Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γαριβάλδη Άντρια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γαριβάλδη Άντρια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

Μες στην οσσιάν της πεθυμιάς /Άντρια Γαριβάλδη

      


Η νύχτα μαύρη, βαρετή,
αφέγγαρη τζιαι σκοτεινή,
να ξημερώσ' ο Πλάστης μου
να βκω να κάμω μιαν ευτζιήν .

Πού να ρωτήσω γιόκκα μου,
πού να δικλήσω να σε δω,
ν' αρπάξω μες στα σιέρκα μου
σαν, Παναγιά μου, το Χριστό,
γυρεύκω την εικόνα σου
που 'πανωθκιό στο στρώμα σου.

Σκοτεινιαστήκαν τα βουνά,
τες αμαρτίες μολοούν,
πλάσμα γυρόν μου εγ γελά
τζιαι τα πουλιά μοιρολοούν
της μαυροφόρας μας σκλαβκιάς
τα αγνοούμενα παιθκιά.

Γυρεύκω τα σιερούθκια σου,
το στόμα τζείνον το γλυτζύν,
ακούω τα τραούθκια σου,
κουβέντες μέσα στη ψυσιήν,
λόγια που λάλες της χαράς,
γινήκαν σκέψεις συφφοράς.

Στες φυλακές που μάσσιεσαι
εν ξημερώνει το πρωί,
ούτ' άθρωπος δε βρέθεται
μιαν καλημέραν να σου πει,
μα δεν ηξέρω πού κρατείς,
αν εις τον κόσμον τούτον ζιείς.

Έλα, χαρώ σε μάνα μου,
άστρον της νύχτας πριν να βκεις,
στον ύπνον παραλάλημα,
έλα τζιαι πόψε να με δεις.
Έλα τζαι φεύκεις την αυκήν,
σαν άνεμος πριν τη βροσσιήν.

Σαν τον αθθόν της λεμονιάς
που πέφτει τζιαι σκορπίζεται,
με τον αέραν που φυσά,
στο χώμαν τζι αφανίζεται,
σαν κλώνος της πορτοκαλιάς
εκόπης τζι έσβησες μεμιάς.

Βκαίνω τζαι βρέχω τον στενόν,
ποτίζω την βασιλιτζιάν,
έσσω μας άμαν πουν' να μπεις,
εν' να μυρίσ' η γειτονιά.
Θαρκούμαι τζι έρκεσαι τωρά,
άκου την πόρτα που φακκά .

Ο πόθος μου επόλλυνεν
αλώπως έχω συντροφκιάν,
θωρώ σε μπαίνεις γιόκκα μου,
"ήρτα" φωνάζεις μου "μανά".
Μα 'ν' η οσσιά σου στο γιαλόν...
ο σσιος του πεύκου στο βουνόν.

Μες στη φωτογραφίαν σου
εζωντανέψαν τα παλιά,
ας ήταν τα ορόματα
να 'βκαίνασιν αληθινά
o
μες στην αγκάλη μου να μπεις,
"εγιώ 'μαι, ο γιος σου", να μου πεις.

Μα 'ν' η οσσιά σου στο γιαλόν...
ο σσιος του πεύκου στο βουνόν...


Ξαναντάμωμα / Άντρια Γαριβάλδη



Ήρθες με ντύσιμο ανοιξιάτικο,
προτού η κρύες μέρες του χειμώνα τελειώσουνε καλά καλά
μήνυμα  φωτεινό να φέρεις.

Τα φύλλα στα δέντρα κρατούσαν τη δροσιά της νύχτας απαλά,
 οι πρώτοι ανθοί έσκαγαν με ροζομπλέ αποχρώσεις
σκορπώντας μηνύματα ευφροσύνης.

Κι εσύ αναδύθηκες από το πράσινου του κάμπου φορώντας τον ήλιο στα μαλλιά.

Δεν πάει καιρός από τότε που σκαρφαλώσαμε στην κορυφή του απέναντι λόφου
χίλια τα σκαλοπάτια είχαμ’ ανεβεί
κι εσύ είχες αφήσει πίσω σημείωση γραμμένη στο ημερολόγιο των λογισμών.

Να  ’ρθεις πρωί με την αυγή, σου είχα θυμίσει.

