Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019

ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ / Καϊμακλιώτη Αγγέλα


Βράζω σιτάρι
σπάω ρόδι κόκκινο
αμύγδαλα, σισάμι και σταφίδες
όσα θυμόμαστε
κι όσα ξεχάσαμε
Αυτά που είπαμε
όσα δεν είπαμε κυρίως
Ποτίζω με το νηπενθές κρασί
το κυπαρίσσι
δίπλα στο μνήμα σου
τους ίσκιους να βαθύνω
στο κοιμητήρι
των εκτοπισμένων
εν τόπω φωτεινώ
εν τόπω χλοερώ
εν τόπω αναψύξεως
Αγωνία σου η μνήμη μητέρα
Αιώνια θα σ' ευχαριστώ
για κείνον το γλυκό Σεπτέμβρη
που με πήρες απ’ το χέρι
και με πήγες στο σχολείο

‘ΕΝΤΟΣ, ΕΚΤΟΣ’ / Ποιητική Συλλογή του Ιωσήφ Ιωσηφίδη από τις Εκδόσεις ΣΟΚΟΛΗ (Αθήνα)

SPINALONGA - ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΛΕΠΡΩΝ
«Γιατί, μαμά, έχεις δέρμα σκαμμένο;
Γιατί το δικό μου είναι λείο, αλλιώτικο;»
«Επειδή είσαι ευλογημένο, παιδί μου,
και σου το αλείφω με ροδοπέταλα».
«Θέλω να μοιάζω με σας, μπαμπά,
να φορώ βαθύ καπέλο και μαύρα γυαλιά.» ¹
«Είσαι μικρό, τρυφερό. Εμείς σκάβουμε
προς τον μέσα αγρό, ξεκινώντας απ’ έξω»,²
απαντά και κλωτσά την πινακίδα που γράφει:
Ο εισερχόμενος να αποθέσει κάθε ελπίδα.
Το παιδί τους; Επιζεί ως ελπίδα; «Επιζεί,
αν ελπίζω το ανέλπιστο», μονολογεί η μάνα·
κοιτά στην ακτή αν φτάνει ο ηγέτης να φέρει ³
ασβέστη, γεννήτρια, αγελάδα για άρμεγμα.
Τρέμουν οι δυο την ανομβρία, τον καύσωνα,
μη ξηραθούν τα ρόδα και τα ροδοπέταλα·
θα χαθεί τότε ο μικρός τους που τους αγαπά
γιατί ποτέ οι δυο δεν θ’ αγαπηθούν από τρίτο.
Αλήθεια, με άλας όσο της Νεκρής Θάλασσας.
.
1. Η νόσος του Χάνσεν των λεπρών τους απολεπίζει, o δε ήλιος καταστρέφει το οπτικό νεύρο τους, γι’ αυτό κρύβουν τα πρόσωπα με βαθιά καπέλα και φορούν μαύρα γυαλιά.
2. «Ένδον σκάπτε· ένδον η πηγή του αγαθού..’, Μάρκος Αυρήλιος, ‘Τα εις εαυτόν’ Ζ 59.
3. Ο Ελ.Βενιζέλος ανέθεσε στον γάλλο επιστήμονα Νικόλ τη βελτίωση της άθλιας ζωής στο νησί κι έστειλε ασβέστη, γεννήτρια κ.ά. Το νησί οργανώθηκε καλά, ενώ άδειασε το 1957.
.
ΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ ΕΠΑΝΑΚΑΜΠΤΟΥΝ
.
Πολίτες, ακούσατε την αγγελία του Αυλάρχη;
«Οι βάρβαροι επανακάμπτουν. Εγρηγορείτε».
Πολύς κονιορτός στον ορίζοντα,
ας μην αδρανεί η Γερουσία, η Βουλή,
ο Ηγέτης ας φορεί ενδυμασία απέριττη,
