε η μάνα μου λίγο προτού μού γίνει μητριά
Παστρική να είναι η μέρα μου
Νοικοκυρεμένη η πλήξη μου
Σε ακριβά κιλίμια να πατάνε η τιμή και η υπόληψή μου
Πέρασαν άρχοντες πολλοί απ΄το κατώφλι μου
Δεν ξέρω αν με γλυκοκοίταξαν
Αν μου κρατούσαν το χαμένο μου γοβάκι
Ποτέ δε σήκωσα τον πόθο μου στα μάτια τους
Ποτέ τα μάτια τους δεν έψαξαν
Τη σπίθα κάτω από τις στάχτες
Κάθε βράδυ
Στις δώδεκα ακριβώς
Κομματιάζω κολοκύθες που αρνήθηκαν τα μάγια