Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018

Αιγιαλούσα / Χαραλαμπίδης Κυριάκος

Στον Γιώργο Χριστοδούλου από την Αιγιαλούσα


Ι

Πλήθος θαλάσσης• θάλασσα πλημμύρισε
τον ουρανό με κέντημα χρυσό.
Γλωσσολαλία• ρινισμένα τα κουδούνια,
καθένα στο δικό του πλάγιο ήχο.
Νομίσματα θαμμένα βασιλέων
που γνώρισαν τον αίνο σκιαμαχούν
με τα βελάσματα του χόρτου. Πέτρα ήμερη
κατέχει τους γήλοφους και κατέρχεται
προς το αγίασμα τ’ Αγίου Θερίσου.
Μα του πελάου ο κάμπος –άγνωστο διατί-
Χοχλά θανάτου θειάφι κι άγρια διαρπαγή.

 2

« Το σπίτι μας εμάυρισε, δεν ξέραμε από πού
ερχόμαστε, πού πάμε, τριγυρίζαμε
σαν τα φαντάσματα, μια λέξη δεν σταυρώναμε,
τα μάτια δεν θωρούσε ο ένας τα’ αλλουνού.
Κι η κόρη μου είπεν μου: «Μάνα, εν κρίμαν
να κλαίεις τους ζωντανούς, γιατί –ακούεις;-
εν ζωντανοί, δεν γίνεται να ν΄πεθαμένοι,
ειδάλλως πρέπει να χαθεί τέλεια τούτος ο κόσμος » .
Εγέλουν την εγώ ( κρυφά της έκλαια ),
την τύχην της εσκέφτουμουν και τούτης.
Ύστερα έπεψε ο Θεός και τους δυό γιούς μου
μαζί με τον γαμπρόν μου απολύσαν τους.
Όμως τον αδερφότχνον μου τον καθηγητήν
-έναν τον είχαν οι γονιοί του- και τους άλλους
που πιάσαν μες στον καφενέν, ‘κόμα κρατούν τους.
Δεν είδα, η αλήθεια, τα παιδιά μου
αλλ’ άκουσα στο ράδιον τη φωνή τους.
Γλυκότερο δεν άκουσα μες στη ζωή μου ήχο,
που ο κάλλιος θα τον ζήλευε βιολάρης.




.....


Δ υο μέρες πριν να φύγουμε ήρτε κείνος
που θα στρογγυλοκάθονταν στο σπίτι.
Γυρεύει το κλειδί. Του λέω: «Εγώ κλειδί
δεν έχω και δεν έχει το χωριό μας.
Εμείς ξεκλείδωτα είχαμε τα σπίτια
γιατί κανένας δεν καταδεχόταν
να μπει μέσα στου άλλου την αυλή».
Δεν είπε τίποτα, έφυγε, ξανάρτε
την άλλη μέρα. Του είπα: «Έλα πιάσε
τούτο το πιάτο, φώναξε τον σκύλο
να του το δώσεις να σε συνηθίσει,
για να μην κλαίει το κτηνόν μας όταν
θα ’χουμε φύγει». Το έπιασε, του φώναξε,
όμως ο σκύλος του ’δειξε τα δόντια.

Χαμαί το πιάτο. Κίνησε να φύγει.
Του λέω: «Μίαν χάριν από σένα˙
έπαρε ως αύριον ’πομονήν στ’ ανάθεμαν να πάμεν
κι ύστερα να ’ρτεις να ’μπεις μες στο σπίτι».

Την άλλη μέρα έδεσα τον σκύλο
να μην μας ακλουθά, το πλάσμαν του Θεού.
Του έβαλα φαΐ, νερό κι εμπήκαμε
ο άντρας μου κι εγώ στο φορτηγό.

Γραμμή / Χαραλαμπίδης Κυριάκος


Μαζεύονται οι κουκκίδες τ' αχνοσκόταδου, καμπάνα στάζει.
φωνή του κρυολογημένου μουεζίνη
γλιστρώντας στη γωνία ξεφεύγει από την πάροδο.
Λαχανιασμένοι σμίγουν οι ήχοι σ' ένα μακρινό φιλί.

