Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020

[Το θέμα........] / Κουμέττος Κατσιολούδης

Το θέμα........
δεν είναι, μόνο, το βάθος μας,
αλλά κι η διαύγεια των νερών μας.
Διότι οι ομορφότερες ψυχές,
μπορεί μεν.......
να κατοικούν στα μεγαλύτερα βάθη,
αλλά τις βλέπεις
κι από την επιφάνεια.....

Τα δέντρα κι οι ποιητές/ Ειρήνη Ανδρέου


Τα δέντρα κι οι ποιητές πεθαίνουν όρθια.
Οσοι άνεμοι , μπόρες και καταιγίδες κι αν
τα δέρνουν....
Στον Πρωταρά κάτω από το ξωκλήσι
του προφήτη Ηλία ήταν δύο δέντρα δίπλα δίπλα.
Τόσο φουντωτά κι επιβλητικά
που εμπόδιζαν την θέα στα απέναντι εξοχικά.
Ξαφνικά ξεράθηκαν.
Ο κηπουρός είπε
πως τρύπησαν τον κορμό τους
και σταξανε μέσα φαρμάκι..
Εστω και χωρίς φύλλα
εξακολουθούσαν να στέκονται περήφανα.
Η θέα ελευθερώθηκε κάπως...
Φαινόταν ο επιβλητικός φωτισμένος βράχος
όπου ήταν κτισμένο το εκκλησάκι ...
Όχι πολύ γιατί την εμπόδιζαν
τα γυμνα κλαδιά..
Όμως κι έτσι φάνταζαν πολύ όμορφα ειδικά το βράδυ .
Σαν γυμνές λεηλατημένες ψυχές που με πείσμα στέκονταν
αγέρωχες έστω και φαρμακωμένες.
Τα θαύμαζα, κάποιους μου θύμιζαν...
Μια μέρα ήρθε ενα φορτηγό με δυο εργάτες
κι άρχισαν να πριονίζουν τις ψυχές, συγγνώμη τα δέντρα. Μέχρι που πέσαν καταγής. Κι έτσι γίναν κούτσουρα
για να ζεσταίνουν τους ανθρώπους που τα φαρμάκωσαν......

Συνοχηδόν / Τυρίμου Γ. Ελένη



Τώρα το σπίτι μας γυμνό
η απουσία βασιλεύει,
η σφραγίδα της σιωπής
είναι ταφόπετρα στην πόρτα μας.
Η μάνα μας δεν περιμένει το σπλάχνο της,
ο πατέρας δεν θα σε ορμηνέψει
έφυγαν για το μεγάλο ταξίδι...
Μα εσύ! ανθίζεις
έξω στην αυλή μας,
κάθε μέρα ανατέλλεις
με το άπιαστο φώς
τις νύχτες μιλάς
με τα άστρα
τους δείχνεις τις αιώνιες πια πληγές σου,
τα ματωμένα σου ρούχα,
τις σφαίρες που σταμάτησαν την ζέστη αναπνοή σου,
τα βελούδινα όνειρα σου,
γνέφεις στο ματωμένο φεγγάρι μην ξεπορτίσει στο άπειρο.
Σφιγμένη ή έφοιβη ψυχή σου
καλείς τα γοργά σύννεφα μην φύγουν
και φανεί η σκιά σου, έτσι όπως τότε σε εκείνες τις μαύρες μέρες του σκότους, της ανελέητης φωτιάς,
του λυσασμένου αδησόπιτου φονικού, μέσα από τους καπνούς,
να μετράς λεπτό προς λεπτό τον πληρωμένο θάνατο
την ώρα των λέξεων,
να τρέμεις στην αγωνία του φόβου του τέλους.
Τώρα στο σπίτι μας φωλιάζουν οι γλυκόπικρες αναμνήσεις εκεί ακάθεκτες.
Πότε το μακρόσυρτο μυρολόι
και πότε ο απόηχος του γέλιου της χαράς και της ζωής.
Η μυρωδιά απτό ιδρώτα του πατέρα,
το ζεστό γλυκό ψωμί της μάνας μας.
Η παγωνιά δεν πέρασε από καμιά χαραμάδα
ουτε την ψυχή
ούτε! στην καρδιά
Η σφραγίδα της σιωπής δεν νέκρωσε τα κύτταρα
την μνήμη, τους νοέρους παλμούς.
Ακούω τις φωνές μέσα από την παγωμένη ταφόπετρα του χρόνου
σε κάθε γωνιά του σπιτιού μας,
στο ξέραμένο μας κήπο
σε κάθε ακτίδα φωτός.
Το σπίτι μας τόσο φτωχό,
Μα τόσο πλούσιο!
Η ταφόπετρα ανθίζει
δεσπόζει τη ζωή πέρα από το θάνατο,
ένας διαχρονικός όρος μετρητής του άπειρου...