περιστέρι ας κρατά, ας τους κεράσει ελιές.
Θα φορούν όσα μας λήστεψαν τις προάλλες:
τόγες μεταξωτές, περιβραχιόνια με ρουμπίνια,
δαχτυλίδια με διαλεκτά, διαυγή διαμάντια,
βακτηρίες με χρυσό και μάλαμα περιχυμένες,
(μας άφησαν σφυριά να βαράμε τη μοίρα).
Δικά μας. Άλλα δεν έχουμε να μας πάρουν,
ούτε η γη μάς ανήκει· η ψυχή της μόνο
κι οι ασβεστόπετρες σαν λευκές ελπίδες.
Αυτό ας πουν οι ρήτορές μας, χωρίς ευφράδειες:
ο πολιτισμός βάλλει με λέξεις αντί με τόξα ή βόλια
(μα ξενυχτάμε μην τυχόν αυτοπυρποληθεί).
Ακούω έναν μισότρελο στα τείχη να τους κράζει:
«ο Νότος γράφει Πολιτισμό, τον διαδίδει ο Βορράς,
νάνοι, έχετε σκιά γίγαντα όταν ο ήλιος είναι χαμηλά,
χωρίς το εμείς καταρρέετε μαζί με τη Βαβέλ σας·
σαν νυχτώσει θα διασκορπιστείτε στοιχειωμένοι».
.
ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΠΛΑΤΩΝ
.
Πλάτωνα, της λαλείς: «Τ' άστρα κοιτάς, αστέρι μου.
Ουρανός να ήμουν, με άπειρα μάτια να σε κοιτώ».¹
Όμως, της λες: «Αυγερινός στους ζωντανούς έλαμπες,
τώρα στους νεκρούς φέγγεις σαν τον Αποσπερίτη».¹
Αμφιρρέπεις; Σε απορροφά σε ύπνο και σε ξύπνιο,
παράτησες τις εργασίες, τις επιστήμες και μελετάς,
θωρείς τον Έρωτα φτωχό, τραχύ, ρυπαρό, άστεγο ²
να κοιμάται κάτω απ’ τον ουρανό, σε άκρες δρόμου,
από δω να στερείται, από κει να κυνηγά με πόθο
να μάθει την αλήθεια, σοφός να γίνει και μάγος,
ούτε του αθάνατου φύση να έχει, ούτε του θνητού.
Τί είναι φάρμακο, τι φαρμάκι και τι η σύμμειξή τους;
Τί σου ’φερε να πιεις ο δαίμων Έρως και σκέφτεσαι;
Εκτός αν δοκιμάσεις ν’ αγαπάς τη δική σου Οφηλία ³
όσο σαράντα και ογδόντα χιλιάδες άντρες σωρευτικά·
η θεραπεία της αγάπης είναι ν’ αγαπάς περισσότερο.
.
.
1. Πλάτων: ‘ἀστέρας εἰσαθρεῖς Ἀστὴρ ἐμός· εἴθε γενοίμην οὐρανός͵ ὡς πολλοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω’, και ‘ἀστήρ πρίν μέν έλαμπες ἐνι ζωοῖσιν εῷος, νύν δέ θανὼν λάμπεις ἒσπερος ἐν φθιμένοις’, Παλατινή Ανθολογία, VII 669 (βιβλ.7ο).
2. Πλάτων 132, Συμπόσιον 202d8-204b7.
3. William Shakespeare. Hamlet: ‘I loved Ophelia. Forty thousand brothers could not, with all their quantity of love, make up my sum’. Διάλογος με τη Ρωσίδα ποιήτρια Μαρίνα Τσβετάγιεβα.
.
Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης

Με μια κλεψύδρα αντάμα / Ανδρέου Ειρήνη


Πώς ένα δέντρο που κοντεύει πια να ξεραθεί
ξάφνου γεμίζει από χυμούς, φύλλα κι ανθούς;
Μοιάζει με θαύμα!
Πώς ένα σώμα που 'χε στη νάρκη βυθιστεί
ξάφνου ξυπνά και σπαρταρά στους ουρανούς;
Κι εδώ είν' το δράμα.......
Μετέωρο κρεμιέται, πασκίζει να σταθεί...
κάποιοι περαστικοί ορμάνε στους ανθούς
σαν ζώα σε αλάνα.
Που να πιαστεί αφού δεν βρίσκει σώμα με ψυχή
ούτ' έναν άνθρωπο σωστό; Σαλεύει ο νους,
είν' όλα τόσο πλάνα....
Στέρεψαν πάλι η χυμοί , το δέντρο πάει να ξεραθεί...
ξανά στην νάρκη το κορμί μες σε φραγμούς
με μια κλεψύδρα αντάμα..
Από το βιβλίο " Της ψυχής μου τα κομματια"

ΛΕΜΕΣΟΣ - η δική μου ανεράδα / ΑΘΩΣ ΧΑΤΖΗΜΑΤΘΑΙΟΥ



Έσιεις στο δειν σου την φωθκιάν
π' ολόγιομον φεγγάριν
Για μέναν εισ' η ομορκιά
της Τζιύπρου το καμάριν.
Λεμεσός μου Λεμεσός μου
Είσαι ήλιος τζι ουρανός μου
Άνοιξη μου καλοτζιαίριν
Μες στην σκοτηνιάν αστέριν.
Είσαι το φως της ροδαυκής
που η ζωή κλουθά σου
στα σιείλη σγιαν την προσευκή
έρκετε τ 'ονομα σου.

3 Χαικού της Μαρούλλα Πανάγου


Οκτώβρης τώρα
Σύσκεψη ηλικίας
τί κατάφερε;


**


πίστεψες λάθος
κι ήταν τα μάτια κλειστά .
Τώρα άνοιξαν.


***


Η αγάπη της
κρινάκι ολόλευκο
ανθός γιασεμιού.



Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

100/000 ποιητές για την αλλαγή / 2019 /ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ..


ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΩΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΝ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΎΝΗΣ ΘΑ ΔΙΕΚΔΙΚΉΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΠΑΝΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΑΣ
ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΟΥ ΄΄ ΓΚΑΡΑΖ΄΄ ΣΤΗΝ ΔΕΡΥΝΕΙΑ.
ΣΑΒΒΑΤΟ 28/9/2019 ΣΤΙΣ 6.30 μ.μ.
ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΘΑ ΧΑΙΡΕΤΙΣΕΙ ο Πρόεδρος του Παγκύπριου Πολιτιστικού Συνδέσμου Δρ .ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΙΤΡΟΜΗΛΙΔΗΣ.
Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΔΕΡΥΝΕΙΑΣ ΚΥΡΙΟΣ ΑΝΔΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
ΣΥΝΤΟΜΗ ΟΜΙΛΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΓΙΑΝΝΗ Η.ΙΩΑΝΝΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΑΣ..
ΟΜΙΛΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΠΙ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΜΑΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΚΥΡΙΟΥΣ ΤΑΚΗ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΙ ALI TUNCAY. (ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ)
Συμμετέχουν οι ποιητές:
1)ΑΝΤΗΣ ΚΑΝΑΚΗΣ ΠΟΙΗΜΑ ΜΕΣΑΡΙΤΙΚΟ
2)ΧΑΜΠΗΣ ΑΧΝΙΩΤΗΣ ΠΟΙΗΜΑ ΠΕΡΚΙΜΟΝ ΕΝ Η ΩΡΑ
3)ΑΥCAN SARACOGLOU ΠΟΙΗΜΑ ΑΠΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΓΟΜΑΙ;
NERELIYIM
4)ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΓΚΑΣ: ΠΟΙΗΜΑ ΑΙΩΝΙΑ ΠΟΛΗ ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ
5)ΛΕΝΙΑ ΤΑΚΟΥΣΗ ΠΟΙΗΜΑ ΑΡΓΗΣΑΜΕ ΠΟΛΥ.--.ZAMANIDIR UZATALM
6) ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΚΑΤΣΙΑΝΤΩΝΗ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
7)HYSEYIN BACHA
8) SERPIL DEVRIM
9)EΥΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΟΙΗΜΑ ΜΙΣΕΣ ΖΩΕΣ
10)ΕΦΡΑΙΜΗΣ ΚΑΛΛΗΣ ΠΟΙΗΜΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ
11) ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΑΚΚΑΣ ΠΟΙΗΜΑ Ο ΤΟΠΟΣ ΘΕΛΕΙ ΑΓΚΑΛΙΑ
12)Dervise Guneyyeli Kutlu
13)ΕΛΕΝΗ ΤΥΡΙΜΟΥ ΠΟΙΗΜΑ ΕΙΡΗΝΗ
14)ΓΙΟΥΛΑ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΑΤΣΑΛΙΔΟΥ Η ΠΟΛΗ ΜΟΥ