Βγαίνει καπνός από τη στέγη φοινικιάς,
πουλιά πετιούνται μια στιγμή στον αέρα
να φέρουν δίχτυα και κορδέλες.

Έχουν πολλή δουλειά να κάνουν σήμερα.
Σκαρφαλωμένο στον ιστό της έμορφης σημαίας
ένα πουλί ξεντύνεται.

Το κόκκινο του ερημίτη φεγγαριού
τους βλέπει φυτρωμένο στ' αμμοσάκουλα.
Η κίτρινη ξοδιάζεται σημαία παρέκει
με μπόλικο άσπρο αλάτι γύρω της.

Χορευτικά μπαλόνια χύνονται άξαφνα, και πυρ.
Βγαίνει καπνός από πουλιά που κείτονται στον ουρανό.

Οι εχθροί σιμώνουν για να πάρουν τους νεκρούς τους.
Προσφέρονται τσιγάρα και γλυκά.


Οκτώβρης 1979

Τρίτη 24 Ιουλίου 2018

ΣΕ ΚΛΙΜΑΚΑ ΕΛΑΣΣΩΝΑ 100 ΧΑΪΚΟΥ: Ποιητική Συλλογή της Μυριάνθης Παναγιώτου - Παπαονησιφόρου εκδοθείσα το έτος 2015

ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ


Της νύχτας ήχοι
Μαζί μου ξαγρυπνάνε
Άκου! Τριζόνι
* *
Το νυχτοπούλι
Έκλεισε τις πόρτες του
Νύχτα ή μέρα;
* *
Μικρό φεγγάρι
Μες τα κλαδιά του δέντρου
Αποκοιμήθη
* *
Τραγούδα νύχτα
Να κοιμίσω το παιδί
Που μ’ αγρυπνάει

ΕΡΩΤΙΚΑ


Όταν σωπαίνεις
Ουρανοί χαμογελούν
Βαθειά τα μάτια
* *
Να ‘μουν αγέρας
Στα φύλλα της καρδιάς σου
Να ξαποσταίνω
* *
Να ‘σουν θάλασσα
Κι εγώ το βοτσαλάκι
Στην αμμουδιά σου
* *
Να ‘σουν ποτάμι
Κι εγώ μες τα νερά σου
Το αποκλάδι
* *
Η ανάσα σου
Το χνώτο της Άνοιξης
Μες το χειμώνα
* *
Αστέρια λάμπουν
Μες το βαθύ σκοτάδι
Είναι τα μάτια σου;

ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΠΛΕΥΣΗ: Ποιητική Συλλογή της Μυριάνθης Παναγιώτου - Παπαονησιφόρου εκδοθείσα το 2011

ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΑΜΕ


Αργούσες
Οι δικαιολογίες γέρασαν
– συνηθισμένες εκφράσεις –
τα λόγια φτώχυναν
κι η γλώσσα υποτάχτηκε
σ’ αυτά που η σκέψη ανασκαλεύει
τυραννικά
Λες και το έρμο το πουλί βουβάθηκε
τρομάζοντας την ίδια τη λαλιά του
κι ούτε για κλάμα
ή για χαρά
τολμά να κελαδήσει πια
**

ΤΩΡΑ


Τώρα στα κλειστά μας παραθύρια
αποκοιμιούνται
τα δειλινά του χρόνου
και στη στέγη μας
το χιόνι πλάκωσε λευκό
τόσο λευκό
που δεν τολμάς να το κοιτάξεις με τα μάτια
και το γνωρίζεις μόνο
απ’ την αμείλικτη παγωνιά
που περονιάζει την ψυχή σου