Μην υψώνεις το χέρι / ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Μην υψώνεις το χέρι
απειλητικά ζωή
γιατί δεν σε φοβάμαι
Δεν τρομάζεις πια
τα χρόνια που μούταξε ο Θεός
Όσοι νικήθηκαν
έγιναν σύννεφα στον ουρανό
που βρέχει δάκρυα
σε όσους μείναν
Ανοικτούς λογαριασμούς
διατηρούσα ζωή
για το άδικο που έπνιξε
τα όμορφα χρόνια μου
Και βγαίνουν νικητές
της ψυχής μου οι ρίζες
της καρδιάς μου οι παλμοί
Του παιδιού μου τα παιδιά
αγκαλιάζουν σφικτά
το κουρασμένο κορμί μου
και διοχετεύεται η αγάπη τους
μέσα στο είναι μου
Κι αυτό είναι η νίκη μου


παρακαταθήκη καρδιάς / Ονουφρίου Περικλέους Αντριάνα


Γιε μου
Στερεύουν τα αισθήματα.
Καταρρέουν σαν πύργοι στην άμμο.
Οι καιροί αλλάζουν συνεχώς.
Άνθρωποι διέρχονται τις στράτες,
διαβάτες του μεσονυκτίου,
και χάνονται στο βάθος.
Αλλά εγώ ειμ έδω, ακοίμητος
φρουρός της καρδιάς σου.
Μην εκθέτεις τα όνειρά σε
γκαλερί αλήθειας. Τ αγοράζουν
με κάλπικο νόμισμα κι εσύ μένεις
μόνος να γλύφεις πληγές σαν
κακοποιημένο σκυλί.
Εγώ θα στέκω αθέατη στο πλάι σου.
Αλλά κι αν φύγω, ερήμην μου, έχω
καταθέσει την ψυχή μου στον
λογαριασμό της σκέψη σου. Να τραβάς
συμβουλές και ελπίδα, υλικά ονείρων,
και θάρρος. Μην γονατίσεις, κι αν συμβεί
σήκω αμέσως. Να θυμηθείς το βλέμμα μου
όταν λέω σ αγαπώ, το χάδι μου όταν
σφαδάζεις απ τον πόνο, την αγκαλιά μου
όταν βασίλευει ο ήλιος στην καρδιά σου.
Ξέρεις, στα λάθη σου θα δίνω πιότερη
αγάπη σαν χέρι για να σηκωθείς.
Και πότε πότε να πίνεις κι ένα ποτηράκι
μαζί μου. Έτσι για να κοινωνούμε αγάπη
και να τραγουδάμε την ζωή να μην στεγνώσει.