Τρίτη 27 Αυγούστου 2019

Σε λίγο… / Αθως Χατζηματθαιου



Σε λίγο θα’ ρθεις
σαν κύμα αφρισμένο
να με τυλίξεις
στης ανάσας σου τη μαγεμένη αύρα,
η άδεια καρδιά μου να πλημμυρίσει
μελωδίες πόθων
που πάγωσαν
στης ψυχής τις χορδές με τη φυγή σου.
Σε λίγο θα’ ρθεις
κι παγωμένος άνεμος
που μαστιγώνει το σώμα
θα γίνει και πάλι
απαλό αεράκι
και στο χάδι του
θ΄ ανθίσουν οι αισθήσεις
που τις νάρκωσε
το τελευταίο σου φιλί.
Σε λίγο θα’ ρθεις
και της βροχής οι στεναγμοί
που λεηλατούν τα στήθη θα κοπάσουν
η βαριά πλάκα που φυλακίζει το χαμόγελο της ανάσας
θα γκρεμιστεί σ΄ ένα μόνο βλέμμα σου.

ΘΕΤΗ ΠΑΤΡΙΔΑ / Μαρούλλα Πανάγου


Ποτε στην καρδιά του δεν μπηκε
τουτ' η θετή πατριδα
που ρούφηξε τα νειάτα του μετανάστη .
Εικοσιενός χρονών τότε.
Τωρα στα πρώτα....ηντα
κι αυτος !!!!!!!!!
Ν'απομένει περαστικός
Να ονειροβατεί τον γυρισμό.
Ομως αγνώμων δεν πρεπει να 'ναι.
Η θετή πατρίδα πολλά τον έμαθε
Δυνατό τον έκανε
τόσα του έδωσε,
που η μάνα πατρίδα
η ζυμωμένη στο αίμα του
ποτέ δεν θα του δίδασκε.
Καθώς δεν θα μπορουσε
να του προσφέρει την εμπειρία
που πάντα καταφέρνει
την καλυτερη περιγραφή.

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019

ΠΟΛΙΤΕΙΑ* / Δημήτριος Γκόγκας



Τον χρόνο που τρέχει, είχε βγει βόλτα η πρωινή υγρασία
απ΄ το ηλιόφωτο θόλο κάτω και πέρα, που κλείνει
την ανθρώπινη μοναξιά στις απέραντες παραλίες μας.
Κρέμονται χρυσόπλεκτα σκουλαρίκια οι ανάσες
στα καλλίγραμμα αυτιά της ακόμα κοιμώμενης πόλης.
Αμέριμνη, αμετανόητη για τις βραδινές ασελγείς πράξεις της.
Ουδέν ίχνος πόνου στην μέση της ραχοκοκαλιάς, στη κένωση της απληστίας.  
Ένα πέπλο μυστηρίου, αραχνοΰφαντο, τυλίγει αλόγιστα τους περαστικούς, σκουρόχρωμους επισκέπτες, της ξεπεσμένης εποχής σε μια ρατσιστική εξέδρα.  
Μα, η νομιμόφρονα παράνοια και εκείνων που έρχονται γονυπετείς 
με τα ναυλωμένα πλοιάρια εξ ανατολών,
παραδομένοι στο μαύρο πέπλο ενός γαληνεμένου προφήτη
και στον μονογενή δοξασμένο θεό.
Κι όμως χρηστή δεν κατέστη η αλλόφρονα ζωή τους.
Εικάζεται πως θα γραφεί με το στερητικό πρώτο γράμμα.