**

ΜΑΘΗΜΑ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑΣ

Εντιμότατε
δεν ξέρω βέβαια
πόσο έντιμος είστε
και διατελώ μεθ’ υπολήψεως
που δεν έχω ιδέα
πόσο σας υπολείπεται
Οσιολογιότατε
δεν ξέρω βέβαια
πόσο όσιος είστε
και προσκυνώ
ένας Θεός ξέρει
τι προσκυνώ

**

ΑΣΕ ΝΑ ΟΔΥΡΕΤΑΙ Η ΒΡΟΧΗ


Άσε να οδύρεται η βροχή
χειμώνες άλλους να θυμίζει
ζήλια να φλέγει το κορμί
ορμή νερού να μ’ αφανίζει
Άσε να οδύρεται η βροχή
χίλιες κραυγές να μ’ αγρυπνάνε
νάναι τραγούδι το φιλί
λιμιώνας η αγάπη να ναι
Άσε να οδύρεται η βροχή
χειμερινοί να ηχούνε θρήνοι
νυχτόβιος πόθος στο κορμί
η ανάσα ξέψυχη να σβήνει

ΑΡΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ: Ποιητική Συλλογή της Μυριάνθης Παπαονησιφόρου εκδοθείσα το έτος 2007

Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΚΟΙΜΗΘΗΚΕ


Η αγάπη μου κοιμήθηκε
και η μορφή του γαληνεύει
νεύει στ’ αστέρια και καθίζουνε
νερόκρινα στην κοίτη μας επάνω
πάνωθε λάμπουν οι ουρανοί
ανοίγουν παραθύρια και κοιτάνε
τα νέφη σκίζουν άγγελοι
αγγελικά και περπατάνε
ανεβοκατεβαίνουνε στη στέγη μας
μαζί του και μιλάνε
Ανέβα τη μεγάλη σκάλα
αλαφροΐσκιωτο πουλί
λύσε του έρωτα τα μάγια
**

ΑΡΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ


Βουβό τ’ αηδόνι στα φυλλώματα
τα δέντρα τάφοι ωραίων
ονείρων που στοιχειώσανε
ανεμικά παράπονα μετρώντας
Άσμα δεν είναι πια κανένα
να τραγουδήσει ο ποιητής
τις νύχτες με φεγγάρια
Άρια του περασμένου πια καλοκαιριού

**

ΕΛΑ

Η νύχτα πήζει τώρα
ώρα την ώρα τα σκοτάδια της
άδεια της ειμαρμένης τα χαμόγελα
Ελα, μου γνέψουν οι ωραίοι αγαπημένοι
Μένει το ναι στα χείλη μου να κρέμεται
τεφρή κατάφαση
ύστατο σέλας θανάτου

**

ΓΥΑΛΙΝΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ


Όνειρο ο κόσμος
όσο ιριδίζει η μέρα μες τα μάτια του
του χρόνου ιχνογραφώντας τις στιγμές
Μεσούρανα θροΐζουνε τα λόγια ,
λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ
ερωτικές κραυγές που σπάνε
ανέλπιδα στους τοίχους
στους στίχους σπάνε
ανέκφραστων κι αλλόφωνων γραφών
Φωνές που σέρνονται στα χείλη
λιπόψυχοι ήχοι μακρινοί
οι τέλειες φράσεις της σιωπής
πισθάγκωνα δεμένες στο ζυγό
του γυάλινου ουρανού
Τώρα κιτρινισμένη γέρασε η γραφή