ΛΑΠΗΘΟΣ ΜΟΥ / Μαρίνα Τακκίδη


Λάπηθος μου δέν είχα την τιμή
ποτέ νασε γνωρίσω
όμως και όπως άκουσα είσε πανέμωρφη δέν πάεις πάρα πίσω
θάθελα να σε επησκευτώ
μά τώρα δέν έχω ποδια
αλλά είναι και πολύ αργά γιά τέτοια επισόδια Λάπηθος μου
Σου έυχομε σύντομα
όλα νά τά λήσου
καί τα παιδιά σου Λάπηθος μου κοντά σου να γυρίσουν
η ξενητειά μας τσάκκισε
σαράντα έξει χρόνια
θέλουμε τους τόπους μας καί τρώει μας η ένια
όλοι εμείς οι πρόσφηγες
ζούμε τόν είδιον πόνο
καί καρτερούμε την στιγμή του γυρισμού μας μόνο
Ζήσαμε πίκρες πάρα πολλές
Εμείς γιά τά χωριά μας
και εέυχομε να γυρίσουμε να πνάση καί η καρδιά μα

ο κάθενας τό σπίτι του
τό πάτρογωνικό του
εκεί όπου γεννήθηκε το ξέρει το΄ είναι τό δικόν του
Τόν τούρκο πιός τον κάλεσε
νάρτη να τα αρπάξη
καί τώρα μας χουμίζετε ρίζητα και γιατί λέει είναι δικά του?
η μάνα του του τ'αδωσε
ή που τον δικόν του κύρη
καί σήμερα χουμίζετε πως είναι καί νοικοκύρης
ούλλα τούτα που λαλή
όλα είναι δικά μας
ποτέ δέν ηταν τούρκικα από τα παππογεννηκά δικά μας
καί η πέτρες μας γνωρίζουνε
ακόμα και τες πατιές μας
άν τες ρωτήσουν θά τους το πούσει ειναι καθαρα δικές μας
καί είναι η πατιές μας

ΙΟΥΛΙΟΣ ΜΗΝΑΣ / Νικηφόρου- Θεοκλή Αντρούλλα



Ιούλιος μήνας,φεύγει ξαναγυρνάει,
πάντα με μαύρη ,ολόμαυρη φορεσιά φοράει.
Σαράνταέξι χρόνια,πηγαινοέρχεται,
κι είναι πολύ θλιμμένος,
σαράνταέξι χρόνια καί πάντα είναι κλαμένος.
Το βάρος πού φορτώθηκε,ασήκωτο φορτίο,
αγκάθινο τό στέφανο ,φοράει στό κρανίο.
Με ανεξίτηλη μαύρη μελανιά,είναι στιγματισμένος,
κι αυτός ,όπως ο Πενταδάκτυλος,ύπουλα προδομένος.
Ο χρόνος 1974 μάζεψε τα δώδεκα παιδιά του,
καί μοίρασε τού καθενός ,τα τραπουλόχαρτα του.
Στούς δέκα έπεσε χαρτί με χρώματα κι ελπίδες,
Ιούλιο και Αύγουστο χαρτί μαύρο,κατάμαυρο,
σημάδι πού προμήνυε ,φρίκη ,πόνο καί μαύρες καταιγίδες.
Μαύρο χαρτί ήταν τό μερτικό τους,
καί έτσι άρχισε καί τό μαρτύριο τους.
Στά μάτια τους τα δάκρυα,χρόνια πολλά αναβλύζουν,
τόν πόνο τόν αγιάτρευτο,καθημερινά ποτίζουν.
Τίς ξηραμένες τις πληγές,που ο χρόνος δεν τις κλείνει,
σάν έρχεται ο Ιούλιος ,άπ´τή αρχή τις ξύνει.
Μαύρες φιγούρες,πένθιμες με βήματα βαριά,
σέρνονται ώς τά μνήματα,να βρούν παρηγοριά.
Βουβό κι αμίλητο τό καλωσόρισμα του,
γιατί φέρνει στή μνήμη μας,τή σκοτεινή θωριά του.
Μαύρο βαρύ καί πένθιμο τό καλωσόρισμα του,
γιατί φέρνει στήν μνήμη μας,τή φρίκη τού θανάτου.
Πίσω από το συρματόπλεγμα,πισθάγκωνα δεμένος,
ανήμπορος να προσπαθεί,τα μάγια του να λύσει,
μα είναι δύσκολο πολύ,όσο κι αν προσπαθήσει.
Κόμπος αξεδιάλυτος,με δύσκολη πορεία,
κρατάει χρόνια αρκετά καί γράφει ιστορία.
Σαράνταέξι χρόνια πέρασαν,
κι όμως οι μνήμες άσβεστες,
βαθειά είναι χαραγμένες,
κι αυτές οι μέρες πιό πολύ,
είναι πολύ θλιμμένες.