Κι ήρθες με μια αγκαλιά πράσινους κλώνους απ’ τα κυπαρίσσια
            σφίγγοντας στο νεανικό σου στήθος την εικόνα απ’ τα παλιά
γνέφοντας πως η ώρα να ξεκινήσουμε το ψάξιμο είχε σημάνει.

Ήρθες κι η ρόδα κύλισε του χρόνου ανθοφορούσα.


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΑΥΡΙΟ / Άντρια Γαριβάλδη



Όλο και λιγοστεύουν οι μέρες του χειμώνα
 
κι η αναμονή της άνοιξης γίνεται όλο και πιο έντονη.
Η βροχή πρασίνισε τον κάμπο της ψυχής 
κι ο ήλιος πήρε τη θέση του πίσω απ' τα χείλη τ' ουρανού.  

Eμείς, σαν πεταλούδες φτερουγίζουμε από μπαλκόνι σε μπαλκόνι 
κουβαλώντας την ουσία της γονιμότητας.
Έτσι, οι μέρες γίνονται πιο ανάλαφρες, κάπως λιγότερο μονότονες.
Περιμένουμε να δούμε μια πιο φωτεινή εποχή,
 
να ζήσουμε έναν κόσμο πιο ανεκτικό,
να σφίξουμε το χέρι ο ένας του άλλου
δίχως αμφιβολίες ή
 ενοχές.

Τα δέντρα στην αυλή σιγοψιθυρίζουν τον ήχο της καινούργιας μέρας,
Ο φλοίσβος της θάλασσας νανουρίζει την νεογέννητη ελπίδα.
Οι αποχρώσεις του ορίζοντα γράφουν το νέο σενάριο του ονείρου.
Κι εμείς γυρίζουμε σελίδα στο ημερολόγιο της ζωής.
Όλα αυτά σε πεζό ρυθμό στο κατώφλι του αύριο.


Άντρια Γαριβάλδη

Της Ανάστασης / της Άντριας Γαριβάλδη



Και πάλι περιμένω στ’ ανοιχτό παράθυρο
να δω το πέταγμα της χελιδόνας...

Και πάλι αναζητώ το μυρωμένο αεράκι
που ’ρχεται απ’ το περβόλι το φορτωμένο μ’ ανθό και μέλισσα
να χαϊδέψει τα μάγουλα της άνοιξης
φέρνοντας την οσμή του λεμονιού
ν’ αναζωογονήσει τη γειτονιά.

Πάλι έρχεται το ταρακούνημα της μνήμης
τυλιγμένο στον καπνό απ’ το θυμίαμα της μάνας
το ευλογημένο να ετοιμάσει πασχαλιάτικο τραπέζι
με την ψάθα γεμάτη καλούδια, κουλούρια, ζυμωτά παξιμάδια
και τ’ άρωμα του τριμμένου τυριού στη σκάφη
που θα γεμίσει το σπίτι με τ’ άρωμα της φλαούνας
που θα ψήσει στον φούρνο
έξω στην αυλή της κυρά Παναγιώτας.

Να τρέξουν τα παιδιά να μαζέψουν αυγά
για να τα βάψει η μάνα κόκκινα
κόκκινα με το χρώμα της χαράς
για να’ χουμε στα χείλη μας χαμόγελο.

Ακόμα μαζεύω στο συρτάρι τις πολύχρωμες κλωστές
που θα κεντήσουν το γιορτινό τραπεζομάντιλο
τη μέρα της Λαμπρής
στο σπίτι μας... στη Ζώδια.

Καλή Ανάσταση να πούμε πια στον τόπο μας.

4/2012


Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

Ειρήνη / της Άντριας Γαριβάλδη



Τα σπίτια μας λευκά
ειρήνη
και τα ψηλά καμπαναριά
γαλήνη

Τα χελιδόνια φτερουγίζουν,
πετούν στο φως
και τα ματάκια παιγνιδίζουν
ρωτούν το πως,
ειρήνη.

Λεμονανθοί, μοσχοβολιά,
λόγια γλυκά, τριανταφυλλιά
και μες στο πράσινο
αγνοί παλμοί της Ρωμιοσύνης.

