Πλησίασε στη γραμμή.
Το άρωμα, η λευκή ευωδιά
την καθοδηγούσε. Γιασεμί.
Ήταν η παιδική της ηλικία καιπάλι
που την επισκεπτόταν. Όπως μια μικρή ανάσα
λουλουδιών απ’ τον κήπο κάποιου άλλου
σαν περνούσε, κοριτσάκι που μελωδούσε
τα κάγκελα σαν να ήταν άρπα.
Έλα, έλα, το άρωμα την τραβούσε
Πάντοτε. Μα ο κήπος δεν ήταν δικός της,
της έλεγαν. Ούτε και το άρωμα που την παρέσερνε
και την προκαλούσε να μπει παράνομα.
Τώρα, ενώ περνούσε τη μη ευθεία,
την αόρατη, την αδιαπέραστη γραμμή,
και καθώς ο στρατιώτης με το γαλάζιο μπερέ
παρακολουθούσε τα πόδια της, μετρώντας τα χιλιοστά
με τα μάτια και άνοιγε το στόματου
για να φωνάξει το ΑΛΤ!
αυτή ήταν μικρό παιδί που έτρεχε, δυνατή.
ΑΛΤ! της φώναζαν αλλά δεν γυρνούσε.
Εξοργισμένες σελίδες έλειπαν απ’ το βιβλίο
της ζωής της. Με κομμένη την ανάσα σκεφτόταν ολοένα
το γιασεμί που θα εύρισκε, το σπίτι που θα έβλεπε,
τον κήπο, τον φράχτη
Και τη θαμμένη καρδιά
του πατέρα της.
Μοιρασμένη Στα Δυο, 2003