ΣΚΕΨΗ / Μαρούλλα Πανάγου


Σκέψη μου αχαλίνωτη πιο πέρα απ' τα επίγεια
Αγέρας που φτεροπετά σ' άστρων τα κηροπήγια
Σε λουλουδιού το πέταλο και σε πουλιού φτερό
σε κυμματένια θάλασσα και δαντελένιο αφρό
Ύμνος εσύ του έρωτα π' απόκριση γυρεύει
και των πουλιών τ'αρμονικό ζευγάρωμα, ζηλεύει .
Δεν είσ' εσύ του γήινου πρόσκαιρου παραδείσου
Βαθιά αχανής είσαι ψυχή σε βάθος μιας αβύσσου
ποιος θα μπορεί το βάθος σου να βρεί να ξεδιαλύνει
Κι από το κρυπτογράφημα να βγει χλωμή η σελήνη.
Γλύπτης που με την σμίλη σου την προτομή λαξεύεις
της μοναξιάς συντρόφισσα, το τέλειο σαν γυρεύεις .
Σκέψη τρελά φτεροπετάς, σε οριζόντων βάθος
ασύνορη δεν κλείνεσε, συνεπαρμένο πάθος
Ατέρμονη δημιουργός και πάντα πρωτοπόρος
ήλιος! δεν φυλακίζεσαι και φυτεμένος σπόρος
Κι απ' την σπορά βγαίνει ανθός , η γύρη ξεχειλίζει
Σκέψη που μέλισσα τρυγά τ'άνθη σαν τριγυρίζει .

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

ΤΟ ΑΛΛΟ ΜΙΣΟ ΣΟΥ ΣΩΜΑ / Νικολάου Πολύβιος


Ἂς ἔλθει ἐπιτέλους
Εἰκόνα, μιᾶς στιγμῆς ἐκτύφλωση
Τὸ ἄλλο μισό, τὸ ζωντανό σου σῶμα
Καὶ καμιὰ ἂς μὴ μᾶς φέρει ἐλευθερία
῞Ο,τι πέρα ἀπὸ τὴν πληγὴ ποὺ μᾶς πλήγωσε
Ἐκεῖ νὰ μὴν τελειώνει ἡ λεκάνη σου
Ὅλο νὰ ξεδιπλώνεται κι ὅλο ν᾽ ἀνοίγει
Γοργόνα ὅλα γύρω νὰ μὲ τυλίγει

Πότε ἐπιτέλους θὰ φέρω τὰ πόδια μου;
Πότε θὰ σταματήσω
Νὰ μπαίνω καὶ νὰ βγαίνω σ᾽ ἕνα ὄνειρο
Ποὺ δὲν εἶναι δικό μου;

Ξέξασπρα μάτια, ξέξασπρα χείλη
Λευκὸ φῶς ἁπλωμένο στὰ στήθη
Πετρωμένοι καρποὶ παγωμένων χεριῶν
Τίποτε νὰ μὴ μπορῶ πιὰ νὰ μὴ βλέπω
Κι ὅλο νὰ σε γυρεύω
Κάτω ἀπὸ άναποδογυρισμένα μαλλιὰ
Οὔτ᾽ἕνα σημάδι προσώπου