Είν' η ζωή, η ξεγνοιασιά,
των λουλουδιών μια ζωγραφιά,
του βρέφους το χαμόγελο,
ήρεμο ξύπνημα πουλιών,
το γέλιο της μητέρας
και η φρεσκάδα παιδικών κραυγών.

Και ότι άλλο κρύβεται δειλά
μες στης αγάπης τη χαρά,
ρωτούν δυο μάτια να τους πω
εμπιστευτικά,
ειρήνη.

Αιώνιος άρχων / Άντρια Γαριβάλδη


Ζεστό ένα χάδι
πέρα απ' το μνήμα,
μες στο σκοτάδι
τραβά το νήμα.

Θαμμένο στάχυ
δίχως πυξίδα,
χαμένη μάχη
χωρίς ελπίδα.

Φαρδύ το χάσμα
ανθρώπων χάλι,
αρχαίο φάσμα
που πια δεν θάλλει.

Θολό το ρέμα
γλύφοντας φεύγει,
χαμένο βλέμμα
τη λήθη θέλγει.

Φωνή, φοβέρα
μόνος υπάρχεις,
πέρα απ' το πέραν
το σύμπαν άρχεις.

Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

Ηλιοβασίλεμα στη Λάρνακα / Άντρια Γαριβάλδη




Γλύκανε ο ήλιος
κι έπεσε στη Σκάλα ,
στο προσκεφάλι της νυχτιάς
να κοιμηθεί.
Έπεσαν οι σκιές
κι αντάμωσαν
της γης σημάδια...

Στην Αλυκή
οι πελαργοί και τα φλαμίγκο
κούρνιασαν στις καλαμιές,
πίσω απ' τα ροζ νερά που καταλάγιασαν.

Του καταχείμωνου
οι ηλιαχτίδες λιγοστές,
μα στο λυκόφως της καρδιάς
τα φτερουγίσματα,
τρελά λυχνάρια.

Κι ο πορφυρένιος βασιλιάς,
τις φοινικούδες στεφανώνει
βασιλεύοντας,
στη Λάρνακα...

Κάθε Απρίλη / Άντρια Γαριβάλδη




Την άνοιξη
στέλνει ο Θεός το μήνυμα
με το φτερό της χελιδόνας,
πάνω απ' τα σύννεφα της μνήμης,
του παραδείσου τα πουλιά καλώντας
στης Πασχαλιάς το πανηγύρι.
Την άνοιξη,
μεθάει η αυγή με τις ανταύγειες των κυμάτων
των πελώριων αναδύσεων
της Αφροδίτης,
δίπλα στην Πέτρα του Ρωμιού ,
τα βοτσαλάκια γλύφοντας μηχανικά.

Την άνοιξη,
του πεύκου τ' άρωμα αναβλύζει έντονο
κι η αγάπη ψήνεται
στου Τρόοδους τον κόρφο,
και δένει μες στο τρίχωμα του αγρινού
που δε γερνά,
μόνο γεννιέται...

κάθε Απρίλη.

Γράμμα στα εγκλωβισμένα αδέρφια / Άντρια Γαριβάλδη



Αδέρφια, μακρινά, αδικοπονεμένα,
στης Κύπρου την καρδιά
φυλακισμένα,
εγκλωβισμένα...
Εδώ,
πίσω απ' το συρματόπλεγμα...
με τις σκιές των στοιχειωμένων των σπιτιών
της Αμμοχώστου κουβεντιάζουμε,
καθώς βουβά απλώνονται
πάνω στα ήρεμα νερά της ύποπτης ανατολής.

Μονόλογος ακούγεται,
θαρρείς μας ξέχασαν,
φοβόμαστε να τα κοιτάξουμε.

Κι εσείς αδέρφια, πέρα στο Καρπάσι
με φόβο κλείνετε τα μάτια
κάθε βράδυ,
ελεύθερα να περπατήσετε στους κάμπους
δεν μπορείτε.
Σκληρό κι ασήκωτο στην πλάτη σας το βάρος,
άδικη κι απροσπέραστη η απομόνωση
που γέννησ' η σκλαβιά.