**

Κυριακή 22 Ιουλίου 2018

Υπέρβαση / Τυρίμου Γ. Ελένη

Δεν έχει μέτρο η μοναξιά χρώμα δεν έχει η ελπίδα, οι αναμνήσεις ξάγρυπνες μες την ζωή πυξίδα. Μέσα από τους στίχους σου μιλώ γυρεύω την μορφή σου, κάνω την πένα όπλο μου σμιλέυει το καρφί σου. Δεν έχει στάση η υπομονή να αντέξει μες το χρόνο, το άδικο είναι πολύ δεν σβήνει τόσο πόνο. Μίλα φεγγάρι της σιωπής και ας στάζεις τόσο αίμα, κλάψτε αστέρια μου ξανά στο άδικο, το πόνο και το ψέμα. Ρυθμό δεν έχει η λογική πουλί κυνηγιμένο, καράβι στον ωκεανό κουπί σημαδεμένο. Δεν έχει τώρα μετριτή σπάσανε τα ρολόγια, έμειναν τώρα ζωντανά τα όμορφα σου λόγια. Ακούραστη μένει ζωντανή η Μνήμη με διό όψεις, θάλασσα μου γλυκόπικρη που δεν μπορείς να κόψεις. Φραγμούς, δεν έχει και ορισμούς, τους έχεις ξεπεράσει έγινες ελεύθερο άπιαστο πουλί στους Αιώνες των Αιώνων πια έχεις περάσει.

Θρήνος / Τυρίμου Γ. Ελένη


Όχι δεν θρηνώ για τους γνωστούς
Και αγνώστους μας νεκρούς
Δεν θρηνώ Αυτούς που έδωσαν 
Ότι πολύτιμο έχουν
Την χρυσόμαλλη νιότη
Για αυτούς που πήραν
Της αθανασίας το δρόμο
Σπαρμένο από όλων τα λουλούδια
Της Γης
Πουλιά να τους κελαηδούν
Γλυκά, τρυφερά
Κλαίω για αυτούς που ζουν
Σε μία μαύρη άβυσσο
Που ζουν χωρίς τη ζωή
Λούζονται ακόμα στα λασπόνερα
Βουλιάζουν στο βούρκο
Θρηνώ για αυτούς που βαδίζουν
Τυφλά και ανέμελα
Στην έτοιμη να πυροδοτηθεί
Γη μας
Θρηνώ γι’ αυτούς που αγαπούν
Μονάχα την άνοιξη
Όχι, δεν θρηνώ γι’ αυτούς
Που την φέρνουν
Και πάντα αθάνατοι μένουν.

Συνοχηδόν / Τυρίμου Γ. Ελένη


Τώρα το σπίτι μας γυμνό
η απουσία βασιλεύει,
η σφραγίδα της σιωπής
είναι ταφόπετρα στην πόρτα μας.
Η μάνα μας δεν περιμένει το σπλάχνο της,
ο πατέρας δεν θα σε ορμηνέψει
έφυγαν για το μεγάλο ταξίδι...
Μα εσύ! ανθίζεις
έξω στην αυλή μας,
κάθε μέρα ανατέλλεις
με το άπιαστο φώς
τις νύχτες μιλάς
με τα άστρα
τους δείχνεις τις αιώνιες πια πληγές σου,
τα ματωμένα σου ρούχα,
τις σφαίρες που σταμάτησαν την ζέστη αναπνοή σου,
τα βελούδινα όνειρα σου,
γνέφεις στο ματωμένο φεγγάρι μην ξεπορτίσει στο άπειρο.
Σφιγμένη ή έφοιβη ψυχή σου
καλείς τα γοργά σύννεφα μην φύγουν
και φανεί η σκιά σου, έτσι όπως τότε σε εκείνες τις μαύρες μέρες του σκότους, της ανελέητης φωτιάς,
του λυσασμένου αδησόπιτου φονικού, μέσα από τους καπνούς,
να μετράς λεπτό προς λεπτό τον πληρωμένο θάνατο
την ώρα των λέξεων,
να τρέμεις στην αγωνία του φόβου του τέλους.
Τώρα στο σπίτι μας φωλιάζουν οι γλυκόπικρες αναμνήσεις εκεί ακάθεκτες.
Πότε το μακρόσυρτο μυρολόι
και πότε ο απόηχος του γέλιου της χαράς και της ζωής.
Η μυρωδιά απτό ιδρώτα του πατέρα,
το ζεστό γλυκό ψωμί της μάνας μας.
Η παγωνιά δεν πέρασε από καμιά χαραμάδα
ουτε την ψυχή
ούτε! στην καρδιά
Η σφραγίδα της σιωπής δεν νέκρωσε τα κύτταρα
την μνήμη, τους νοέρους παλμούς.
Ακούω τις φωνές μέσα από την παγωμένη ταφόπετρα του χρόνου
σε κάθε γωνιά του σπιτιού μας,
στο ξέραμένο μας κήπο
σε κάθε ακτίδα φωτός.
Το σπίτι μας τόσο φτωχό,
Μα τόσο πλούσιο!
Η ταφόπετρα ανθίζει
δεσπόζει τη ζωή πέρα από το θάνατο,
ένας διαχρονικός όρος μετρητής του άπειρου...