ΜΟΝΑΞΙΑ ΣΕ ΔΙΠΛΟ ΚΡΕΒΒΑΤΙ / Πολύβιος Νικολάου


Νὰ μὴν ἀπομείνω μόνος
Νὰ μὴν ἀπομείνω ἔχοντας δίπλα μου
Αὐτὸ τὸ σαβανωμένο παρόραμα
Ποὺ τρυπώνει καὶ σὲ μάτια κλειστὰ
Τὴ γυρισμένη ἱδρωμένη πλάτη
Τὸ κουλούριασμα τῶν παγωμένων ποδιῶν
Τὰ σφιγμένα χέρια στὸ στῆθος
Τὸ ὁλόσωμο ἀναφιλητὸ

Τὸ φόβο τῆς ἄλλης μέρας

Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

ΤΖΙΥΠΡΟΣ ΜΟΥ ΦΚΙΟΡΟΝ ΜΟΥ / ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ


ΤΖΙΥΠΡΟΣ ΜΟΥ ΦΚΙΟΡΟΝ ΜΟΥ,
ΕΙΣΑΙ ΜΕΣ ΤΗΝ ΚΑΡΚΙΑΝ ΜΟΥ,
ΟΠΟΥ ΤΖΙ' ΑΝ ΠΑΩ ΤΖΙΑΙ ΓΥΡΝΩ ,
ΕΙΣΑΙ ΣΤΑ ΣΩΘΙΚΑ ΜΟΥ.

ΕΙΣΑΙ ΔΚΙΑΜΑΝΤΙ ΠΑΝ' ΣΤΗΝ ΓΗ,
ΕΙΣΑΙ ΧΡΥΣΟΣ ΤΖΙΑΙ ΛΑΔΙ,
ΤΖΙΑΙ ΟΥΛΛΟΙ ΑΖΟΥΛΕΥΚΟΥΝ ΣΟΥ,
ΤΖΙΑΙ ΤΑ ΚΑΛΑ ΠΑΙΝΕΥΚΟΥΝ ΣΟΥ,
ΤΖΙΑΙ ' ΧΟΥΝ ΣΕ ΓΙΑ ΚΑΜΑΡΙ

ΤΖΙΥΠΡΟΣ ΜΟΥ, ΠΟΝΕΜΕΝΗ ΜΟΥ
ΦΚΙΟΡΟΝ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ
ΚΑΝΕΙ ΣΕ ΠΚΙΟΝ ΝΑ ΚΟΥΒΑΛΑΣ
ΣΤΑΥΡΟΝ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ

ΤΖΙΥΠΡΟΣ ΜΟΥ, ΧΡΥΣΑΦΕΝΗ ΜΟΥ,
ΜΕ ΤΑ ΚΑΛΑ ΠΑΙΔΚΙΑ ΣΟΥ
ΕΙΣΑΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΟΜΟΡΚΙΑ
ΤΗΣ ΑΔΡΩΠΙΑΣ ΠΑΡΗΟΡΚΑ
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΖΙΑΙ ΦΩΣ ΜΟΥ

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

Αγγέλα Καϊμακλιώτη: ...Χτυπά η καμπάνα εγκλωβισμένη...κι αυτός ξεχάστηκε συλλέγοντας αγκάθια





ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Άλογες μνήμες σε καλούν,
κι
́τρινες μαργαρίτες πλέκουν γιρλάντα.
Οι παπαρου
́νες στο τιμόνι σου,
μικρη
́ μου ποδηλάτισσα,
πυξι
́δα στεφανώνουν.
Και πω
́ς να μη γυρίσεις;
Τα καστανο
́χρυσα μαλλάκια σου
χαι
́τη των πιο λευκών ονείρων μου
καλπα
́ζουν μες στην αγκαλιά μου.

