«Γι’ αυτή την πόρτα
δεν μπορούμε να μιλάμε
μην ξυπνήσουμε όσους περπατούν
σαν υπνοβάτες μες στον ύπνο
μας».
Ελέησόν με, άγιε Σατάν, το
βράδι αυτό,
κι άκουσε, αν θέλεις, της
κοιλιάς μου το γουργουρητό.
Κλαρίνα, πίπιζες,
ταμπούρλα, τα έντερά μου,
μια χλαλοή, ένα πανηγύρι
διοργανώνουν.
Σαν εφιάλτες οι αναμνήσεις
με κυκλώνουν,
γελούν, σα μέγαιρες,
τριγύρω τα όνειρά μου...
|
Άνθρωπος ήμουνα κ΄ εγώ
κάποια φορά
κ΄ έγινα ζώο, απ΄ των
πραγμάτων τη φορά.
Ναι, κάποιο χτήνος, με τα
πόδια του δεμένα,
που δε μπορεί μες το
λειβάδι να βοσκήσει,
δεν ημπορεί τ΄ αφεντικό
του να κλωτσήσει,
γιατί το σφίγγουν οι αλυσίδες
του, ωιμένα!
|
Κόλαση γύρω μου η ζωή με
τυραννεί,
πνίγοντας κάθε βογγητό μου
και φωνή.
Μα, ως τόσο, κάτι
περιμένω, που όταν φτάσει,
μέσα στο φως, μες τη χαρά
θα ξεχυθώ,
μια νέα αυγή, μια μέρα
ολόφωτη θα ιδώ.
|
Κάθε μου δάκρυ, που απ΄ τα
μάτια μου έχει στάξει,
φωτιά θα γίνει, που ό,τι
με σφίγγει θα ρημάξει.
Γαλάζια η νύχτα θα χορεύει
ολόγυρά μου,
λαμπρά τ΄ αστέρια θα
οργιάζουν μες το φως.
Άγιε Σατάν, τώρα που
γέρασε ο Θεός,
οδήγει, Εσύ, οδήγει, Εσύ,
τα βήματά μου.-
|
Από τη συλλογή ‘Αγιε Σατάν ελέησόν με
|
Είναι μιαν ώρα, μια στιγμή,
που με κυκλώνουνε οι λυγμοί,
και πάω να κλάψω δυνατά,
να λυτρωθώ απ΄ τα βάσανα,
σ΄ αυτή την όμορφη βραδιά,
να κλάψω για όλα τα παιδιά
που μες τους δρόμους
τριγυρνούν, απόκληρα, πεντάρφανα.
Ιδού! ο μικρός μας Θοδωρής
κι ο πιο μεγάλος ο Ριρής,
στο πεζοδρόμι κάθουνται,
χαζεύουν και καπνίζουνε,
πιο πέρα ο Φάνης κι ο Τοτός,
που τους παιδεύει ο πυρετός,
βρωμολογούν και βλαστημούν,
γελούνε και δακρύζουνε.
Και κάποιος μορφινομανής,
γιος της μαντάμας της Φανής,
– σκιάχτρο και φάντασμα
χλωμό, σαράβαλο κ΄ ερείπιο –
περνάει μπροστά τους σιωπηλά,
τους αντικρύζει και γελά,
με τ΄ άθλιο παντελόνι του
και το πουκάμισο το τρύπιο.
Και μες τη σάλαν η κυρά,
πλημμυρισμένη από χαρά,
παίζει Μπετόβεν και Σοπέν,
πιανίσσιμο και φόρτε,
μερακλωμένη τραγουδά κ΄ έχει
στο πλάι το λαδά,
που προσπαθεί πολύ κουτά
να της σερβίρει κόρτε.-
|
Συλλογή Τα σφυρίγματα του αλήτη
|
Σαν πελαγοδρομήσαμε, τότε,
στον πόνο μας πιστοί,
– ξένοι, που νοσταλγήσανε
πατρίδα όλη τη γη –
κάποια αγωνία μάς έδερνεν
από το βράδι ως την αυγή,
πως το κουράγιο μας γοργά σαν
κύμα θα σβυστεί,
σαν πελαγοδρομήσαμε, τότε,
στον πόνο μας πιστοί.
|
Νύχτα ήταν τρισκότεινη,
δίχως μια λάμψη έστω μικρή,
κ΄ είχε η ζωή μας
αιστανθεί μεγάλο απαυδημό·
κ΄ είχε η καρδιά μας
σφαλιχτό, σα φυλαχτό της τον καημό
και λέγαμε στενάζοντας :
«Πότε θα φτάσουμε αντικρύ;»
Νύχτα ήταν τρισκότεινη,
δίχως μια λάμψη έστω μικρή.
|
Μα, ως τόσο, κι αν
γινήκανε κουρέλια τ΄ άσπρα μας πανιά,
και το ιστιοφόρο μας
επνίγη στο βυθό,
-ν- η τρικυμία εδιάβηκε
–γιατί να λυπηθώ;–
και να! που φτάσαμε γεροί
σε φως κι απανεμιά,
κι ας μείνανε στο πέλαγο
κουρέλια τ΄ άσπρα μας πανιά.
|
Δω πέρα θα ησυχάσουμε,
συντρόφοι, τώρα μια στιγμή,
κ΄ ύστερα πια θα φτιάξουμε
καράβι πιο γερό,
να μην τρομάζει κύματα
βαριά κ΄ ενάντιο καιρό,
γιατί η ψυχή μας το ποθεί
πάντα να πελαγοδρομεί,
προς νέες χαρές, νέους
καημούς, προς νέους ωκεανούς.-
|
Από τη συλλογή ‘Αγιε Σατάν ελέησόν με,
|
«Τι τρομερός, τι τρομερός,
πούναι κι αυτός ο αλητισμός!»
Τέτια μιλώ, παραμιλώ,
την κάθε μέρα και γελώ
με τον ανόητο εαυτό μου,
| ||
πόχει πιστέψει στη ζωή και
την ερμιά του κόσμου.
| ||
«Σήμερις έχουμε ψωμί,
κι αν δεν υπάρχει, θα βρεθεί!»
Με τέτια σκέψη τριγυρνώ
εδώ κι εκεί κι όλο περνώ
πάντα μες τ΄ όνειρο, στην
πλάνη,
| ||
και το κουφάρι μου γερνά,
κοντεύει να πεθάνει.
| ||
«Κάποιαν αγάπη καρτερώ
και θάρθει σύντομα, θαρρώ».
Φτωχή καρδιά, καρδιά τρελή,
πόχεις πεποίθηση πολλή
στα μαδημένα τα φτερά σου,
| ||
είν΄ ο αγέρας δυνατός κι
ανάλαφρη η χαρά σου.
| ||
«Δεν ήρθε απόψε. Τι μ΄ αυτό;
Στη μοναξιά θ΄ αναπαυτώ».
Ίσως και νάρθει την αυγή,
εδώ στον πάγκο να με βρει,
μ΄ ένα φιλί να με ξυπνήσει.
| ||
Τάχα γιατί ν΄ απελπιστώ κι
αν λίγο ακόμη αργήσει;
| ||
«Ω τι γλυκός, ω τι γλυκός,
πούναι κι αυτός ο αλητισμός!»
Τέτιον επίλογο θα πω,
σα μια νυχτιά θα κοιμηθώ
στον ουρανό από κάτου
| ||
και θ΄ απλωθεί τριγύρω μου
το σκότος του θανάτου.-
| ||
Συλλογή Τα σφυρίγματα του αλήτη,
|