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2018

Η ΠΟΡΤΑ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΜΕΡΑΝΤΙ: Ποιητική Συλλογή της Μυριάνθης Παπαονησιφόρου εκδοθείσα το έτος 2004 / Τιμήθηκε με κρατικό βραβείο ποίησης

...

Δεν είναι αυτό το σπίτι μου σας λέω
Εγώ είχα ένα κλήμα στην αυλή
βέρικο
Η πόρτα μου ήτανε μεράντι
-ξύλο πρώτης ποιότητας –
με δυο μικρά παραθυράκια στα πλάγια για τον αέρα
Ύστερα
στο σπίτι εμπρός
δεν είχαμε κανένα πεύκο
μήτε κι ελιά στο πεζοδρόμιο
ούτε κι αυτό
το θεόρατο κυπαρίσσι στο πλάι
Ε, ναι
τα παράθυρα ήτανε βαμμένα
σε γκρίζο χρώμα σαν κι αυτά
μα πάλι το δικό μου σπίτι
χώριζε με χαμηλό τοίχο
κι από κει μιλούσα με τη γειτόνισσα
-ανταλλάζαμε κάποτε και φαγητό –
Δεν είναι αυτό το σπίτι μου σας λέω
Εγώ το είχα μόλις χτίσει
κι ήταν ολοκαίνουριο
Ε, ναι
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε
και φυσικό να έχει παλιώσει


...

Δεν είναι αυτό το σπίτι μου σας λέω
Τα σκαλάκια από το δρόμο
ήτανε μόνο δύο
– αν θυμάμαι καλά –
κι αυτές οι πέτρες στο περιτοίχισμα
θαρρώ δεν το’ χαμε φτιάξει έτσι
ούτε και είχαμε αυτή
την ξύλινη βεράντα στην είσοδο
τζαμαρία είχαμε
-ναι σας το ξανάπα αυτό –
Κάτι
κάτι μου θυμίζει
αυτό το σήμαντρο στην πόρτα
μα σας είπα
η δικιά μου ήτανε μεράντι
Μπορεί όμως και να’ vaι το σπίτι μου
Η γειτονία ήτανε καινούρια
Φτωχόκοσμος


...

Αυτό είναι το σπίτι μου
λέει η φωνή της
από τα τρίσβαθα του Άδη
σπασμένη σαν ηχώ
σε διάσελα βουνών
Ναι αυτό είναι το σπίτι μου
Χωρίς τα κλήματα
χωρίς την πόρτα από μεράντι
χωρίς το κοτέτσι
χωρίς την οκταήμερη φωτογραφία
χωρίς το τραπέζι της μάνας μου
χωρίς
χωρίς
χωρίς
το σπίτι μου Γεννησαρέτ 3 A

...

ΣΤΟΝ ΚΡΑΤΗΡΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ : Ποιητική Συλλογή της Μυριάνθης Παναγιώτου Παπαονησιφόρου εκδοθείσα το έτος 1999. Έλαβε πανελλήνιο βραβείο του περιοδικού «Νουμάς»

ΡΙΠΕΣ
(Δερύνεια 1996)