**
ΓΡΙΑ ΣΤΟ ΡΙΖOΚΑΡΠΑΣΟ
Βγήκαν για την περιφορά του Επιταφίου.
Μα τα δικα
́ της γόνατα δεν τη βαστούσαν.
Ε
́κατσε στο πεζούλι και περίμενε τη λιτανεία.
«Νωρίς πρέπει να γίνει, πριχού νυχτώσει» είπαν.
Το φως του απογευ
́ματος, παράταιρο του πένθους,
ε
́λουζε την ψυχή της και τους χωριανούς.
Κι όταν αντίκρισε τον κόσμο να πλησιάζει,
ε
́βαλε την παλάμη της αντήλιο να θαυμάσει
το ανθομυ
́ριστο ξυλόγλυπτο κουβούκλιο
τις τυλιγμε
́νες μυρσινιές,
τα μοβ αθα
́νατα.
Υψώνοντας τα μάτια υγρά στον ουρανό
εφα
́νη το καμπαναριό και πλάι ο μιναρές,
λευκη
́ ρομφαία στ’ ουρανού το καταπέτασμα.
Κι εκείνη ρίχνοντας το βλέμμα χαμηλά σταυροκοπήθηκε.
**
«Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ»

Φως τα απογεύματα του Αϊ Φίλωνα που χάθηκε
γυρεύοντας μιας άλλης πόλης την παρηγοριά.
Στο αρχαίο λιμάνι τα παιδιά μιας άλλης γλώσσας
ξυπόλητα στα μάρμαρα μαζεύουν μοβ αθάνατα.
Ποιος σε καλεί; Σε ποια γιορτή;
Ποιος ψάλλει; Ποιος θρηνεί;
Χτυπά η καμπάνα εγκλωβισμένη για τον Επιτάφιο
κι αυτός ξεχάστηκε συλλέγοντας αγκάθια στ’ ακρογιάλι,
λυγίζοντας αρχαία σκουριά για το μαγιάτικο στεφάνι
κόκκινες παπαρούνες και κρινάκια του γιαλού.

Ελένη Τυρίμου: ...η σφραγίδα της σιωπής είναι ταφόπετρα στην πόρτα μας

















  




Μάνες της σιωπής
Πήραν τις στράτες της σιωπής
Οι πικραμένες μάνες
Τώρα ηχούνε πένθιμα
Της εκκλησιάς καμπάνες.

Τα λούλουδα μαράθηκαν
Οι μυρωδιές σφαλίσαν
Τα κυπαρίσσια τα ψηλά
Κάτω στη γη λυγίσαν.

Πετούν περήφανοι αετοί
Το βλέμμα χαμηλώνουν
Μπροστά στα ξύλινα κουτιά
που τις καρδιές ματώνουν.

Κτίζονται τοίχοι σιωπηλά
Στο δάκρυ και στον πόνο
Να φτιάξουν γεφύρια σιωπηλά
Να αντέξουνε στο χρόνο

Κλείνει τα μάτια η βροχή
Στο άδικο, τον πόνο και το κλάμα
Μπροστά στα λιγοστά οστά
Και της ψυχής το τάμα.

Τα λούλουδα μαράθηκαν
Μα τα κουτιά μυρίζουν
Αυτές οι μάνες της σιωπής
Πάντοτε θα ανθίζουν

Παράδειγμα θα’ ναι των γενιών
Ποτέ να μην λυγίζουν
Μέσα στην έρημο νερό
Πάντα για να δροσίζουν.