Η ώρα που περιεργάζεται τις πνιγηρές ώρες, προχωρά αργά και τρανώνεται.
Ο μαύρος ύπνος, πρόσκαιρος απαθής θάνατος, γλυκόπικρους καρπούς αφήνει, συνεχίζει μονάχος και γυμνός να βρει τραχείς ανθρώπινους θορύβους
που θα ορίσουν την μέρα, θα σκαλίσουν το ρολόι και θα πούνε:
Να οι βηματισμοί των ανθρώπων, να η ιλαρή ιστορία, να το μέλλον μας.

Και οι ύστεροι τυφλοί, κρατώντας στο χέρι μια φωνή ανήκουστη και άυλη, 
με ύφος απελπισμένων και ανέλπιδων κι άλλοι αμήχανοι κρατώντας κέρατα, 
δικράνια και φτυάρια, υψώνουν τη τσιμεντένια πολιτεία.
 Σ΄ ένα μονόδρομο που αλυχτά, κραυγάζει και πνίγεται, 
καθώς ανοίγει συθέμελα, μια πελώρια γούρνα με το άλικο νερό της να κοχλάζει.
Σ΄ ένα αδιέξοδο δρόμο που ουρλιάζει και χάνεται ,
ως λιγοστεύει ο αέρας των ανθρώπων.



* Γ βραβείο στον Πανελλήνιο διαγωνισμό Ποίησης ενηλίκων 2019 με θέμα: «Περιβάλλον: γη, νερό, αέρας» που διοργάνωσε η Εταιρία Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου (13ης  “ΛΥΡΙΚΗ ΠΑΜΒΩΤΙΔΑ”)

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019

Ο ΔΡΟΜΟΣ / Νικηφόρου- Θεοκλή Αντρούλλα


Τον δρόμο αυτό θ´ακολουθώ,
ανηφοριά μεγάλη,
μα με τή πίστη στή καρδιά,
εκεί θε να με βγάλει.
Με γνώμονα μου τήν καρδιά,
καί την ψυχή μου βάζω,
μάτια τής φαντασίας μου,
κι ολοταχώς αράζω.
Τόν δρόμο θα ακολουθώ,
καί εκεί θε να με βγάλει,
στό τόπο πού γεννήθηκα,
καί τώρα τόν έχουν άλλοι.
Εμπόδια στό δρόμο μου,
αμέτρητα,σωρό,
μα θα περάσω καί θα βρώ,
τό σπίτι μου πού αγαπώ.
Εμπόδια στό δρόμο μου,
αμέτρητα θα συναντήσω,
συρματοπλέγματα,
μα θα τά περιφρονήσω.
Φτερά θα βάλω γρήγορα,
να μπόρω να πετήσω,
στον όμορφο παράδεισο,
σαν τό πουλί,γιά να κελαηδήσω.
Ο τόπος πού μεγάλωσα,
αξέχαστος θά μείνει,
ο πόνος μέσα στή ψυχή,
καίει σαν τό καμίνι.
Τό σπίτι πού γεννήθηκα,
κι ας τό πατούν οι ξένοι,
στοιχειό είναι καί με προσκαλεί,
ψυχή καί με προσμένει.
Ο τόπος μας αξέχαστος,
είναι μέσ´τή ψυχή μας,
να μας θυμίζει αιώνια,
ποιά η καταγωγή μας.
Η Κύπρος σπαράζει στό σταυρό,
κι εμείς ακολουθούμε,
σάν πρόβατα είς τή σφαγή ,
σαρανταπέντε χρόνια ζούμε.
Τόν δρόμο τού παράδεισου,
ποτέ να μην ξεχνούμε,
καί εύχομαι πώς κάποτε,
αυτόν θα τόν διαβούμε.