Ριπές
στην καρδιά του ήλιου
που ανασηκώνει μεσούρανα ατσάλινα χέρια
ριπές
ατσάλι φονικό
στη φτέρνα του αητού
την ώρα της ημίθεης απογείωσης
Αίμα
Τα λόγια δεν κρατάνε πια
τα παίρνει ο άνεμος και φεύγουνε φτερά
τα λόγια δεν κρατάνε
Μόνο η ψυχή που δέρνεται μονάχη
μπορεί να σχεδιάζει παράλογα άλματα
μόνο η ψυχή που από μείνε
μπορεί να υπογράφει
με κόκκινο μελάνι
την τελευταία παράτολμη κίνηση

***

ΒΡΟΧΗ ΤΟ ΦΩΣ

Πάγωσε η φλόγα στο μαγκάλι
και το φως
κατρακυλάει χορεύοντας στο μάρμαρο
φλέβα της γης που πάλλεται αδιάκοπα
Βροχή το φως
σε πλάγιους ήχους ανασαίνοντας
πλένει τα χώματα
τα διάσπαρτα χρώματα
λευκή σινδόνη στην κλίνη του ήλιου
Αιώρα
που σταμάτησε μετέωρη
στο διάσελο των μακρινών βουνοκορφών
με το παιδί να ονείρεται
σ’ ανάπαιστους στίχους
Βροχή το φως
στις διάφανες τις πόρτες των σπιτιών
στους διάφανους τοίχους
στις στέγες
στα παντζούρια
που αφουγκράζονται διάτρητους ήχους
Σε σκιάζομαι βροχή
το φως σου σκιάζομαι
που με διαλύει

Μαριάνθη Παναγιώτου – Παπαονησιφόρου (βιογραφικά στοιχεία)


Γεννήθηκε στη Μεσόγη της Πάφου 1941. Σπούδασε κοινωνικές επιστήμες στην Ελλάδα και Αγγλία
  και εργάστηκε στην Υπηρεσία Κοινωνικής Ευημερίας μέχρι το 1996.  Είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Πάφου της οποίας διετέλεσε Πρόεδρος από το 1992 έως το 2006. Είναι επίσης μέλος του Κυπριακού ΠΕΝ και του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού και Νεανικού Βιβλίου


Ποιήματα της περιλαμβάνονται σε ανθολογίες στην Κύπρο και το εξωτερικό και έχουν μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες.

Έργα της


Ποίηση


  • Επιστροφή, 1978
  • Ηρωικοί Απόηχοι, 1983
  • Άχρονη φύση, 1988
  • Φτερουγίσματα, 1992 ποίηση για παιδιά βραβεία ΚΣΠΝΒ
  • Καλοκαιρινές τοπογραφίες, 1994 ποίηση για παιδιά βραβεία ΚΣΠΝΒ
  • Της γης μου οι αντίλαλοι, 1997, ποίηση για παιδιά βραβεία ΚΣΠΝΒ
  • Γράμμα στον Αγνοούμενο, 1997 ποίηση, κρατικό βραβείο
  • Κατέβα φεγγαράκι να παίξουμε κρυφτό, 2002, ποίηση για παιδιά Κρατικό Βραβείο
  • Τα φκιόρα της πικραθασίας, 2003, ποιήματα στην Κυπριακή διάλεκτο
  • Η πόρτα μου ήτανε μετάντι, 2004, ποίηση, κρατικό βραβείο
  • Τριαντάφυλλα τζι αγκάθκια΄
  • Στον Κρατήρα του Ηλιου,1999, πανελλήνιο βραβείο του περιοδικού «Νουμάς»
Πεζογραφία

  • Η φουρναροπούλα, 2002 παραμύθι για παιδιά
  • Η πορτοκαλένη, 2006, παραμύθι για παιδιά, τιμητικός κατάλογος ΙΒΒΥ

  • Άι μάτια γιαλλουρούδια, άι πόδια πεταλούδια, 2002 δέκα μύθοι

  • Ιδιωματισμοί και αλληγορικές εκφράσεις της Κυπριακής Διαλέκτου, 2004 λαογραφία

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2018

Γράμμα στον Αγνοούμενο: Ποιητική Συλλογή της Μυριάνθης Παναγιώτου- Παπαονησιφόρου εκδοθείσα το έτος 1997, Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου

