Και ξαφνικά
απλώνει το χέρι
και πετάει τη χρυσή
επιταγή στο ποτάμι
που στις όχθες του
ανασαίνουν με δυσκολία
ανάμεσα σε βρώμικα σεντόνια
και τυφλά σκυλιά
οι απόκληροι της μολυβένιας χώρας
με τα κλειστά παράθυρα
και τα κρύα μπαλκόνια
Ανεβαίνει στην άκρη του μεγάλου γεφυριού
πετάει από το κεφάλι
το στέμμα του δειλού άρχοντα
ξεριζώνει από το βαρύ παλτό
τα μικρά πολύτιμα εικονίδια της νίκης
ανοίγει τα μακριά του χέρια
και πηδά
στο κενό.