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2019

Ανδριανή Θεοκλή Νικηφόρου (βιογραφικό σημείωμα)

Η Ανδριανή Θεοκλή Νικηφόρου,γεννήθηκε στό χωριό Χάρτζια τής επαρχίας Κερύνειας. Τό 1973 μετέβη γιά σπουδές στήν Ελλάδα.Σπούδασε στό Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο στήν Θεσσαλονίκη,ελληνική φιλολογία. Μέ τό πέρας τών σπουδών της ,επέστρεψε στήν Κύπρο.Δέν εργάστηκε ποτέ γιατί θέλησε να αφιερωθεί στήν οικογένεια της,στά τέσσερα παιδιά της. Αγαπημένη της ασχολία,είναι η μελέτη λογοτεχνίας κ ποίησης. Τα τελευταία χρόνια,έχει προχωρήσει στή συγγραφή ποιημάτων,με ειδική αναφορά στή τουρκική εισβολή κ στά σκλαβωμένα μέρη τής Κύπρου. Πηγή έμπνευσης ο Νόστος γιά τή χαμένη πατρίδα. Η ποιητική της συλλογή διατίθεται μόνο ηλεκτρονικά. Όραμα της είναι,μέσα από τά ποιήματα της νά αφυπνίσει τούς νέους τόν πόθο τής επιστροφής στά σκλαβωμένα μέρη τής Κύπρου.

ΜΑΚΑΡΙΑ ΓΗ / Νικηφόρου- Θεοκλή Αντρούλλα


Μέσα σ´ένα παράδεισο,
στή γή τή μακαρία,
ο κόσμος ζούσε όμορφα,
κι είχε ευημερία!
Απέραντες οι ομορφιές,
πώς να τίς περιγράψω,
όταν μου έρχονται στό νού,
θέλω πολλά να κλάψω.
Ω! Θαύμα ,θαυμαστό,
τζιαί θαύμα τών θαυμάτων,
να βλέπεις πάνω τό βουνό,
τζιαί τό γιαλό πού κάτω.
Μέσα στή μέση τά χωρκά,
νάναι ζωγραφισμένα,
όμορφα σπίθκια,μιάλα τζιαί μιτσιά,
όμορφα καμωμένα.
Γαλάζια η θάλασσα τού Βορκά,
έχει μιά άλλη χάρη,
εχει μιά αύρα ξεχωριστή,
τήν είχαμε καμάρι.
Την ώρα ,πάσ´τό λιόγερμα,
ο ήλιος,στή αγκαλιά της πέσει,
δέν θα υπάρξει άνθρωπος,
από να μήν τ´αρέσει!
Εκεί πού σμίγει ο ουρανός,
τζι η θάλασσα αντάμα,
τό θέαμα γοητευτικό,
σαν νάναι ένα θαύμα!
Χρώματα καί πινελιές,
ο ήλιος ζωγραφίζει,
γλυκά- γλυκά τή θάλασσα,
τήν γλυκό νανουρίζει!
Τού Πενταδακτύλου η οροσειρά,
η όμορφη η πλάση,
πού στέκεται αγέρωχη ,
κι είναι γεμάτη δάση.
Λογιών- λογιών αγριολούλουδα,
ανθούν τζιαί πορουβούσιν,
πάνω σε τούντη άγια γή,
τζιαί μονομιάς βλαστούσιν.
Φκιόρα πολλά τζιαί όμορφα,
στή γή ευδοκιμούσιν,
έχουν άρωμα εξωτικό ,
τζι όλα μοσχοβολούσιν.
Πρίν το 74 χαρά Θεού η πλάση,
μα τώρα τά αρπάξανε,
τζιαί έκρουσαν τά δάση,
όμως κανένας εν εβρέθηκε,
τούτους να τούς δικάσει.
Τήν θάλασσα ,τήν μόλυναν,
κλαίει τζι αναστενάζει,
κάτω από τόν τούρκικο ζυγό,
αφρίζει τζιαί σπαράζει.
Έτσι παραπονιάρικα,
τά τζιήματα κτυπιούνται,
πάνω σε βράχους κέντημα,
σμιλέφκουν τζιαί θυμούνται.
Τά δάση μας τά έκαψαν,
μα οι ρίζες μέσ´τό χώμα,
απλώνουνε τζιαί φκαίνουνε,
τζιαί πού τες πέτρες ακόμα.
Σσιήζουν τούς βράχους,
γιά να φκούν,
τό φώς να αντικρύσουν,
χλωρές οι ρίζες τζιαί κρατούν,
δροσιά τού παραδείσου!
Οι πρόγονοι οί ρίζες μας,
τά δέντρα τά παιδκιά τους,
τά έκαψαν ,μα έμειναν,
οι ρίζες τους μιτά τους.
Όσο οι ρίζες σπάζουνε,
τίς πέτρες τζιαί περνούνε,
τζιαί αν τό θέλει τζι ο Θεός,
πάλιν θά ξαναφκούνε,
με νέους κλώνους τζιαί κλαθκιά,
πάλιν θ´αναστηθούνε.
Όσο οί ρίζες σπάζουνε,
τές πέτρες τζιαί περνούνε,
τόσο οί ελπίδες ζωντανές,
πώς θά λευτερωθούμε!
7 Αυγούστου 2019