Μοιράστηκαν τα σώματά μας,
διαμελιστήκαμε.
Το 'να μας χέρι στο Ριζοκάρπασο ,
τ' άλλο στη Λεμεσό
με το 'να πόδι σεργιανίζουμε
στους έρημους δρόμους
του σκλαβωμένου χωριού,
με τ' άλλο κυνηγάμε το ψωμί στη Λευκωσία.

Το 'να μας μάτι προσπαθεί ν' αγκαλιάσει
τα βορινά ακρογιάλια της πατρίδας,
από τους Σόλους ως στη Σαλαμίνα
και τ' άλλο παλεύει
ν' αναγνωρίσει τους δικούς μας,
όσοι απέμειναν.

Σε τούτο το γράμμα
που φέρνει το περιστέρι
θα βρείτε λόγια πού 'γιναν τραγούδια,
τα καρδιοχτύπια μας,
ζεστό ένα δάκρυ κι ένα φιλί.

Κι εσείς,
μες στο δικό σας γράμμα,
μην ξεχνάτε,
στείλτε ζεστό τον πόνο σας,
του παραθύρου σας τη θέα,
τη γεύση του καλοκαιριού,
τη μυρωδιά του διψασμένου χώματος,
την ανυπόμονη πνοή
τ' όμορφου Αυγουστιάτικου πρωινού.

Στείλτε μας ένα γιασεμί
απ' την αυλή μας,
του γνώριμου μονοπατιού,
ένα φίλημα
και κλείστε μέσα στη φωνή σας
του κύματος τον ψίθυρο
και την ανάσα σας.

Ένα αγριολούλουδο της Παναγιάς
αποθυμήσαμε-
το σπίτι μας μια ζωγραφιά απέμεινε-
τη γη μας, το σχολειό, τον ελαιώνα,
τη χρυσορόδινη αμμουδιά
που της Κερύνειας τ' ακρογιάλι αγκάλιαζε
πέρα ως πέρα,
ως τον Απόστολο Ανδρέα .

Αδέρφια,
την αλφαβήτα στείλτε μας
με μια ελπίδα,
όπως την ξέραμε παλιά, ανόθευτη,
και της αγάπης το μαντήλι
σ' ένα κόκκινο σταυρό δεμένο.

Της Κύπρου την καρδιά,
φυλακισμένη, εγκλωβισμένη,
εσείς -ακοίμητοι φρουροί, ακρίτες-
φυλάξτε τη με θέρμη...
και στείλτε την
στης λευτεριάς την αγκαλιά.

Εκεί,
καλή αντάμωση
αδέρφια μας να δούμε!

Μέρα κατοχής / Άντρια Γαριβάλδη



Είκοσι Ιούλη , μέρα φοβερή,
άδοξη ώρα που 'γινες χολή,
κλεμμένη εικόνα, σπασμένο γυαλί,
κόσμος ακόμα σκληρός σαν καρφί.

Είκοσι Ιούλη, μέρα τρομερή
μισή ψυχή, μισή φωλιά η γη,
δίχως τον άντρα, χαμένο παιδί,
είκοσι πίκρες θωρείς σκυθρωπή.

Σφίγγεις στα χέρια την τόση ντροπή,
άδεια γωνιά, μισή καρδιά κι αυτή
σε ξένους δρόμους πλανιέσαι σκυφτή,
σέρνεις θυσίες κι αιμορραγείς.

Πέτα τη ματωμένη σου ποδιά,
χρωστάς λίγο αέρα στα πουλιά,
μια φούχτα χώμα στα μικρά παιδιά,
τα χείλη ας φωνάξουν λευτεριά.

Νησί / Άντρια Γαριβάλδη



Ήσουν απλό, μοναχικό νησί,
σαν περιστέρι του Μαγιού
που πρώτη του φορά
άνοιγε τα φτερά στο πέλαγο,
στέλνοντας ήχους και ζωής παλμούς
στης Μεσογείου τις αγκάλες.
Εκεί βρίσκεσαι ακόμα
φύλλο χρυσοπράσινο,
στης θάλασσας την κόχη,
κάθε καντούνι κι ένα μήνυμα,
κάθε γωνιά σου θησαυρός προγόνων.

Σε τούτο δω το στίγμα του αιώνα
βαριά χτυπά ο βοριάς την πόρτα σου και πάλιo
τώρα τ' αηδόνια έχουνε σωπάσει
κι οι σπίνοι χώθηκαν στα πεύκα τρομαγμένοι.