**

Συνοχηδόν
Τώρα το σπίτι μας γυμνό
η απουσία βασιλεύει,
η σφραγίδα της σιωπής
είναι ταφόπετρα στην πόρτα μας.
Η μάνα μας δεν περιμένει το σπλάχνο της,
ο πατέρας δεν θα σε ορμηνέψει
έφυγαν για το μεγάλο ταξίδι...
Μα εσύ! ανθίζεις
έξω στην αυλή μας,
κάθε μέρα ανατέλλεις
με το άπιαστο φώς
τις νύχτες μιλάς
με τα άστρα
τους δείχνεις τις αιώνιες πια πληγές σου,
τα ματωμένα σου ρούχα,
τις σφαίρες που σταμάτησαν την ζέστη αναπνοή σου,
τα βελούδινα όνειρα σου,
γνέφεις στο ματωμένο φεγγάρι μην ξεπορτίσει στο άπειρο.
Σφιγμένη ή έφοιβη ψυχή σου
καλείς τα γοργά σύννεφα μην φύγουν
και φανεί η σκιά σου, έτσι όπως τότε σε εκείνες τις μαύρες μέρες του σκότους, της ανελέητης φωτιάς,
του λυσασμένου αδησόπιτου φονικού, μέσα από τους καπνούς,
να μετράς λεπτό προς λεπτό τον πληρωμένο θάνατο
την ώρα των λέξεων,
να τρέμεις στην αγωνία του φόβου του τέλους.
Τώρα στο σπίτι μας φωλιάζουν οι γλυκόπικρες αναμνήσεις εκεί ακάθεκτες.
Πότε το μακρόσυρτο μυρολόι
και πότε ο απόηχος του γέλιου της χαράς και της ζωής.
Η μυρωδιά απτό ιδρώτα του πατέρα,
το ζεστό γλυκό ψωμί της μάνας μας.
Η παγωνιά δεν πέρασε από καμιά χαραμάδα
ουτε την ψυχή
ούτε! στην καρδιά
Η σφραγίδα της σιωπής δεν νέκρωσε τα κύτταρα
την μνήμη, τους νοέρους παλμούς.
Ακούω τις φωνές μέσα από την παγωμένη ταφόπετρα του χρόνου
σε κάθε γωνιά του σπιτιού μας,
στο ξέραμένο μας κήπο
σε κάθε ακτίδα φωτός.
Το σπίτι μας τόσο φτωχό,
Μα τόσο πλούσιο!
Η ταφόπετρα ανθίζει
δεσπόζει τη ζωή πέρα από το θάνατο,
ένας διαχρονικός όρος μετρητής του άπειρου...

Αθηνά Τέμβριου: ... η διαδρομή χαράζει το αίνιγμα



ΑΚΡΟΒΑΤΕΣ
Ακροβατούμε σ' ένα σχοινί
ατενίζοντας τον ορίζοντα
πάνω από τις θάλασσες
πάνω από τα βουνά
συναντώντας μικρούς Θεούς
η διαδρομή χαράζει το αίνιγμα,
προδιαθέτει άσκηση
για να μην πέσουμε
μην διακοπεί το ταξίδι και
συναντήσουμε το κενό
ακόμη μια φορά
σαν πριν απ'την γέννηση μας
απ΄το σκοτάδι στο φως
αιώνια, σφαιρικά, με στιγμές
π΄άγαπήσαμε.

**

Το απροσδόκητο

Το καλοκαίρι συννέφιασε σε καιρούς δύσκολους
κι εσύ, καρτερείς την βροχή να ξεπλύνει
αγαλμάτινες ψευδαισθήσεις,
ομοιώματα προσδοκιών που κινούνται στον
ημερήσιο ύπνο, ιστορικά, θυμίζοντας εποχές πρώιμες.
Ο δρόμος της άνοιξης ήταν σύντομος.
Θύμισε Σπανουδάκη κι υποσχέσεις
σκεπασμένες μ΄ άσπρη σκόνη από άλλη γη.
Αιωρούνταν φοβισμένες κι απρόσιτες
μέχρι να μπει στάλα στάλα το καλοκαίρι.
Δεν είναι η επανάληψη ιστορίας,
το πήγαινε – έλα των εποχών που κούρασε τη ζωή,
αλλά η αναμονή για το καλοκαίρι που έγινε φθινόπωρο.
Κι εσύ, σκυφτή Ορφέας μ’ ένα ψάθινο καπέλο στο χέρι
συναντάς ξανά από τα βάθη της γης τη θωριά της θάλασσας


**

Γράφω…
Μετουσιώνω τις σκέψεις
σε λέξεις, στίχους, στροφές
σαν με γυρνάνε σε κάθε στιγμή
που αγάπησα και θέλω παράφορα
να χαράξω σ’ άσπρο χαρτί.
Να το πονέσω με μια πένα
που ταξιδεύει και με εκδικείται
σαν αμείλικτα ο οίστρος αστροπελέκια ρίχνει
στου κόσμου τις άδειες γραμμές