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2019

ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΩ / Ζυμπουλάκης Στέφανος

Θα ξανάρθω 
σαν το καράβι αλλαγμένο απ΄τις θάλασσες
μ΄ ένα μάτσο φως 
που μάζεψα απ΄ τον πόλεμο
(το ξέρω, 
πως στην καρδιά σου μέσα 
ακούγεται η φωνή μου
με λίγους στίχους 
που χτενίσανε το θάνατο
και βάφτηκαν με αίμα) 
χωρίς πατρίδα πια
χωρίς ταξίδια
και θα σου πω στη γλώσσα των δακρύων.
Ιδού ο δρόμος μας.
Ιδού η φυγή μας. 
Θ ακλάψεις.
Η εξορία σκληρή μας περιμένει 
να γιορτάσει με το δάκρυ μας
Και τα παιδιά 
σε ποιά ελιά ή αντίσκοινο 
θα καταχωρηθούνε;
Απόψε ανάμεσά μας τριγυρνά 
λίγος Θεός ακόμη
καθώς η επίρροια του φωτός 
ζεσταίνει τα μάτια μας
και την καρδιά μας. 

Τώρα που κράτησε ψηλά 
τ΄ αμαξηλάτη το κεφάλι 
η ζωή θα πάρει το νερό της βρύσης. 
Θα βρει τη μνήμη λιπαρή 
σε δωρική αλυσίδα
και μέσ΄ απ΄ τους διάφανους
ερωτισμούς του "LIEBERSTRAUM"
μεδούλι ο έρωτας, κι ολοταχώς
οι μέλισσες μαδάνε τους βλαστούς.
Θα ξανάρθω 
σαν το καράβι αλλαγμένο απ΄ τις θάλασσες
μ΄ ένα μάτσο φως 
που μάζεψα απ΄ τον πόλεμο 
κι απ΄  την αρχή 
θα βάλεις με τα χέρια σου πηλό 
να ξανακτίσεις τη φωλιά σου 
καθώς αλλιώτικο το φως 
θα χώνεται για βλάστηση στη γη 
καθώς στο χώμα 
θα φυτρώνουν οι καρδιές μας.