Στη Σαλαμίνα,
ψυχή δε βρίσκεται καμιά,
ο Δίας μόνος βασιλεύει,
τ' αγάλματα αφουγκράζονται
απόμακρες κουβέντες λυτρωμού του Ευαγόρα .
Πέτρινα μάτια
καρφωμένα στον ορίζοντα,
κάποιο καράβι
της γαλάζιας μάνας περιμένουν,
καινούργια χρώματα να φέρει
στις άχρωμες φιγούρες τους,
και τις κραυγές του 'Aδη να μερέψει.

Προσμένει η πράσινη κοιλάδα
του Μόρφου
με τις κατάφορτες πορτοκαλιές
όπως τις ξέραμε παλιά,
χωρίς τη γεύση του καπνού
και τη μαυρίλα πού 'σπειραν οι βόμβες
πεισμώνουνε τα δέντρα μας μη μαραθούν,
να μην αφήσουν ξένο χέρι να τα κλέψει.
Απορημένοι οι Σόλοι ονειρεύονται
στο θέατρο να ζήσει η Μήδεια και πάλι.

Διψάει ο χρυσαφένιος κάμπος της Μεσσαριάς
για ένα φθινόπωρο πιο δροσερό,
την όμορφη πατροπαράδοτη ποδιά
οι κόρες να κεντήσουν.

Και η Κερύνεια , το προπύργι του βορρά,
δόξες παλιές της νοσταλγεί
τα χρόνια που 'φυγαν μοιρολογώντας,
της προσφυγιάς τα δάκρυα μαζεύοντας
απ' τις πλαγιές του γέρικου βουνού
που σιωπηλά κυλούν και σμίγουν με το κύμα
γύρω από το κάστρο.

Αδημονεί απόμαχος ο γέροντας
μην τη στερνή πνοή αφήσει πριν την ώρα του,
με τη ματιά κρεμάμενη στον Πενταδάκτυλο.

Ποιες άλλες θυσίες ζητά η ατέλειωτη τούτη νύχτα;

Λαχταρούν μαυροντυμένες οι κυράδες
στην πονεμένη αγκαλιά τους να σφαλίσουν
τα παλικάρια τους ξανά.
Και το μικρό το προσφυγόπουλο ορκίζεται,
απ' την ορμή της ιστορίας φλογισμένο,
τα χώματα και πάλι να πατήσει
τα ποτισμένα
με τον καυτό ιδρώτα των παππούδων.

Είναι η Κύπρος,
που χρόνια τώρα θρηνεί
τη μοίρα των αδικημένωνo
σκύβει, σκοντάφτει, γονατίζει
μπροστά στο σιδερένιο σκαλοπάτι των εθνών,
βογγάει σέρνοντας τα μολυσμένα χρόνια,
βοήθεια, βοήθεια κράζει...
αίμα η βροχή
στη γη των Αχαιών.

Θεοί των πατέρων μεριμνείτε,
το άγιο τούτο χώμα λυπηθείτε,
τ' αδέλφια μας ποτέ μη λησμονείτε,
είναι λαός περήφανος και περιμένει,
είναι...
της Αφροδίτης το νησί!

Κυπριένια / Άντρια Γαριβάλδη




Κόρη θλιμμένη
με τ' ανέκφραστο χαμόγελο,
κόρη της Αφροδίτης
χαμηλοβλεπούσα,
με τα μακριά πλοκάμια των μαλλιών,
τα γαλανόξανθα,
που δέρνουνε το πέλαγο
και στεφανώνουν τ' ονειρένιο πρόσωπό σου
Αροδαφνούσα.
Κόρη με το σφιχτό παλμό
και τη γλυκιά μορφή τ' αγγέλου,
μοιάζει αβάσταχτος
στο λήθαργο ο πόνος σου,
χλωμή εικόνα Παναγιάς
κερένια.

Κρατήσου
λαβωμένη καλλονή
μην απελπίζεσαι
και τα παιδιά σου
θα γυρίσουν πάλι,

έρχεται ο γιος του ήλιου
να σε βρει
να σου χαρίσει τα κλειδιά
της λευτεριάς,
τα ζαφειρένια...