Στον ανθυπολοχαγό
Πανίκο Παναγή
και σ’ όλους τους άλλους
αγνοούμενους του 1974
ελάχιστη μαρτυρία
και γραφή οδύνης

Βάρυνε η νύχτα
σα μολύβι στο στέρνο μου
και το κορμί μου ενέκρωσε
σε τούτη την κάμαρη
που την ορίζω πια
με τα καμώματα του νου και μόνο
Και να’ σαι τώρα
με τα λουλούδια της φωτιάς στα δάχτυλα
λαλέδες θα ’ναι
που παιδί τους μάζευες
κι όσο να φτάσεις
μαδούσανε στα χέρια σου
οι λαλέδες σου ’λεγα
δεν είναι για τα βάζα
παρά
για να στολίζει ο Θεός τους κάμπους
Και μπαίνεις και περπατάς με τα νερά
και τα βαριά σου τ’ άρβυλα
Οκτώβρης θα ’ναι και πρωτοβρόχι
«Βρέχει χιονίζει
τα μάρμαρα ποτίζει»
μπες μέσα σου ’λεγα
θ αρπάξεις καμιά πούντα
σι βροχές δεν είναι για παιγνίδι
παρά
για να ποτίζει ο Θεός τη γη
Κι αστράφτεις άξαφνα
στη σκοτεινή την κάμαρη
με το γαλάζιο φως
να κρέμεται στους ώμους σου
η στολή σου θα ναι
«κοίτα μάνα πως την κρεμμάς
μην είναι η τσάκιση στραβή»
Και να ’σαι από παντού
με τους λαλέδες
τα νερά
και το γαλάζιο φως
να προχωράς
να προχωράς
και να μη φτάνεις
γομάρι ασήκωτο στα πόδια μου
και δεν τα σέρνω
η καρδιά μου ορμά να σε πιάσει
να φύγει απ’ το κλουβί που την κρατά
να φύγει
να φύγει
να φύγει
και τ άσπλαχνο κουφάρι μου
ξυπνά
...

Σκούζει το πουλί
από τις χαραμάδες
των ένοχων ψυχών
που βολεύτηκαν
στον κλεμμένο παράδεισο
Φοράει για στέμμα
τα πατημένα στέφανα του γάμου
που δεν στέριωσε
το ράμφος του πληγή
που αποξερνά το αίμα
των σφαγιασμένων παιδιών
Πουλί μη σωπαίνεις
εν’ ονόματι Κερύνειας
εν’ ονόματι Αμμόχωστος
εν’ ονόματι
επωνύμων και ανωνύμων προγόνων
οδύρου

...

Ξημέρωσε κιόλας κι έχω τόσα να σου πω μα όπου να ’ναι θα σηκωθεί ο κύρης σου θα τον ρωτώ και θα λέει πως κοιμήθηκε καλά θα με ρωτά και θα λέω πως κοιμήθηκα κι εγώ καλά Συνεννοούμαστε όπως πάντα Τα λόγια δεν λένε πάντα αυτό που λένε και το ξέρουμε κι ο πολύς ο ύπνος είναι χασομέρι τώρα για μας Εσύ όμως κοίτα να κοιμάσαι έχεις ανάγκη τον ύπνο στην ηλικία σου Θυμήθηκα τώρα το κουρδιστό ξυπνητήρι που βάραινε στ’ αυτιά σου κάθε πρωί κι εγώ σου φώναζα ξύπνα θ’ αργήσεις και τι θα λέει ο δάσκαλος για τη μάνα σου που δε ξυπνά τα παιδιά της στην ώρα τους;
Νύχτες αγρύπνιας
στην άγνωστη χώρα
που περιφέρεις τον ίσκιο σου
Κι αμόλησα τα περιστέρια
να σε ψάχνουν
κλωνάρι ελιάς
στους έρημους τόπους
του κατακλυσμού